Του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Βλατίτση
Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα του βιβλίου «Ο Άγιος Χρυσόστομος (Καλαφάτης, Μητροπολίτης Σμύρνης ο από Δράμας, και η συμβολή στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908)» του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Βλατίτση, εφημέριου στον Ιερό Ναό Αγ. Χρυσοστόμου Δράμας, το οποίο κυκλοφόρησε το 2021 από τη ΔΕΚΠΟΤΑ.
Η εφημερίδα «Εργασία… συν» στο πλαίσιο της επετείου μνήμης για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή δημοσιεύει τμηματικά σημεία από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη πατέρα Γεράσιμου, τον οποίο ευχαριστούμε ιδιαίτερα για τη δυνατότητα αυτή.
Μέσα από το κείμενο αναδεικνύεται η δράση στην περιοχή της Δράμας ενός εκ των πρωταγωνιστών της τραγικής περιόδου για τις Αλησμόνητες Πατρίδες, του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο κατά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922.
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Παρά την έξαρση της βουλγαρικής προπαγάνδας η χειροτονία του Χρυσοστόμου ως Μητροπολίτη Δράμας και οι συνακόλουθες περιοδείες του στα χωριά του σαντζακιού Δράμας εξισορρόπησε, έως ενός βαθμού, τη βουλγαρική δραστηριότητα στον χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας. Μία παράμετρος της «αντεπίθεσης του Πατριαρχείου» υπό τον Χρυσόστομο ήταν η οικοδόμηση νέων εκκλησιών, όπως στο χωριό Μπουμπλήτσι, στο οποίο κατοικούσαν 32 σλαβόφωνες, πιστές στο Πατριαρχείο οικογένειες, πέραν των 40 μουσουλμανικών.
Ωστόσο, παρά τις προσωπικές παρεμβάσεις του Χρυσοστόμου, δεν κατέστη δυνατό να ανακοπεί η επέκταση της επιρροής της Εξαρχίας στις σλαβόφωνες κοινότητες ή στους σλαβόφωνους θύλακες εντός εδαφικών ζωνών οι οποίες ανήκαν στην πνευματική δικαιοδοσία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Συγκεκριμένα εργώδεις και άοκνες ήταν οι προσπάθειες του ορθόδοξου ιεράρχη να ανακόψει την επέκταση της εξαρχικής επιρροής άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε χωρίς οι κόποι του να ανταμειφτούν. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του χωριού Κουμπάλιστα (σημ. Κοκκινόγεια) όπου άνθρωποι του βουλγαρικού κομιτάτου σε συνεργασία με το σλαβόφωνο στοιχείο της κοινότητας και του μουδίρη (=αιρετού κοινοτάρχη) εκδίωξαν τον ιερέα του Πατριαρχείου με τη δικαιολογία ότι υπήρχαν 35 οικογένειες που προσχώρησαν την Εξαρχία σε αντίθεση με 11 παραμένουσες πιστές στο Πατριαρχείο. Με επιστολή διαμαρτυρίας προς τον Χιλμή πασά, τον γενικό επιθεωρητή της Μακεδονίας, επισημάνθηκε από τον ορθόδοξο ιεράρχη η πρότερη δέσμευση του Οθωμανού αξιωματούχου για κατακύρωση της κοινότητας υπέρ του Πατριαρχείου ανεξάρτητα από τον αριθμό των πατριαρχικών και των εξαρχικών. Τελικά, το αίτημα του Χρυσοστόμου δεν εισακούσθηκε με τον Χιλμή πασά να απαντά κατηγορηματικά ότι το ζήτημα έκλεισε υπέρ της Εξαρχίας.
Σε άλλα χωριά, όπως στον Βώλακα όπου η κοινότητα ήταν διαιρεμένη μεταξύ των πατριαρχικών και των σχισματικών εξαρχικών από το 1894, καθιερώθηκε εκ νέου η αρχή του «εκ περιτροπής εκκλησιάζεσθαι», με διαταγή του Χιλμή πασά από τα μέσα του 1904, αρχή που ίσχυε και για κατά την περίοδο 1897-1902. Στο μεταξύ κατά το διάστημα 1902-1904 το χωριό είχε επανέλθει πλήρως υπό την επιρροή του Πατριαρχείου.
