Του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Βλατίτση
Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα του βιβλίου «Ο Άγιος Χρυσόστομος (Καλαφάτης, Μητροπολίτης Σμύρνης ο από Δράμας, και η συμβολή στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908)» του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Βλατίτση, εφημέριου στον Ιερό Ναό Αγ. Χρυσοστόμου Δράμας, το οποίο κυκλοφόρησε το 2021 από τη ΔΕΚΠΟΤΑ.
Η εφημερίδα «Εργασία… συν» στο πλαίσιο της επετείου μνήμης για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή δημοσιεύει τμηματικά σημεία από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη πατέρα Γεράσιμου, τον οποίο ευχαριστούμε ιδιαίτερα για τη δυνατότητα αυτή.
Μέσα από το κείμενο αναδεικνύεται η δράση στην περιοχή της Δράμας ενός εκ των πρωταγωνιστών της τραγικής περιόδου για τις Αλησμόνητες Πατρίδες, του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο κατά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922.
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Η έξωση του Χρυσοστόμου Δράμας και η δράση από την επάνοδο έως και το τέλος της θητείας του
Η άοκνη δράση του Χρυσοστόμου για την προστασία των ιδανικών του ελληνορθόδοξου πολιτισμού και η αντίσταση στην παρείσφρηση της βουλγαρικής επιρροής στα όρια της Μητρόπολης Δράμας συνεχίσθηκε και το 1907. Το ίδιο έτος η έξαρση της ένοπλης δράσης των βουλγαρικών ομάδων ώθησε στην εντατικοποίηση της δραστηριότητας της ελληνικής πλευράς στην περιοχή με πρωτοπόρους τον Χρυσόστομο Δράμας και τους επικεφαλής των προξενικών αρχών Σερρών και Καβάλας, Αντώνιου Σαχτούρη και Νικόλαου Μαυρουδή αντίστοιχα. Μία σειρά από γεγονότα αποδείκνυαν την ανεκτική στάση των τοπικών οθωμανικών αρχών έναντι των βουλγαρικών ωμοτήτων και τη μεροληψία των αγγλικών και γαλλικών στρατιωτικών αρχών υπέρ των βουλγαρικών επιδιώξεων. Άλλωστε η εμβληματική παρουσία του Χρυσοστόμου στην περιοχή ήταν γεγονός που πείσμωνε τους Ευρωπαίους αξιωματικούς, οι οποίοι στον τομέα της επιβολής της τάξης επιδίωκαν τον απόλυτο έλεγχο και την πρωτοβουλία των κινήσεων μη δεχόμενοι υποδείξεις. Σταδιακά ανέπτυξαν μία εμπάθεια προς το πρόσωπο του ιεράρχη. Λαμβανομένων υπόψη όλων των παραπάνω δρομολογήθηκε η απομάκρυνση του Χρυσοστόμου από τη θέση του, τον Αύγουστο του 1907, αφού πρώτα είχε επιβληθεί ο περιορισμός κίνησης του Χρυσοστόμου μόνο στην έδρα της Μητρόπολης, αποστερώντας έτσι τη δυνατότητα περιήγησης στα χωριά της περιφέρειάς του. Η κίνηση αυτή δικαιολογήθηκε στη βάση της οργάνωσης και της ενίσχυσης του ένοπλου αγώνα των Ελλήνων της περιοχής εις βάρος της οθωμανικής διοίκησης. Μολαταύτα, στην πραγματικότητα ο αγώνας είχε, κατά βάση, αμυντικό χαρακτήρα. Εξάλλου, οι κατηγορίες εναντίον τόσο του ιεράρχη όσο και των ελληνικών προξενικών αρχών υποκινήθηκαν από τη βουλγαρική πλευρά και υιοθετήθηκαν από τις τοπικές αρχές της οθωμανικής διοίκησης.
