ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

 

 

 

  •  Ιστορικό άρθρο για να αναλογιζόμαστε τα λάθη μας και να μην τα επαναλαμβάνουμε
  •  Πέρα από κάθε ερμηνεία και αιτιολόγηση για την Μικρασιατική Καταστροφή, ένα σφάλμα μας είναι αδιαμφισβήτητο, η έλλειψη συσπείρωσης και ο διχασμός μας ως λαός
  •  Στα Εθνικά θέματα πρέπει όλοι οι Έλληνες να είναι μια γροθιά

Πλησιάζουμε, πια, τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τον Αύγουστο του 1922, όταν «σύμπαν το ελληνικόν έθνος κατέβαινεν εις τον Άδην», κατά τη χαρακτηριστική φράση του μάρτυρα Μητροπολίτη της Σμύρνης Χρυσοστόμου. Λαϊκοί πόθοι, όνειρα αιώνων και εθνικά πολιτικά σχέδια γίνονταν στάχτη στις ακτές της Ιωνίας. Σχεδόν εκατό χρόνια πέρασαν από εκείνο το γεγονός που συνιστά, συγχρόνως, μέγα έγκλημα εις βάρος του πανανθρώπινου πολιτισμού, καθώς μιλούμε για τη γη όπου γεννήθηκαν, πριν από είκοσι έξι αιώνες, ο επιστημονικός λόγος και η φιλοσοφική σκέψη.

Κι όμως. Η συζήτηση περί της Μικρασιατικής Καταστροφής γίνεται ακόμη με ψυχολογικούς όρους, με αποτέλεσμα να υποτάσσεται πιο εύκολα στη σκοπιμότητα –είτε της λήθης, είτε της παραχάραξης. Δεν αρκεί, φυσικά, η μνήμη χωρίς περίσκεψη κι ούτε το μέλλον ενός λαού γίνεται καλύτερο αν δεν αναγνωρίζουμε πικρές αλήθειες για σφάλματα και αδυναμίες. Πληρώνουμε ακριβά ως έθνος αυτή τη συνήθεια. Γι’ αυτό και οφείλουμε σήμερα, περισσότερο από ποτέ, να κοιτάξουμε κατάματα την τραγωδία του 1922. Όσο κι αν θα την κάνει ακόμη πιο αβάσταχτη η γνώση ότι δεν ήταν αναπόφευκτη εκείνη η καταστροφή, όπως, δεκαετίες τώρα, προσπαθούν κάποιοι να μας πείσουν. Η αλήθεια είναι ότι δεν σταθήκαμε αντάξιοι της ιστορικής μας μοίρας, της μοναδικής ιστορικής ευκαιρίας που έκανε, αναπάντεχα, ρεαλιστικά τα πιο μύχια όνειρά μας.

Χρειάζεται να γνωρίζουμε για να ερμηνεύσουμε την εθνική καταστροφή. Και η ερμηνεία όσων έγιναν απαιτεί, πρώτα-πρώτα, τόσο τη μελέτη της μικρασιατικής εκστρατείας, όσο και πλήρη γνώση των προηγηθέντων. Δεν μπορούμε να αγνοούμε, για παράδειγμα, το πραγματικό πλαίσιο της μακραίωνης διαμάχης για τον χώρο της καθ’ ημάς Ανατολής, μετά την πτώση της αυτοκρατορίας του βυζαντινού ελληνισμού. Κυρίως, δεν μπορούμε να αγνοούμε το περιβάλλον μετά τον Α’

Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι όπως πρέπει να έχουμε γνώση των στρατιωτικών, δημογραφικών και διπλωματικών δεδομένων, πρέπει να κατανοήσουμε και τις ελληνικές εσωτερικές αντιθέσεις, κοινωνικές και πολιτικές, που υπονόμευσαν τη μεγαλειώδη εκείνη προσπάθεια του έθνους για την εδαφική του ολοκλήρωση.

Υπάρχει μια σχολή ιστορίας, ποικίλης καταγωγής και πολλαπλών στοχεύσεων, που θέτει κατ’ αρχήν ζήτημα τόσο σκοπιμότητας, όσο και νομιμότητας της απόφασης για την απόβαση και την απελευθέρωση της Σμύρνης το 1919. Ας πιάσουμε, λοιπόν, το ζήτημα από κει, από το πρώτο βήμα. Βήμα που γιορτάστηκε, τότε, απ’ όλο το έθνος, ως έναρξη της τελικής φάσης υλοποίησης ενός παλαιότατου ονείρου, που η Ιστορία για πρώτη και τελευταία φορά έκανε τόσο ρεαλιστικό. Μιλώ για το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας, που δεν επιβλήθηκε άνωθεν, από κάποια κυρίαρχη αστική τάξη, που δεν ήταν μια ανεδαφική ή επείσακτη ιδέα, αλλά ερχόταν από τη λαϊκή ψυχή, από τα χρονικά βάθη της δουλείας, σαν ηχώ του θρήνου, «Πάλι με χρόνους με καιρούς…». Αυτή πύρωνε τον νου και την καρδιά κάθε αλύτρωτου. Ένας ήταν ο καημός κι ο πόθος του: Να ζήσει κάποτε ελεύθερος εντός του πολιτικού οργανισμού του νέου ελληνισμού, τουλάχιστον σε όσες ιστορικές χώρες παρέμενε εθνολογικά ισχυρός μετά την τρομακτική αιμορραγία της τουρκοκρατίας.