Άλλο ένα εκκλησιαστικό ζήτημα, πέραν της Κουμπάλιστας και του Βώλακα ήταν εκείνο της Προσοτσάνης όπου εγκαταστάθηκε μία νέα οιονεί μητροπολιτική έδρα με επικεφαλής Αρχιερατικό Επίτροπο, ο οποίος είχε διατελέσει στην ίδια θέση στο Σιδηρόκαστρο (Δεμίρ Ισάρ). Ο Επίτροπος, Ηλίας Σάγερ, είχε τη δικαιοδοσία παύσης και διορισμού ιερέων, εφόρων και δημοδιδασκάλων. Οι παραπάνω, όμως, αρμοδιότητες, κατά την Εξαρχία, αφορούσαν και το σλαβόφωνο ποίμνιο το οποίο παρέμενε πιστό στο Πατριαρχείο και αυτό, ακριβώς, αποτέλεσε το βασικό σημείο τριβής και περαιτέρω όξυνσης των σχέσεων μεταξύ των πατριαρχικών και των εξαρχικών της κοινότητας.
Μη ανεχόμενος την κατάσταση αυτή ο Χρυσόστομος ενήργησε μέσω της αποστολής επιστολής διαμαρτυρίας στο Φανάρι, στην οποία τονιζόταν η προσβολή των εκκλησιαστικών δικαιωμάτων του ορθόδοξου ποιμνίου το οποίο υπαγόταν στο Πατριαρχείο και η αντικανονική πράξη αναγνώρισης του εξαρχικού Επισκόπου ως Μητροπολίτη χωρίς, όμως, να υφίσταται Μητρόπολη. Εξάλλου το γεγονός αυτό συντάρασσε το υφιστάμενο εκκλησιαστικό και πολιτικό καθεστώς. Επιπλέον, υπήρχε η πιθανότητα εξώθησης σε βίαια σύγκρουση μεταξύ των δύο παρατάξεων εφόσον συνεχίζονταν οι διώξεις και οι λεηλασίες εναντίον των ελληνόφωνων και σλαβόφωνων που θα αντιτάσσονταν στις επιδιώξεις των εξαρχικών. Τα παραπάνω αναφέρθηκαν, μέσω αναλυτικής έκθεσης, στον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Στο ίδιο πλαίσιο ο Χρυσόστομος αποστασιοποιήθηκε από την επιλογή του Πατριάρχη να αποστείλει παρακλητική επιστολή στον Χιλμή πασά, στις 22 Σεπτεμβρίου 1905, προκειμένου να εφαρμοσθεί στην ευαίσθητη περιοχή της Μακεδονίας η αρχή του αυτοπροσδιορισμού των κατοίκων της επί τη βάσει της εθνικότητας και της θρησκείας. Άλλωστε, κατά την προσέγγιση του Χρυσοστόμου, η εφαρμογή αυτού του μέτρου θα απέβαινε δυσμενή για τα συμφέροντα του Πατριαρχείου και του ελληνορθόδοξου ποιμνίου του καθώς τα μέσα που διερχόταν η βουλγαρική προπαγάνδα, δλδ. είτε τον βίαιο εξαναγκασμό διά της απειλής των όπλων είτε τον χρηματισμό, δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά. Επιπλέον, η βουλγαρική Εξαρχία εφάρμοζε την τακτική του εθνοφυλετισμού η οποία απέβλεπε στην απόσπαση όλων των σλαβόφωνων της Μακεδονίας. Η καταλληλότερη προσέγγιση του ζητήματος, σύμφωνα με τον ιεράρχη της Μακεδονίας, θα ήταν η διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος των θρησκευτικών κοινοτήτων, των μιλλ(ι)έτ, όπου τόσο οι βλαχόφωνοι όσο και οι σλαβόφωνοι καταγράφονταν ως «Ρούμ», δλδ. Ρωμιοί. Σε αντίθετη περίπτωση ο ίδιος διέβλεπε ότι τρία χωριά του καζά Ζίχνης, η Καρλίκοβα (σημ. Μικρόπολη), η Γ(κ)όρνιτσα (σημ. Καλή Βρύση) και το Εγρίδερε (σημ. Καλλιθέα) και δύο του καζά Δράμας, ο Βώλακας και η Δράνοβα(ο) (σημ. Μοναστηράκι), θα περιέρχονταν αναπόφευκτα στην Εξαρχία.