Η εμπάθεια των Γάλλων και Βρετανών αξιωματικών ξεκινάει από το 1906 και γιγαντώνεται το επόμενο έτος, περίοδο κατά την οποία τόσο σε εκθέσεις του Αντώνιου Σαχτούρη, πρόξενου στις Σέρρες, προς το υπουργείο των Εξωτερικών όσο και του Μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ αποτυπωνόταν η ευμενής ή έστω ανεκτική στάση στη βουλγαρική προπαγάνδα και η επισήμανση μόνο της ένοπλης δράσης των ελληνικών σωμάτων. Σε αρκετές, μάλιστα, περιπτώσεις ακόμη και οι τοπικοί μουτεσαρίφηδες ήταν αντίθετοι της πολιτείας των ξένων αξιωματικών. Ενδεικτικά αναφέρονται η παρότρυνση του Campocasso προς τον μουτεσαρίφη να διορισθούν Βούλγαροι μουχτάρηδες (κοινοτάρχες) στα χωριά Εγρίδερε, Γ(κ)όρνιτσα και Γκράτσανη, η παρότρυνση του Foulon προς το ελληνορθόδοξο στοιχείο της αμιγώς ελληνόφωνης Νιγρίτας να εισάγει στα σχολεία και τη βουλγαρική γλώσσα και η παραδοχή του μουτεσαρίφη Σερρών για τη μεροληπτική στάση τω Γάλλων αξιωματικών υπέρ των Βουλγάρων. Εξάλλου σε 100 (!) περίπου αιτήσεις των αξιωματικών προς τον μουτεσαρίφη Σερρών, κατά την περίοδο 1906-1907, που αφορούσαν διένεξη ή συμπλοκή των δύο χριστιανικών εθνοτήτων στην περιοχή, σε άπασες λαμβανόταν θέση ή εισήγηση υπέρ των Βουλγάρων.
Αντίστοιχη ήταν η στάση και των Βρετανών αξιωματικών στο σαντζάκι Δράμας-Καβάλας. Ιδιαίτερα ο συνταγματάρχης Elliot, με αποδεδειγμένη στενή σχέση με το εξαρχικό σλαβόφωνο στοιχείο και τον βουλγαρικό παράγοντα, ήταν εκείνος που κίνησε τη διαδικασία κατασυκοφάντησης και ενοχοποίησης του Χρυσοστόμου Δράμας και του υποπρόξενου Καβάλας Νικόλαου Μαυρουδή, κατηγορώντας τον ιεράρχη και τον πολιτικό αξιωματούχο ως υποκινητές εράνων και διώκτες των Βουλγάρων από τη Δράμα και την Καβάλα αντίστοιχα.
Επιπλέον, ο αντισυνταγματάρχης Bonham, ο οποίος ήταν εκ των επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στην περιοχή της Δράμας για τη διασφάλιση της τάξης, παρότρυνε το ελληνορθόδοξο στοιχείο της πόλης να μην προβαίνει σε προκλήσεις ούτε να ανταποδίδει τις επιθέσεις του βουλγαρίζοντος σλαβόφωνου στοιχείου. Επιπλέον κατηγορούσε τον Στυλιανό Μαυρομιχάλη, γραμματέα του ελληνικού υποπροξενείου της Καβάλας και συντονιστή του ένοπλου αγώνα στην περιοχή εναντίον της δράσης της βουλγαρικής προπαγάνδας, ως ηθικό αυτουργό των εκτελέσεων βουλγαρικής καταγωγής πολιτών της Καβάλας και των περιχώρων αλλά και δρώντων Βούλγαρων στρατιωτικών και κατασκόπων στην ευρύτερη περιοχή. Οι προσπάθειες των Άγγλων να επιτύχουν την εκδίωξη του Μαυρομιχάλη δεν καρποφόρησαν τουλάχιστον έως το τέλος της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα, καθώς αντικαταστάθηκε το 1909 από τον ανθυποπλοίαρχο Κωνσταντίνο Τυπάλδο.