Δεν ήταν εύκολος ο δρόμος αυτής της Ιδέας που, παρά τις μύριες δυσχέρειες, κράτησε ζωντανό το γένος και γέννησε το θρυλικό 1821 και το κράτος που ιδρύθηκε το 1830. Κράτος που κανείς δεν είδε ως το πέρας των αγώνων εκείνων των ηρωικών πολεμιστών, που πήραν τα όπλα υπέρ πίστεως και πατρίδος. Δεν είχαν εκείνοι οι Έλληνες στον νου τους ένα κράτος Πελοποννήσου, Στερεάς και Κυκλάδων νήσων. Η Πόλη και η Αγιά Σοφιά ήταν το όραμά τους. Και γι’ αυτό το όραμα, επί έναν αιώνα, ποτιζόταν με αίμα η ελληνική γη, από τη Μακεδονία ως την Κρήτη κι από την Κύπρο ως τη Χιμάρα.

Ήταν μοιραίο, λοιπόν, η μερική επιτυχία του αγώνα του ’21 να αποτελέσει απαρχή μιας μακράς απελευθερωτικής διαδικασίας, που θα ενσωμάτωνε διαδοχικά στο ελλαδικό κράτος εδάφη του ελληνικού κόσμου, ανάλογα με τις διεθνείς περιστάσεις και την εθνική ισχύ. Κι ήταν απελευθερωτική αυτή η διαδικασία και όχι επεκτατική, γιατί υπήρχε ένα ζωντανό έθνος-κληρονόμος του λαού που υπέκυψε το 1453 και που, τώρα, αναγεννημένος, στεκόταν ξανά στα πόδια του και αποτίνασσε τη δουλεία που με βία του είχε επιβληθεί. Ιδού γιατί δεν είναι διόλου αθώα η θεωρία που θέλει το ελληνικό έθνος γέννημα των τελευταίων δύο αιώνων. Τούτο μεταβάλλει αμέσως τους εθνικούς αγώνες των Ελλήνων σε επεκτατικούς, αφού η αφαίμαξη της μακραίωνης δουλείας τούς είχε καταστήσει, σε πολλές περιοχές, μια εθνική ομάδα πλάι σε άλλες και, άρα, όχι περισσότερο νόμιμες τις δικές τους διεκδικήσεις, από τις αξιώσεις των άλλων εθνικών ομάδων.

Τέτοιες θεωρίες, ευτυχώς, δεν άνθιζαν τότε. Και το έθνος, ειδικά μετά την Επανάσταση του 1909, που έφερε στην εξουσία τις πιο ακμαίες δυνάμεις του ελληνισμού, με αυτοπεποίθηση προχωρούσε προς την ολοκλήρωσή του, παρά την αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων που, ως τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υποστήριζαν την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, όταν, χάρη στην ορμή μιας εθνικής αστικής τάξης και την αποφασιστικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου, η Ελλάδα βρέθηκε στο στρατόπεδο των νικητών του παγκοσμίου πολέμου, ως σύμμαχος των δυνάμεων της Αντάντ, βρέθηκε συγχρόνως ενώπιον μιας μοναδικής ευκαιρίας. Και να ποιοι ήταν οι λόγοι που συνιστούσαν αυτήν την ευκαιρία.

Το διεθνές περιβάλλον το 1919 ήταν εξαιρετικά ευνοϊκό. Η Ελλάδα ήταν σύμμαχος των νικητών και η Τουρκία καθημαγμένη στρατιωτικά, ηθικά, οικονομικά. Τα δημογραφικά δεδομένα καθόλου απαγορευτικά, καμία σχέση δεν υπήρχε με σημερινές αναλογίες. Τότε, το ελληνικό έθνος αριθμούσε συνολικά περί τα επτά εκατομμύρια, το τουρκικό, ακόμη κι αν προσθέσουμε τις μουσουλμανικές μη τουρκικές φυλετικές ομάδες, μόλις που ξεπερνούσε τα έντεκα. Ως προς τις στρατιωτικές αναλογίες, ο ελληνικός στρατός, ως το 1921, υπερείχε ακόμη και αριθμητικά. Η ελληνική διεκδίκηση ωστόσο επί της Ιωνίας (όπου υπήρχε και ευρύτατη εθνολογική βάση κι όχι μόνο ιστορικά δικαιώματα), μια διεκδίκηση που κυρίως προβλήθηκε στο συνέδριο ειρήνης των Παρισίων, δεν εδραζόταν απλώς σε στρατηγικά επιχειρήματα ή σε λόγους αρχών για την εθνική ολοκλήρωση βάσει του δικαιώματος αυτοδιάθεσης – αφού οι ελληνικοί πληθυσμοί αποτελούσαν πλειονότητα στο σατζάκιο Σμύρνης. Υπαγορευόταν από την άμεση ανάγκη για την προστασία της ζωής και της τιμής δυόμισι εκατομμυρίων Ελλήνων, που τα προηγούμενα χρόνια και, ειδικά από το 1913 στη Μικρασία και τη Θράκη, γνώριζαν συστηματική γενοκτονία από το κομιτάτο των Νεοτούρκων.