Στον καζά της Νέας Ζίχνης, η οποία ήταν η δεύτερη κωμόπολη εντός των ορίων της επαρχίας (σαντζάκι) Δράμας, στο χωριό Εγρίδερε, που από το 1921 μετονομάσθηκε σε Καλλιθέα, ο Χρυσόστομος, όπως κατέγραφε σε αποκαλυπτική του έκθεση προς τον γενικό πρόξενο της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη, τον Λάμπρο Κορομηλά, παρουσιάστηκαν αρκετές περιπτώσεις αποσκιρτήσεων από το Πατριαρχείο προς την Εξαρχία. Στην κοινότητα αυτή ως μητρική γλώσσα ομιλούταν η βουλγαρική αλλά η επίσημη γλώσσα διδασκαλίας ήταν η ελληνική. Μολαταύτα η επιρροή της βουλγαρικής προπαγάνδας και του τοπικού βουλγαρικού κομιτάτου ώθησε μία ομάδα εξαρχικών χωρικών, οι οποίοι είχαν απαρνηθεί το Πατριαρχείο, να προβούν σε μία δυναμική κίνηση. Συγκεκριμένα, ζητούσαν εγγράφως από τον καϊμακάμη (=αξιωματούχο της οθωμανικής διοίκησης, έπαρχο και διοικητικό αντιπρόσωπο του σουλτάνου) της Ζίχνης τον διορισμό Βούλγαρου μουχτάρη (=τοπικού άρχοντα, αντίστοιχου κοινοτάρχη ή δήμαρχου). Παρά την άρνηση του τοπικού συμβουλίου της Ζίχνης να συναινέσει σε αυτή την πρωτοβουλία, οι κινηματίες που προσχώρησαν στην Εξαρχία μετέβηκαν στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να πείσουν τον Χιλμή πασά για το δίκαιο του αιτήματός τους, πράγμα το οποίο, τελικά, πέτυχαν. Αφού ανέπτυξε τα παραπάνω, ο ιεράρχης συνέστησε στον Κορομηλά να ασκήσει επιρροή για την ανάκληση της διαταγής του Χιλμή πασά, προειδοποιώντας ότι η πράξη θα αποτελέσει προηγούμενο για αντίστοιχες στο μέλλον. Ο Χρυσόστομος επικαλέσθηκε το νομικό έρεισμα περί της απόφασης του σουλτάνου για απαγόρευση μετακίνησης από τη μία Εκκλησία στην άλλη υπό το κράτος της βίας.
Στο ίδιο χωριό, τον Ιούλιο του 1905 εκτελέσθηκαν τέσσερις χωρικοί από βουλγαρικό σώμα ατάκτων, απαρτιζόμενο από Βούλγαρους χωρικούς του βουλγαρικού χωριού Σκρίτζοβα. Οι εκτελεσθέντες ήταν τρία μέλη της οικογένειας του Βασιλείου Κομβόκη, ο ίδιος, η σύζυγός του και η σύζυγος του υιού τους Ευάγγελου και ένας νεαρός γείτονάς τους. Τον ρόλο της κατάδοσης διαδραμάτισαν ορισμένοι συγχωριανοί των δολοφονηθέντων, όπως ο Πάσχος Βασιλείου και οι υιοί του, ο Παναγιώτης Οράκης και ο Άγγελος Νεδέλτσος, άπαντες προσχωρήσαντες στην Εξαρχία. Το επόμενο έτος δολοφονήθηκαν ακόμη τρεις επιφανείς του χωριού από βουλγαρικό ένοπλο σώμα. Τα θύματα ήταν ο έμπορος καπνού και ισχυρός πρόκριτος Νικόλαος Τσαρουχάς και οι δύο υιοί του προεστού του χωριού Μιχαήλ Κοτζάμπαση.
Ως χρονικό ορόσημο σχετικά με την εντατικοποίηση της δράσης του βουλγαρικού κομιτάτου, η οποία συνεπαγόταν μία σειρά από ανομήματα και πράξεις βίας εναντίον αμάχου πληθυσμού της μακεδονικής υπαίθρου, μπορεί, συμβατικά, να αναγνωρισθεί το θέρος του 1906. Το βουλγαρικό κομιτάτο, στις 10 Ιουνίου 1906, υπό την ηγεσία των τοπικών οπλαρχηγών Ντάεφ, Μπονίτσεφ και Τσιμισίρωφ κήρυξε την επανάσταση στο διαμέρισμα της Δράμας. Ο Χρυσόστομος ενημέρωσε με σχετική του έκθεση τον μουτεσαρίφη Δράμας, χωρίς, ωστόσο, ο τελευταίος να δείχνει ιδιαίτερη σημασία στα όσα του διημείφθησαν.