Η πρώτη, χρονολογικά, έξωση Έλληνα αξιωματούχου από το σαντζάκι Δράμας-Καβάλας ήταν εκείνη του υποπρόξενου Νικόλαου Μαυρουδή με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας στη δολοφονία στο Κιναλί (Κοκκινόχωμα), στο Πράβι (Ελευθερούπολη). Η σύλληψη των δραστών, που ενήργησαν κατ’ εντολή του Εθνικού Κέντρου Καβάλας, και η ομολογία ότι ο υποπρόξενος Καβάλας ήταν ο υποκινητής του γεγονότος αντί χρηματικής αμοιβής, ενέπλεξε, αναπόφευκτα, τον Μαυρουδή στην υπόθεση. Ο Άγγλος αξιωματικός Stephens και ο ομοεθνής συνάδελφός του Elliot ήταν οι βασικοί υποκινητές της έγερσης των κατηγοριών εναντίον του Μαυρουδή. Άλλωστε ο πρώτος ήλεγξε τον μουτεσαρίφη Καβάλας για το γεγονός ότι δεν επέσπευδε την ανάκληση του Μαυρουδή. Τελικά, η δίκη του Μαυρουδή πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1907 από το έκτακτο στρατοδικείο στη Θεσσαλονίκη, όπου, πέραν των προξένων Ελλάδας, Βουλγαρίας, Μ. Βρετανίας, Αυστροουγγαρίας και Ρωσίας, παρέστη και ο Elliot, του οποίου η εμπάθεια προς τον Μαυρουδή ήταν παροιμιώδης.
Αμέσως μετά την ανάκληση του υποπρόξενου Καβάλας Μαυρουδή ακολούθησε η παύση του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Δράμας το καλοκαίρι του 1907. Το αρνητικό κλίμα άρχισε να διαμορφώνεται όταν ο Χρυσόστομος άρχισε να ασκεί κριτική για την αδρανή ή ανεκτική στάση των αρχών της οθωμανικής διοίκησης απέναντι στη βουλγαρική δραστηριότητα. Ο Χιλμή πασάς, τον Μάιο του 1907, σε συνάντησή του με τον Σαχτούρη υποστήριζε ότι ο Χρυσόστομος ευθυνόταν για την ανάπτυξη κινήματος στη Δράμα, το οποίο απέβλεπε στην ανατροπή του υφιστάμενου καθεστώτος και στην παρότρυνση των Ελλήνων να εξεγερθούν και απέδιδε στον ιεράρχη στενή σχέση με αντάρτικα σώματα. Ασφαλώς οι κατηγορίες αυτές ήταν από υπερβολικές έως παντελώς ανυπόστατες παρά τη δόση αλήθειας ως προς το κομμάτι της αμυντικής προπαρασκευής. Ο Χιλμή πασάς, στα τέλη Απριλίου, ως γενικός επιθεωρητής στη Μακεδονία, διέταξε τον περιορισμό του Χρυσοστόμου εντός των ορίων της Μητρόπολής του και την απαγόρευση κάθε συνδέσμου μαζί του με τις ελληνικές προξενικές αρχές Σερρών, Καβάλας και Θεσσαλονίκης. Τον επόμενο μήνα, με νέα τηλεγραφική διαταγή του μεγάλου βεζίρη (πρωθυπουργού) ζητείτο η οριστική παύση του Χρυσοστόμου, ενώ στον Οθωμανό αξιωματούχο ασκήθηκε πίεση και από τον βρετανικό και τον γαλλικό παράγοντα προκειμένου να παυτεί ο Έλληνας ιεράρχης.
