ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

 

 

 

  •  Ιστορικό άρθρο για να αναλογιζόμαστε τα λάθη μας και να μην τα επαναλαμβάνουμε
  •  Πέρα από κάθε ερμηνεία και αιτιολόγηση για την Μικρασιατική Καταστροφή, ένα σφάλμα μας είναι αδιαμφισβήτητο, η έλλειψη συσπείρωσης και ο διχασμός μας ως λαός
  •  Στα Εθνικά θέματα πρέπει όλοι οι Έλληνες να είναι μια γροθιά

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Στις 14 Αυγούστου, την ώρα που έσπαγε το μέτωπο στο Αφιόν Καραχισάρ, δημοσιευόταν στην εφημερίδα Καθημερινή κύριο άρθρο του Γεωργίου Βλάχου, με τίτλο Οίκαδε. Στόχος του αρθρογράφου ήταν να προλειάνει το κλίμα εγκατάλειψης της Μικρασίας, την οποία φανταζόταν πως η κεμαλική επίθεση έκανε τώρα δυνατή χωρίς κομματικό κόστος. «Η περίοδος των προσπαθειών αίτινες έπρεπε να υπάρξουν –τονίζεται στο άρθρο – των θυσιών αίτινες έπρεπε να καταβληθούν, αν δεν έληξαν, λήγει… Αύριον έρχεται το φθινόπωρον και μεθαύριον ο χειμών. Και η Ελλάς διά λόγους σπουδαίους, διά λόγους αποβλέποντας εις την ιδίαν αυτής γαλήνην, έχει την υποχρέωσιν να διαχειμάση οίκαδε».

Αυτό ήταν το πνεύμα του «Οίκαδε», που από καιρό διοχετευόταν απ’ την πρωτεύουσα στο μέτωπο. Προεξάρχοντες δημοσιογράφοι ή στρατιωτικοί που αναπαύονταν σε καφενεία των Αθηνών, όταν άλλοι έχυναν το αίμα τους στη Μικρασία. Το άρθρο αυτό, που γράφεται από επίσημη γραφίδα του καθεστώτος, την ώρα που έχει εξαπολυθεί ήδη η επίθεση στο Αφιόν Καραχισάρ και δεν το κόβει η πανίσχυρη λογοκρισία, έχει τεράστια σημασία. Γιατί αποκαλύπτει μια νοοτροπία: Η «ιδία γαλήνη της Ελλάδος» από τη μια, η Μικρασία από την άλλη. Το άρθρο γίνεται βόλι και χτυπά στην καρδιά τον στρατιώτη, που δεν ξεχνά, ασφαλώς, το σπίτι του. Έτσι διασπείρεται η απόγνωση, έτσι τονώνεται το αίσθημα της φυγής. Και σαν να μη φτάνει αυτό, ο Βλάχος επανέρχεται στις 17 Αυγούστου, με νέο άρθρο, τους «Πομερανούς», γράφοντας πως «επ’ ουδενί λόγω πρέπει να θυσιασθή έστω και είς πλέον Έλλην στρατιώτης, αν πρόκειται να ποτίσωμεν πάλι με αίμα αξένους τουρκικάς εκτάσεις… Ας μείνωμεν εκεί όπου ευρισκόμεθα ή, αν η εκεί παραμονή μας είναι αιματηρά ή επίπονος, ας έλθωμεν όπου ούτε επίπονος είναι ούτε προπαντός αιματηρά. Στρατός επιτυχών όσα επέτυχεν επί δεκαετίαν, ο στρατός της Ελλάδος δεν

έχει ανάγκην επιλόγου νίκης, διά να εμφανίση ένδοξον την βίβλον της Ιστορίας του… Το αίμα της Ελλάδος δεν ρέει, διά να χύνεται εις την απωτάτην Μικρασίαν… Ο σιδηρούς Γερμανός καγκελάριος είπε κάποτε “Ούτε έναν Πομερανόν διά την Ανατολήν!” Και η Ελλάς δεν πρέπει να δίδη πλέον τους Πομερανούς της διά την πέραν των βλέψεών της Ανατολήν. Ούτε έναν εύζωνον διά νέας περιπετείας».

Το άρθρο αυτό, βαρύτερο του προηγουμένου, μοιάζει σαν να γράφεται επειδή… ο συντάκτης του φοβάται καμιά επιτυχή αντεπίθεση του ελληνικού στρατού που, εκείνη ακριβώς τη μέρα, αποδεκατίζεται στην κοιλάδα του Αλή Βεράν, με τον νέο αρχιστράτηγο Τρικούπη να αιχμαλωτίζεται [Πρόκειται για τη μάχη της 17ης/30ης Αυγούστου, που οι Τούρκοι γιορτάζουν ως «ημέρα της νίκης»]. Όμως, η τρομερή απόφαση για εκκένωση της Μικρασίας είχε ληφθεί. Και το χειρότερο: η κυβέρνηση των Αθηνών, αλλά και η Αρμοστεία, απέκρυπταν την αποφασισθείσα εγκατάλειψη και αυτής της πόλης της Σμύρνης, παραδίδοντας, ουσιαστικά και εκ προθέσεως, τον Μικρασιατικό Ελληνισμό στη διάθεση των ατάκτων και του τακτικού τουρκικού στρατού.