Αντίστοιχα περιστατικά δολοφονιών και επιθέσεων κατά κατοικιών συνέβησαν εντός του θέρους του 1906 στην πόλη της Δράμας, στην Πλεύνα, στην Αλιστράτη, στη Ζίχνη, στην Γκορνίτσα και στην Γκράτσανη. Μεταξύ των νεκρών ήταν ο Δραμινός πρόκριτος Γεώργιος Παπαδημητρίου, ο Αρχιερατικός Επίτροπος του Μητροπολίτη Δράμας, παπα-Ιωάννης Παπαεμμανουήλ, δολοφονηθείς στη Ζίχνη, και ο Αρχιερατικός Επίτροπος της Γκράτσανης, παπα-Ιωάννης. Παράλληλα με τις παραπάνω εκτελέσεις των επιφανών αυτών λαϊκών και κληρικών ελληνοφρόνων ο Χρυσόστομος υπογράμμιζε την αδράνεια των τοπικών αστυνομικών αρχών οι οποίες, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες του, χρηματίζονταν από το βουλγαρικό κομιτάτο.
Η δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων κορυφώθηκε το 1906 με τη διάπραξη σωρείας εγκληματικών ενεργειών. Στις 21 Αυγούστου 1906 δολοφονήθηκε στην Καρλίκοβα ο σλαβόφωνος αλλά πατριαρχικός πρόκριτος Στογιάννης (Στόγιαν) Βουγιουκλής.
Στις 10 Οκτωβρίου του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκε επίθεση από σώματα ενόπλων Βούλγαρων εναντίον του Οικοτροφείου Αλιστράτης, το οποίο ιδρύθηκε το 1903 και φιλοξενούσε περίπου 40 ανήλικα ορφανά. Τελικά η αντίσταση των έγκλειστων διδασκάλων, οι οποίοι κατείχαν ελαφρύ οπλισμό για λόγους άμυνας απέβη σωτήρια για τη σωματική ακεραιότητα των παιδιών. Το αμέσως επόμενο διάστημα νέα επίθεση αντρών του βουλγαρικού κομιτάτου εξαπολύθηκε στον Βώλακα με αποτέλεσμα η οικία του Τρύφωνα Στογιάννη να γίνει παρανάλωμα του πυρός, χωρίς, όμως, να υπάρξουν θύματα λόγω της απώθησης των επιτεθέντων από την τοπική οθωμανική φρουρά.
Ανάλογη επίθεση σημειώθηκε στις 13 Δεκεμβρίου, δύο ώρες μετά τα μεσάνυκτα, και στην κοινότητα της Κλεπούσνας (από το 1923 Αγριανή) από ένοπλο βουλγάρικο σώμα. Την ηγεσία αποτελούσαν εφτά οπλαρχηγοί με ακολουθία αρκετών ενόπλων από την Κλεπούσνα, στην οποία οι 60 οικογένειες από το σύνολο των 200 είχαν προσχωρήσει στην εξαρχική Εκκλησία, αλλά και από τη Σκρίτζοβα. Οι εισβολείς, αφού εξουδετέρωσαν την τοπική οθωμανική φρουρά, αποδύθηκαν σε καταστροφές και πυρπολήσεις επτά κατοικιών των πατριαρχικών προκρίτων του χωριού.
Μεταξύ των θυμάτων βρίσκονταν εκείνα του ηλικιωμένου ζεύγους Βουζίκη, του ιερέα του χωριού, πάτερ Ευάγγελου και της πρεσβυτέρας, της οικογένειας του Άγγελου Μίντου με τον ίδιο, τη σύζυγό του, τη νύφη του και τον ανήλικο εγγονό του. Οι προαναφερθέντες αποτεφρώθηκαν από την πυρκαγιά που προκλήθηκε στις οικίες τους από τη χρήση δυναμίτιδας. Πέραν της ολοκληρωτικής καταστροφής των οικιών των παραπάνω καταστράφηκαν και οι οικείες του δημοδιδάσκαλου Φιλιππίδη, του πρόκριτου Αθανάσιου Παπαφιλίππου και των αδελφών Χρήστου και Μάρκου Φιλιππίδη, ενώ δεν είχαν καλύτερη τύχη και τα οικόσιτα ζωντανά των οικογενειών. Η καθυστερημένη άφιξη των οργάνων περιφρούρησης από την έδρα της στρατοφυλακής, τη Ζίχνη, απέτρεψε το μέγεθος των έμψυχων και άψυχων απωλειών και ζημιών αντίστοιχα.