Παρά τις σαφείς εντολές των οθωμανικών αρχών ο Χρυσόστομος, αψηφώντας ακόμη και τις απειλές των τοπικών αρχών, συνέχισε το έργο του. Στο μεταξύ, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1907 μία σειρά από τρεις δολοφονίες Ελλήνων στην Κλεπούσνα, ακόμη τριών στο Μανδήλιο και άλλων τόσων στο Σελινό της Ζίχνας (Ν. Ζίχνης) εξόργισαν το ελληνορθόδοξο τοπικό στοιχείο του σαντζακιού Δράμας-Ν. Ζίχνης, εντός των ορίων της Μητρόπολης Δράμας. Παρά τις συστάσεις του υποπρόξενου Καβάλας Νικόλαου Σουΐδα, αντικαταστάτη του ανακληθέντος Νικόλαου Μαυρουδή, προς τον Χρυσόστομο Δράμας προκειμένου ο τελευταίος να αποτρέψει πάση θυσία τη διάπραξη αντιποίνων, ώστε να μη συνεχίσει να δίνει δικαιώματα στους ξένους αξιωματικούς και τις τοπικές αρχές να συνεχίσουν να τον μέμφονται, ο Χρυσόστομος, απρόθυμος να εμποδίσει τους αιτούντες εκδίκηση συντοπίτες του, υπογράμμισε στον υποπρόξενο ότι η αναχαίτιση του εξοργισμένου τοπικού στοιχείου ήταν αδύνατη. Άλλωστε, κατά τον Χρυσόστομο, οι πράξεις αντεκδίκησης δεν θα έπρεπε να εξετάζονται μονομερώς ούτε να επιρρίπτεται η ευθύνη μόνο στη μία πλευρά, υπονοώντας εμμέσως πλην σαφώς ότι τόσο οι οθωμανικές αρχές όσο και η αγγλογαλλική στρατιωτική αποστολή υπερτόνιζαν τις συνήθως στοχευμένες εκτελέσεις ήδη διαπραττόντων φόνο κομιτατζήδων ή συνεργατών και πληροφοριοδοτών του βουλγαρικού παράγοντα και είτε αποσιωπούσαν είτε υποβάθμιζαν τις ωμότητες και τις βιαιοπραγίες των κομιτατζήδων στη μακεδονική ύπαιθρο.
Τελικά, η παύση και αποπομπή του Χρυσοστόμου δρομολογήθηκε και ολοκληρώθηκε μόνο από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο έως και τις αρχές Αυγούστου ήταν αντίθετο να προχωρήσει σε οιαδήποτε πράξη απομάκρυνσης του εμβληματικού ιεράρχη και συνέχισε να μη συναινεί ούτε ακόμη και όταν ο μεγάλος βεζίρης, προφανώς για να επιτύχει τον απώτερο σκοπό του, ανέφερε τον κίνδυνο δολοφονίας του Χρυσοστόμου στην περίπτωση που δεν απομακρυνόταν από τον θώκο της Μητρόπολης Δράμας. Όμως, η Υψηλή Πύλη, αμετακίνητη, αφού κατάσχεσε την αλληλογραφία του Χρυσοστόμου με τον Πατριάρχη, προειδοποίησε ότι θα χρησιμοποιούσε βία για την απομάκρυνσή του. Έτσι, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου, στις 31 Αυγούστου 1907 αποφασίσθηκε η μετάθεση του Χρυσοστόμου. Ο ίδιος του με πόνο καρδιάς, αποχαιρέτησε το ποίμνιό του, το οποίο σε πάνδημη συγκέντρωση υποστήριξης προς το πρόσωπό του αποχωρίστηκε τον πνευματικό του ηγέτη με την ελπίδα της σύντομης επανόδου του. Ο Έλληνας πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, Γρυπάρης ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση την τοποθέτηση του αποχωρήσαντος ιεράρχη σε περίοπτη θέση προκειμένου να συνεχίσει την πολύτιμη, για τα εθνικά συμφέροντα, δράση του.