Πρόθεση που αποδεικνύεται, δυστυχώς, από το διάταγμα αποστράτευσης όλων των προ του 1918 κλάσεων (γεγονός που επιτείνει τη φυγή, τις λιποταξίες και τη διάλυση του στρατεύματος), αλλά και με την απαγόρευση, βάσει του ν. 2870 της 16-7-1922, της άφιξης στην Ελλάδα ξένων υπηκόων. Κι οι Μικρασιάτες, τυπικά, ήταν ξένοι υπήκοοι…

Καθώς δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων έφταναν από την ενδοχώρα στις ακτές της Ιωνίας, αναζητώντας με αγωνία τα καράβια της σωτηρίας, δεν μπορούσαν να πιστέψουν την εγκατάλειψη από τη μητέρα πατρίδα, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι και οι χριστιανικές δυνάμεις της Δύσεως θα επέτρεπαν τη σφαγή, αναζητώντας τη συνδιαλλαγή με το νέο τουρκικό καθεστώς. Τις γεμάτες τρόμο τελευταίες μέρες της Ελληνίδας Σμύρνης, μια μορφή υψώνεται και εξαϋλώνεται, ο επίσκοπός της, ο Χρυσόστομος, που με συνεχείς παραστάσεις και τηλεγραφήματα προς το εξωτερικό για βοήθεια, μάχεται να περισώσει ό,τι είναι δυνατόν. Στις εκκλήσεις να φύγει για να σώσει τη ζωή του, η απάντησή του είναι σιωπηλή, μα κοφτή. Με βήμα σταθερό, βαδίζει προς το μαρτύριο που διαβλέπει και περιμένει. Κι έρχεται αυτή η ώρα, με την πτώση της Σμύρνης, το γεγονός που θα ήταν η συμβολική κορύφωση της τραγωδίας. Στις 10:30 το πρωί της 27ης Αυγούστου, οι τσέτες του Κιορ Πεχλιβάν μπήκαν στη Σμύρνη και χιλιάδες μαρτύρια κάνουν την πρωτεύουσα της Ιωνίας κόλαση. Η σφαγή και ο εμπρησμός (που άρχισε τη νύχτα της 30ης Αυγούστου, τρεις μέρες μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού), για να σβήσει κάθε ίχνος της ελληνικής ιστορίας της, οι μαζικές εκτελέσεις, αλλά και ο αργός θάνατος στις μαρτυρικές πορείες των εργατικών ταγμάτων στην Ανατολή, θα ολοκληρώσουν το έγκλημα.

 

Η Μνήμη

 

Και μετά; Μετά απλώθηκε ο θάνατος. Οι παράγκες της Κοκκινιάς και της Αγιά-Σωτήρας και η καραντίνα του Άη-Γιώργη στο Κερατσίνι και οι βαλτότοποι της Νέας Καρβάλης, όπου ρίχνανε το πιο εκλεκτό τμήμα Ελλήνων, αυτό που άντεξε χίλια χρόνια σκλαβωμένο, μα κράτησε ψυχή βαθιά κι αδούλωτη. Κι ύστερα… Ύστερα ήρθαν και οι ύαινες για να τους πουν πως δεν έπρεπε να πιστέψουν στη λευτεριά, πως έπρεπε να ζήσουν για πάντα σκλάβοι και ραγιάδες, σκυμμένοι διά βίου στη διάθεση κάθε Οσμάν. Κι όμως. Αυτοί οι Έλληνες άντεξαν. Ακόμη κι όταν δεν είχαν να φάνε. Δεν παραδόθηκαν στην εθνική κατάθλιψη. Πόνεσαν, αλλά πάλεψαν. Και όχι μόνο ξανάφτιαξαν τη ζωή τους, μα έδωσαν ζωή και στο καθυστερημένο, ως τότε, ελλαδικό κρατίδιο. Όχι πως ξέχασαν. Πέρασε σχεδόν ένας αιώνας, μα η πληγή είναι ακόμη

ανοιχτή και κάθε τόσο τρέχει. Κι είναι αρκετοί αυτοί που αρνούνται τη λήθη, μα και τη διαστροφή της αλήθειας που επιχειρεί σήμερα μια σχολή στις ιστορικές σπουδές. Την αρνούνται όχι μόνο γιατί ψεύδεται, αλλά κυρίως επειδή δηλώνει αναξιοπρέπεια. Αρνούνται ακόμη την παραποίηση ή τις φτηνές παρηγοριές, πως εκείνη η καταστροφή ήταν αναπόφευκτη. Πως οι Έλληνες της Μικρασίας δεν δικαιούνταν να αγωνιστούν για την ελευθερία τους. Πως 2.300.000 Έλληνες, 2.177 σχολεία, 177.505 μαθητές, 4.596 δάσκαλοι και 2.232 εκκλησιές ήταν… ένα απλό επεισόδιο της Ιστορίας.

Έναν αιώνα μετά, η ηρωική προσπάθεια διάσωσης ενός αρχαίου λαού στις πατρογονικές του εστίες δεν μπορεί να γεννά ενοχές. Συνιστά ύβρη να ονομάζεται «αποικιακή» αυτή η προσπάθεια ή να συμψηφίζονται οι πράξεις βίας Ελλήνων στρατιωτών με μιαν επίσημη, κρατικά σχεδιασμένη, συστηματική γενοκτονία. Αν κάποιοι πρέπει να έχουν ενοχές, είναι οι πολιτικοί και ιδεολογικοί απόγονοι όσων κατέστρεψαν το οικοδόμημα της εθνικής ολοκλήρωσης και έριξαν τον νέο Ελληνισμό σε ένα υπαρκτικό κενό, από το οποίο δεν μπόρεσε να βγει μέχρι σήμερα.

Μια Πατρίδα όμως, ακόμη κι αν χαθεί, ζει πάντα στα απαραβίαστα πνευματικά σύνορα της συνείδησης. Και μέσα σ’ αυτά ξαναγεννιέται.

 

ΠΗΓΕΣ

 

Κ. Χατζηαντωνίου

Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη

Ιστορικές μνήμες από την καταστροφή της Σμύρνης

Παπακωνσταντίνου