Εξάλλου, το προηγούμενο διάστημα, κατόπιν ερευνών των οθωμανικών αρχών στις οικείες των ανωτέρω, κατασχέθηκε ελαφρύς οπλισμός, όπως κυνηγητικά όπλα και περίστροφα με αποτέλεσμα να εκμηδενίσει τις όποιες πιθανότητες ένοπλης αντίστασης στα βουλγαρικά σώματα. Αντίστοιχες ενέργειες αιφνιδιαστικών ελέγχων των οθωμανικών αρχών λάμβαναν χώρα σε πολλά χωριά και κωμοπόλεις για εντοπισμό οπλισμού, επιλήψιμων εγγράφων ή άλλων παράνομων, κατά την κρίση των αρχών, αντικειμένων ακόμη και σε εκκλησίες, όπως σε εκείνες των χωριών Σελινού και Ράχοβας.
Παρά τις λεηλασίες των περιουσιών του ελληνορθόδοξου στοιχείου της μακεδονικής υπαίθρου από τα βουλγαρικά σώματα, τις δολοφονίες, της δηώσεις και τις πάσης φύσεως διαπραχθείσες ωμότητες το ηθικό των πατριαρχικών δεν πτοούταν. Σε μία συναισθηματικά φορτισμένη επιστολή των δημογερόντων και των επιτρόπων των εκκλησιών Δράμας προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη εγκωμιαζόταν η, ζωτικής σημασίας για το Πατριαρχείο και την τοπική ελληνορθόδοξη κοινότητα, άφιξη και η κατοπινή συμβολή του Χρυσοστόμου στη διατήρηση της θέσης και των προνομίων του ελληνορθόδοξου ποιμνίου, στο μέτρο του εφικτού και τηρουμένων των συνθηκών. Εξάλλου, στην ίδια έκθεση αναφερόταν ότι πριν την άφιξη του Χρυσοστόμου επικρατούσε η ηθική και πνευματική κατάπτωση, η διχόνοια, η διαφθορά και ο κομματισμός, παράμετροι που είτε αντιμετωπίσθηκαν αποτελεσματικά είτε εξαλείφθηκαν εξολοκλήρου κατά την πρώτη περίοδο της παρουσίας του νέου ιεράρχη.
Η στάση των οθωμανικών αρχών απέναντι στα παραπάνω γεγονότα δεν ήταν πάντα σταθερή, ευκρινής και ανάλογη ως προς την απόδοση των ευθυνών με σκοπό τη διατήρηση της κοινωνικής γαλήνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η έξαρση της βίας των κομιτατζήδων στα μέσα του 1906 δεν αντιμετωπίσθηκε με τον δέοντα τρόπο από τις τοπικές και τις περιφερειακές αστυνομικές και διοικητικές αρχές.
Μία κίνηση ενδεικτική των συνθηκών που επικρατούσαν αλλά και της προσέγγισης της ελληνο-βουλγαρικής διάστασης στη μακεδονική ύπαιθρο αποτελεί η στάση του μουτεσαρίφη Δράμας και του αστυνομικού διοικητή Σακή Εφένδη οι οποίοι επιδείκνυαν ανεκδιήγητη αδράνεια στις συνεχείς εκκλήσεις του Χρυσοστόμου για κοινωνική ειρήνη και επιβολή της τάξης στα όρια της Μητρόπολής του. Οι διαμαρτυρίες οφείλονταν σε μία σειρά έκνομων και ενίοτε βίαιων δραστηριοτήτων βουλγαρικών ενόπλων σωμάτων εις βάρος του άμαχου πληθυσμού, ελληνόφωνου και σλαβόφωνου, ο οποίος υπαγόταν πνευματικά στο Πατριαρχείο. Έτσι, η επιστολή του μεγάλου βεζίρη προς τον Χρυσόστομο με την οποία γινόταν ρητή επίπληξη και σαφής απόδοση ευθυνών προς τη Μητρόπολη Δράμας για τις τρομοκρατικές ενέργειες, την αναταραχή και τις πράξεις βίας στην περιοχή, γεγονότα τα οποία πρώτος ο Χρυσόστομος είχε καταγγείλει εγγράφως τόσο προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη όσο και προς τις τοπικές αστυνομικές και διοικητικές οθωμανικές αρχές, ήταν κεραυνός εν αιθρία. Παρόλο που οι τοπικοί φορείς της οθωμανικής εξουσίας ήταν έγκαιρα ενήμεροι για την έξαρση της δράσης του βουλγαρικού κομιτάτου το καλοκαίρι του 1906, τις συναφείς διαπραχθείσες δολοφονίες και την πρόκληση υλικών ζημιών σε οικίες προκρίτων του ελληνορθόδοξου στοιχείου του σαντζακιού Δράμας η ευθύνη αποδιδόταν στα θύματα και όχι στους θύτες.