Σε επιστολή του Χρυσοστόμου προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, στην πρώτη που απεστάλη όχι από τη Δράμα που είχε εγκαταλείψει αλλά από τη Θεσσαλονίκη, το ύφος της γραφής έσφυζε από συναισθηματική φόρτιση και ο Χρυσόστομος υπερθεμάτιζε των ευεργετικών για το έθνος και την Ορθοδοξία υπηρεσιών του χωρίς να μπορεί να αποκρύψει την πικρία του. Παράλληλα εξέφραζε την παντελή του άγνοια για τα αίτια που οδήγησαν στην αποπομπή του από τη Μητρόπολη Δράμας. Βέβαιος για το έργο που διετέλεσε με πίστη και αυταπάρνηση και απολαμβάνοντας την πλήρη αγάπη και τον σεβασμό του ποιμνίου του, αποχώρησε από τη Μητρόπολη.
Ο Χρυσόστομος, μάλιστα, άσκησε κριτική στη χλιαρότητα με την οποία αντέδρασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο τόσο στην αποπομπή του όσο και στην εν γένει προσπάθεια για την αντίκρουση του κατηγορητηρίου με το οποίο ο ίδιος επιβαρυνόταν. Το γεγονός, άλλωστε, ότι ο ίδιος χωρίς δίκη και στερούμενος της δυνατότητας να απολογηθεί ετιμωρείτο, εξέθετε τον ίδιο στην κρίση των υπόλοιπων ιεραρχών και του χριστιανικού κόσμου και ισοδυναμούσε με παραδοχή των ανυπόληπτων και συκοφαντικών κατηγοριών εναντίον του. Επιπρόσθετα, σε ένα γενικότερο πλαίσιο, οι Έλληνες μητροπολίτες τελούσαν υπό διωγμό καθώς ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης δολοφονήθηκε το 1906, ενώ στον Μητροπολίτη Δράμας αρχικά είχε επιβληθεί άρση των προνομίων του με την απαγόρευση της δυνατότητας περιοδείας στις κοινότητες της Μητρόπολής του και κατόπιν επήλθε και η αποπομπή του με διαταγή του μεγάλου βεζίρη. Τέλος, ζητούσε ακρόαση από τον Πατριάρχη προκειμένου να απολογηθεί επί τη βάσει των κατηγοριών που του αποδίδονταν και να αποδείξει την αθωότητά του, εκφράζοντας, ταυτόχρονα, την προσδοκία της κατανόησής του και προστασίας του από τον Παναγιώτατο. Μολαταύτα η κοινοποιηθείσα απόφαση ήταν η απευθείας επιστροφή στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Τρίγλια, χωρίς ενδιάμεσο σταθμό στην Κωνσταντινούπολη.
Η αποχώρηση του Χρυσοστόμου δεν έφερε, κατά τις εκτιμήσεις της οθωμανικής εξουσίας, τη νηνεμία και την ειρήνευση στην περιοχή, καθώς οι εκτελέσεις άμαχων κατοίκων από τα βουλγαρικά σώματα συνεχίσθηκαν απαρακώλυτα.