Αγνοούν, λησμονούν ή, ορθότερα, κάνουν ότι λησμονούν, οι επικριτές της αποφάσεως Βενιζέλου για απελευθέρωση της Σμύρνης ότι, από την άνοδο των Νεοτούρκων στην εξουσία το 1908, δεν ήταν, πλέον, δυνατή η παραμονή των Ελλήνων εντός της οθωμανικής επικράτειας. Οι Νεότουρκοι είχαν ένα σαφές και άριστα σχεδιασμένο πρόγραμμα βίαιου εκτουρκισμού της αυτοκρατορίας. Πρόγραμμα το οποίο αρχίζει να εκτελείται με αδυσώπητη επιμονή και με φρικώδεις επινοήσεις, σε συνεργασία με τους Γερμανούς οργανωτές του τουρκικού στρατού, πριν ακόμη ξεσπάσουν οι βαλκανικοί πόλεμοι. Έχουν δημοσιευθεί, πια, οι νεοτουρκικές διακηρύξεις και δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από κανέναν. Πολύ πριν από την έλευση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, οι Έλληνες γνώριζαν τη σφαγή και την εξορία. Μεταξύ 1913-1918 εκτοπίζονται 774.000 (οι περισσότεροι, μάλιστα, κατά την τυπικά ειρηνική περίοδο μεταξύ των βαλκανικών και της εισόδου της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Από αυτούς, οι 250.000 δεν γύρισαν ποτέ. Είχαν βρει οικτρό θάνατο στα εργατικά τάγματα, στα διαβόητα «αμελέ ταμπουρού».

Ήταν δυνατόν, λοιπόν, το 1919, η νικήτρια Ελλάδα να αδιαφορήσει για την τύχη των Ελλήνων της Μικρασίας; Ήταν δυνατόν να δεχτεί, αμέσως ή σταδιακά, δύο εκατομμύρια προσφύγων χωρίς καν να αγωνιστεί για την ελευθερία, έστω τμήματος, της μικρασιατικής γης; Το τέλος του δόγματος της οθωμανικής ακεραιότητας που κυριαρχούσε επί αιώνες στην πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, η συντριβή της Τουρκίας, που όφειλε να αποστρατευθεί και να παραδώσει τον στόλο της, ενώ στρατηγικά σημεία της χώρας θα καταλαμβάνονταν από βρετανικά, γαλλικά και ιταλικά στρατεύματα και, επιπρόσθετα, ο τρομερός εσωτερικός διχασμός μεταξύ εθνικιστών Νεότουρκων και πιστών στον σουλτάνο μουσουλμάνων, διέγραφαν μοναδική ευκαιρία. Μια ευκαιρία καθόλου αυτονόητη.

Αντίθετα με όσα συχνά λέγονται, οι Σύμμαχοι δεν μας έστειλαν στη Σμύρνη εύκολα. Η απελευθέρωση της Σμύρνης δεν ήταν αποστολή που ανέθεσαν περιχαρείς οι Σύμμαχοι στην Ελλάδα. Τα εν πολλοίς αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντά τους στην Ανατολή καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολη την αναγνώριση των ελληνικών δικαίων. Δεν είχαν σαφή σχέδια για το μέλλον της διαλυόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα, μάλιστα, μετά την επανάσταση στη Ρωσία, η οποία (όπως είχε προσυμφωνηθεί με το τσαρικό καθεστώς κατά τη διάρκεια του πολέμου) θα έπαιρνε τη μερίδα του λέοντος, ίσως και αυτήν ακόμη την Κωνσταντινούπολη. Η απροσδόκητη έξοδος της Ρωσίας από τον πόλεμο υπήρξε άλλη μια ευκαιρία για την Ελλάδα, αφού ο σημαντικότερος ανταγωνιστής της ήταν εκτός παιχνιδιού. Και η Ρωσία, να μην το ξεχνάμε, ήταν ανταγωνιστής, όπως φαίνεται από την αντίδραση της τσαρικής κυβέρνησης, το 1915, στην προοπτική ελληνικό σώμα να συμμετάσχει στην εκστρατεία των Δαρδανελίων και, στη συνέχεια, να βαδίσει προς την Πόλη.

(συνεχίζεται…)