Βέβαια, τα ακριβή γεγονότα και η υπαιτιότητα των πράξεων αυτών γνωστοποιήθηκαν, έστω αργότερα, στον Χιλμή πασά, ο οποίος δικαίωσε τις θέσεις του ορθόδοξου ιεράρχη της Δράμας και συνέστησε στον μουτεσαρίφη να μην αδικεί τους Έλληνες τόσο αναίσχυντα.
Η παραποίηση και η διαστρέβλωση της αληθούς έκβασης περιστατικών ήταν μία πάγια τακτική των οθωμανικών αρχών, προκειμένου να ενοχοποιηθεί η Μητρόπολη Δράμας για μία σειρά από γεγονότα που είχαν εν μέρει ή ακόμη και καθόλου σχέση με την πραγματικότητα. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα αποτέλεσε η περίπτωση της κατηγορίας προς τον Χρυσόστομο από τον μουτεσαρίφη ότι εντοπίσθηκαν υπό την κατοχή του γράμματα που παρακινούσαν σε ανάληψη ένοπλης δράσης κατά προσώπων βουλγαρικής καταγωγής και γινόταν λόγος και για τον χρηματισμό όσων θα διέπρατταν τους φόνους αυτούς. Το γεγονός αυτό κοινοποιήθηκε στον Οικουμενικό Πατριάρχη, στον οποίο, παράλληλα, έγιναν συστάσεις να συνετίσει τον Χρυσόστομο Δράμας και να του συστήσει να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις.
Ο Χρυσόστομος αρνήθηκε κατηγορηματικά τα παραπάνω και δήλωνε σε επιστολή του στον Πατριάρχη εξοργισμένος για την, κατά τον ίδιο, σίγουρη ψευδομαρτυρία ατόμου αλβανικής καταγωγής πάνω στην οποία η τοπική χωροφυλακή στοιχειοθέτησε κατηγορία. Στην κατάθεση του Αλβανού αναφέρθηκε ότι μαζί με έναν χριστιανό από το Εγρίδερε έφθασαν σε μία εκκλησία, στο κωδωνοστάσιο της οποίας εισήλθε ο χριστιανός και κατόπιν εξήλθε με δύο όπλα τα οποία προορίζονταν για κατάρτιση αντάρτικου σώματος εναντίον των Βουλγάρων. Από τα παραπάνω οι αστυνομικές αρχές υπέθεσαν ότι η Μητρόπολη και προσωπικά ο Αρχιδιάκονος Θεμιστοκλής εμπλέκονταν, χωρίς όμως να μπορούν να το αποδείξουν. Επιπλέον στη Μητρόπολη Δράμας κατηγορήθηκαν, αυθαίρετα, και για μία σειρά φόνων Βουλγάρων στην Καβάλα. Ο Χρυσόστομος, κλείνοντας, στηλίτευε για ακόμη μία φορά τη μεροληπτική στάση της οθωμανικής διοίκησης που δεν προσμετρούσε τη δράση των βουλγαρικών σωμάτων στην περιοχή.
Από τον Σεπτέμβριο του 1906 άρχισε η κατασυκοφάντηση και του ίδιου του Χρυσοστόμου από τις οθωμανικές αρχές και με επίπλαστες μαρτυρίες και αστήρικτες και αναπόδεικτες κατηγορίες επιδιωκόταν η κηλίδωση της προσωπικότητας του ιεράρχη καθώς και η πρόκληση ενδοεκκλησιαστικών τριβών μεταξύ του Χρυσοστόμου και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ο Χρυσόστομος, τόσο στην τηλεγραφική του επικοινωνία με τις οθωμανικές αρχές όσο και με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, δεν έπαυσε να αρνείται κατηγορηματικά την προσωπική του εμπλοκή στην οργάνωση των αντάρτικων ομάδων που δρούσαν στο σαντζάκι Δράμας και Καβάλας. Εξάλλου, αφενός η Καβάλα δεν ανήκε στη μητροπολιτική επαρχία του και αφετέρου ήταν αδύνατο, κατά τον ίδιο, ένας ιεράρχης να παρακινεί και να εξωθεί στη βία και στην εκδίκηση.
(συνεχίζεται…)