Ο διάδοχός του, Μητροπολίτης Νεόφυτος, στη σύντομη θητεία του, καθώς δεν συμπλήρωσε ούτε ένα ημερολογιακό έτος, δεν επέδειξε τον ίδιο εθνικό ζήλο, αλλά συμβιβάστηκε με τις αρχές της οθωμανικής διοίκησης. Σε γενικές γραμμές δεν επιθυμούσε τη σύγκρουση με την οθωμανική διοίκηση, ενώ δεν επιδίωξε να αποκοπεί και από τους εκπροσώπους των προξενικών αρχών. Μολαταύτα, οι τοπικές επιτροπές Δράμας και Καβάλας, οι επικεφαλής των κοινοτήτων, οι αξιωματικοί των ένοπλων σωμάτων και οι εκπρόσωποι των προξενικών αρχών, όπως ο αρχηγός του Εθνικού Κέντρου Καβάλας Μαυρομιχάλης, ο διευθυντής του υποπροξενείου Σ. Πολυχρονιάδης, ο νέος υποπρόξενος Καβάλας Άννινος Καβαλιεράτος κ.ά., άρχισαν να διατρανώνουν τη δυσμένειά τους απέναντι στον αντικαταστάτη του Χρυσοστόμου με αποκορύφωμα το αίτημα της δημογεροντίας Δράμας και των προξενικών αρχών της Καβάλας προς τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία για απομάκρυνση του Νεοφύτου. Η τοπική κοινωνία ήταν αποφασισμένη να εξωθήσει τον Νεόφυτο ακόμη και διά της βίας προς την έξοδο. Το ποίμνιο της Μητρόπολης Δράμας είχε εξοργιστεί από τη δουλικότητα του Νεοφύτου προς τις οθωμανικές αρχές, τη φιλαργυρία του, την ανάπτυξη στενών σχέσεων με τον όχι δημοφιλή Άγγλο αξιωματικό Bonham, λόγω της συμβολής του τελευταίου στην απομάκρυνση του Χρυσοστόμου, αλλά και στη μη μνημόνευση του χαρισματικού και λαοφιλούς προκατόχου του, Χρυσοστόμου, στους ναούς της Μητρόπολης κατά τη λειτουργία. Έτσι άρχισε να προλειαίνεται το έδαφος για την επιστροφή του χαρισματικού προκατόχου του.
Η δράση του Χρυσοστόμου Δράμας από την επάνοδό του στον μητροπολιτικό θρόνο έως το τέλος της θητείας του στη Μητρόπολη
Την περίοδο της απουσίας του Χρυσοστόμου από τον μητροπολιτικό θώκο της Δράμας η δράση των ένοπλων σωμάτων σε Δράμα, Καβάλα και Σέρρες ατόνησε αλλά δεν έπαυσε. Βέβαια η απουσία του ιεράρχη συνδυάστηκε με την παρουσία του μετριοπαθούς και συγκαταβατικού υποπρόξενου Καβάλας Σουΐδα αντί του δυναμικότερου και ένθερμου υποστηρικτή του εθνικού έργου του Χρυσοστόμου, στο πλαίσιο του Μακεδονικού Αγώνα, Νικόλαου Μαυρουδή, που από τις αρχές του καλοκαιριού του 1907 είχε ανακληθεί από τη θέση του. Ο νέος υποπρόξενος πρόκρινε τη μετριοπάθεια, ευθυγραμμιζόμενος απόλυτα με τη γραμμή του υπουργείου των Εξωτερικών. Αντίστοιχα, είχαν μειωθεί και οι μαζικές εκτελέσεις Ελλήνων χωρικών από τα βουλγαρικά σώματα, με τις εκτελέσεις, από αμφότερες τις πλευρές, να περιορίζονται σε μεμονωμένες περιπτώσεις ατόμων είτε για λόγους σύμπραξής τους με τη μία ή την άλλη πλευρά είτε για λόγους αντεκδίκησης. Αυτό, βέβαια, δε σήμαινε την παύση αλλά μόνο τον αριθμητικό περιορισμό των εκατέρωθεν επιθέσεων, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1907. Συνολικά, μόνο στον καζά της Ζίχνης, το 1907, οι θάνατοι από ένοπλη επίθεση ανήλθαν στους 60 Έλληνες και στους 54 Βουλγάρους, στην Καβάλα ο απολογισμός ήταν 7 Έλληνες και 15 Βούλγαροι νεκροί, ενώ στη Δράμα οι αριθμοί ήταν μικρότεροι.
