• «Καταστρατηγεί βασικές έννοιες δικαίου στο ν/σ για το ενέχυρο»
  • «Επικοινωνιακό πυροτέχνημα χωρίς αντίκρισμα, η δήθεν μεταρρύθμιση στην επιλογή της δικαστικής εξουσίας»

 

Με αναφορά στην τουρκική εισβολή στη Κύπρο πριν 50 χρόνια, ξεκίνησε την ομιλία του στη Βουλή ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και Βουλευτής Δράμας Θεόφιλος Ξανθόπουλος. «Το πραξικόπημα κατά του νόμιμα εκλεγμένου Προέδρου Μακαρίου άνοιξε την όρεξη της Τουρκίας και στις 20 Ιουλίου 1974 καταλύθηκε η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν πρόκειται για ελληνοτουρκική διαφορά αλλά για σαφή παραβίαση του διεθνούς δικαίου, αφού ένα ανεξάρτητο κράτος έχασε τη μισή του έκταση από την απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων», σημείωσε και πρόσθεσε ότι αποτελεί απαράγραπτο στόχο όλων των Ελλήνων, να επιμείνουν μέχρι την απομάκρυνση και του τελευταίου ξένου στρατιώτη από τα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Αναφερόμενος στη συνέχεια στο νομοσχέδιο, για το ενέχυρο, επεσήμανε μεταξύ άλλων: «Προσπαθώ να καταλάβω τον δικαιολογητικό λόγο αυτής της νομοθετικής παρέμβασης. Θέλετε να αλλάξετε το θεσμό του ενεχύρου. Γιατί δεν το κάνετε με τον σωστά νομοτεχνικό τρόπο, τροποποιώντας τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ώστε να υπάρχει ασφάλεια δικαίου;».

«Η πρώτη και μόνιμη σας έννοια είναι η άμεση εισπραξιμότητα των απαιτήσεων των τραπεζών και των funds που έχουν εξασφαλιστεί με ενέχυρο. Και μπροστά σε αυτή την λαχτάρα των τραπεζών να άρουν σύντομα, άκοπα και χωρίς προϋποθέσεις ότι θεωρούν ότι τους ανήκει, καταστρατηγείτε βασικές αρχές του δικαίου, δημιουργείτε ένα παράλληλο νομκό σύμπαν, δυσκολεύετε τους νομικούς και βλάπτετε τους πολίτες», τόνισε.

«Η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής έχει εκφράσει ενστάσεις, αντιρρήσεις, επιφυλάξεις στις οποίες δεν απαντάτε. Μας ξενίζει επίσης ότι η διαδικασία του ενεχύρου πηγαίνει στο Εθνικό Κτηματολόγιο που διαχειρίζεται τα ακίνητα. Αυτό δείχνει τουλάχιστον σύγχυση», συμπλήρωσε.

Ο κ. Ξανθόπουλος χαρακτήρισε τέλος, ως αμιγώς επικοινωνιακού χαρακτήρα, την διάταξη που έφερε η κυβέρνηση και με την οποία ζητείται η γνώμη της ολομέλειας του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου για τις προαγωγές της δικαστικής ηγεσίας. Όπως είπε, «κατ’ αρχάς είμαστε υπέρ της επιλογής της ηγεσίας από την εκτελεστική εξουσία γιατί είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο αρδεύεται ουσιαστικά με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας η δικαστική εξουσία. Αν θέλατε να δείτε το πρόβλημα και να εντάξετε και το δικαστικό σώμα στην διαδικασία επιλογής, έπρεπε να προκαλέσετε μια συζήτηση για να καταλήξουμε ως πολιτικό σύστημα και ως κοινωνία σε κάποια πορίσματα. Ενδεχομένως σε κάποιο εκλεκτορικό σώμα, στο οποίο θα εκπροσωπούνται οι νομικές σχολές, οι δικαστικές ενώσεις, η ολομέλεια των δικηγορικών συλλόγων και με αυξημένη πλειοψηφία θα κατέληγε σε κάποια πρόσωπα που θα ετίθεντο υπόψη του υπουργού δικαιοσύνης ο οποίο θα εισηγούνταν στο υπουργικό συμβούλιο. Αλλά αυτά δεν τα επιδιώξατε. Καλείτε την διοικητική ολομέλεια να επιλέγει κάποιους ως γνώμη. Αυτό που μας παρουσιάζετε ως μεγάλη μεταρρύθμιση είναι ένα τεράστιο πυροτέχνημα. Η λειτουργία της δικαιοσύνης είναι καθοριστικής σημασίας για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Η ευθύνη σας είναι μεγάλη. Δεν αντιμετωπίζετε το θέμα με τη σοβαρότητα που πρέπει», κατέληξε.