Στο πλαίσιο επίδειξης μετριοπάθειας, η ελληνική κυβέρνηση, πέραν των υποδείξεων στις προξενικές της αρχές στη Μακεδονία, απεργάσθηκε την αποδυνάμωση της ασύδοτης ένοπλης δράσης των σωμάτων. Εξάλλου την ανάκληση του Μαυρουδή, από το υποπροξενείο Καβάλας και την απομάκρυνση του Χρυσοστόμου Δράμας ακολούθησε η ανάκληση, τον Σεπτέμβριο του 1907, του Λάμπρου Κορομηλά από το γενικό προξενείο Θεσσαλονίκης. Βέβαια οι έριδες, οι προσωπικές φιλοδοξίες και η έλλειψη επιτελικού σχεδιασμού προστιθεμένων στη βούληση των αρχών να ελέγξουν την κατάσταση εξηγούσε την ύφεση στη δραστηριότητα των ανταρτικών σωμάτων κατά το τελευταίο έτος του Μακεδονικού Αγώνα. Οι εκατέρωθεν απώλειες μολονότι δεν εξαλείφθηκαν, μειώθηκαν δραματικά.
Στο μεταξύ οι προσπάθειες της δημογεροντίας Δράμας για την επιστροφή του Χρυσοστόμου είχαν ενταθεί κατά το 1908, μετά το γενικότερο εύφορο κλίμα που δημιούργησε η επικράτηση του κινήματος των Νεοτούρκων και η παραχώρηση Συντάγματος. Η ευαγγελιζόμενη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος δημιουργούσε προσδοκίες όχι μόνο για το τέλος των ένοπλων συγκρούσεων στη Μακεδονία αλλά ακόμη και για την άμεση ειρήνευση στην περιοχή και γενικότερα γεννούσε αισιόδοξες σκέψεις για τα μελλούμενα. Δράττοντας την ευκαιρία οι εκπρόσωποι της ελληνορθόδοξης τοπικής κοινωνίας της Δράμας και στηριζόμενοι στο καταλάγιασμα της κατάστασης ζητούσαν επίμονα την άμεση αποκατάσταση του Χρυσοστόμου.
Ο Χρυσόστομος συνέχισε να εκφράζει ακόμη και ευθέως, στον ίδιο τον Πατριάρχη, την πικρία του για τη μη στήριξή του στο ζήτημα της αποπομπής του. Κατά τη διάρκεια της δίωξής του, το Πατριαρχείο επέδειξε «αστοργία και αφιλαδέλφεια» προς το πρόσωπό του καθώς δεν του επετράπη ούτε ο επιθυμητός από τον ίδιο εγκλεισμός στο Άγιον Όρος ή σε μία από τις μονές των Πριγκηποννήσων, ούτε ο περιορισμός του στη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα του βιλαετιού, στην οποία παρέμεινε λίγες ημέρες μετά την απομάκρυνσή του από τη Μητρόπολη Δράμας, ούτε η προσέγγιση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, παρά μόνο του επιφυλάχθηκε η 10μηνη εξορία στην Τρίγλια της Προύσας, την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Επιπλέον, μολονότι με απόφαση της Συνόδου του Πατριαρχείου ο Χρυσόστομος αθωώθηκε παμψηφεί τον Απρίλιο του 1908 για τις κατηγορίες που είχαν εγερθεί εναντίον του, σχετικά με την υπόθεση της κατάσχεσης της προσωπικής του αλληλογραφίας, τον Αύγουστο του 1907, που περιείχε τη μέχρι τούδε αλληλογραφία του τότε έτους. Το γεγονός δεν κοινοποιήθηκε έγκαιρα στον ίδιο από τον Πατριάρχη. Για όλα τα παραπάνω ο Χρυσόστομος θεωρούσε συνυπεύθυνο τον Ιωακείμ Γ’ και όχι μόνο τον μεγάλο βεζίρη, Φερήτ (Φερίντ) πασά. Συμπερασματικά, κατά τον Χρυσόστομο η προσωπική του δίωξη αποτελούσε «μία πρωτοφανή στα χρονικά της σύγχρονης Ιεραρχίας εξορία Μητροπολίτη χωρίς δίκη και παντελώς αθώου». Ως άμεση συνέπεια των παραπάνω προκλήθηκε, πάντα σύμφωνα με την εκτίμηση του διωκόμενου ιεράρχη, ανυπολόγιστη ζημία στην υπόληψη και το κύρος της Εκκλησίας και πράξη αναίσχυντη και οδυνηρή.
Τον Αύγουστο ο Χρυσόστομος επανήλθε στην επαρχία του και ξεκίνησε έναν κύκλο περιοδειών σε Προσοτσάνη, Καρλίκοβα, Γκόρνιτσα και Εγρίδερε ενόψει των βουλευτικών εκλογών που προκηρύχθηκαν για τη συγκρότηση της συνταγματικής βουλής. Σύμφωνα με τη στατιστική κατά την κατάρτιση των εκλογικών καταλόγων με ενήλικους άρρενες ψηφοφόρους, τα αμιγώς σλαβόφωνα χωριά στον καζά Νέας Ζίχνης ήταν το Καλαπότι (837), η Γραμμέντζα (32) και η Σκρίτζοβα (665) και το Γιουρετζίκι (115) στο σαντζάκι Δράμας. Σε όλα τα υπόλοιπα χωριά του καζά Νέας Ζίχνης που υπάγονταν πνευματικά στη Μητρόπολη Δράμας καταγράφηκαν μόνο Έλληνες και Τούρκοι. Αμιγώς ελληνικά χωριά του καζά Ν. Ζίχνης ήταν ο Σελινός (310), η Κλεπούσνα (236), η Αναστασιά (82), ο Πελεθινός (91), ο Θολός (32), η Τούμπα (104), η Χορβίτσα (109), η Γκράτσανη (144), η Δράτσοβα (74), η Τριστενίτσα (54), η Βάνιτσα (49), το Κοτσάκι (157), το Σέμαλτο (544), τα Λακκοβίκια (786), ο Δοξόμπος (89) και το Γενίκιοϊ (41). Αμιγώς ελληνικό χωριό του σαντζακιού Δράμας ήταν μόνο η Δράνοβα (68).
Στο σαντζάκι Δράμας το σλαβόφωνο στοιχείο ήταν κυρίαρχο στον Βώλακα (137 έναντι 94 Ελλήνων) και στην Πλεύνα (313 με 139 Έλληνες και 45 Τούρκους). Στην Καρλίκοβα οι Τούρκοι μετρούσαν 635 ενήλικους άρρενες, ενώ οι σλαβόφωνοι ήταν 367 και οι ελληνορθόδοξοι 143. Τα χωριά με μικτό πληθυσμό Ελλήνων και σλαβόφωνων, όπου το ελληνορθόδοξο στοιχείο επικρατούσε του σλαβόφωνου, ήταν η Γκόρνιτσα με 362 Έλληνες και 67 σλαβόφωνους, η Βησσοτσάνη με 141 Έλληνες, 60 σλαβόφωνους και 50 Τούρκους.
Στην πόλη της Δράμας καταγράφηκαν 941 Έλληνες, 1.732 Τούρκοι και μόλις 132 σλαβόφωνοι, όπως και 49 Εβραίοι.
Τα χωριά με μικτό ελληνοτουρκικό πληθυσμό όπου το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε, στον καζά Νέας Ζίχνης, ήταν η Ζιλιάχοβα (868 Έλληνες και 457 Τούρκοι), η Ράχοβα (300-104), η Πώρνα (323-45), η Νούσκα (272-41), η Αλιστράτη (1.031-165), το Μανδήλι (131-24), η Βιτάστα (480-61), η Αγγίστα/Αντζίστα (116-104), η Βουλτσίτσα (73-32), το Σδραβίκι (151-31), το Κιούπκιοϊ (1213-51), η Κρομύστα (432-369), η Προβίστα (344-114) και το Ροδολίβος (1.528-220). Στο σαντζάκι Δράμας τα σημαντικότερα κεφαλοχώρια, με μικτό πληθυσμό μεν αλλά κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο δε, ήταν το Δοξάτο (402-333) και η Τσατάλτζα (560-77).
(συνεχίζεται…)