ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
ΑΠ’ ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ
«Κόντρα στην εξουσία, σημαίνει γροθιά στο μαχαίρι»
Απρίλιος 1970. Διδάσκω στο Λύκειο Αρρένων της πόλης μας, στο σημερινό 1ο Λύκειο.
Λίγο πριν την έναρξη των μαθημάτων καλούμαι στο Γραφείο του Λυκειάρχη και εκεί μου επιδίδεται ψυχρά έγγραφο μετακίνησής μου στο Γυμνάσιο και στο Λυκειακό Παράρτημα Παρανεστίου.
Δεχόμουν πριν από μήνες απειλές ότι θα μετακινηθώ από την οργανική μου θέση, αν δεν κάτσω φρόνιμα.
Και τα αμαρτήματά μου δύο. Δύο δημοσιεύματα στην εφημερίδα «ΠΡΩΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ». Το ένα είχε τον τίτλο «Φωτεινός Ιεράρχης» και το άλλο «ανίερος ήχος».
Με το πρώτο αναφερόμουν στον τότε Μητροπολίτη Καβάλας Αλέξανδρο Καντώνη. Τον αοίδιμο Αλέξανδρο τον είχα γνωρίσει ως φοιτητής στην Αθήνα. Ο μακαριστός Αλέξανδρος λειτουργούσε τότε ως ιερεύς σε ιερό ναό των Ιλισίων. Σύντομα έγινε πνευματικός μου. Με βοήθησε πολύ ηθικά και ψυχικά. Και όταν λοιπόν ανήλθε στον μητροπολιτικό θώκο της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων – Νεαπόλεως – Θάσου και Χρυσούπολεως έκρινα υποχρέωσή μου να τον καλωσορίσω. Κι εκείνο το δημοσίευμα ενόχλησε. Δεν κατάλαβα γιατί;
Διαβάστε επίσης:
- Πάτρα- Αγγελική Νικολούλη: “Η Τζωρτζίνα θάφτηκε μαζί με το τάμπλετ της”
- Μήνυμα Αντιπεριφερειάρχη Γρ. Παπαεμμανουήλ για την 2α Απριλίου – Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου
- «Project για τη Δράμα» για τον Χρ. Μαμσάκο: «Το πολιτικό του τέλος πλησιάζει»
- Περιφέρεια Α.Μ.Θ.: «100 ΧΡΟΝΙΑ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ 1922 – 2022»
- Ανδρουλάκης: Αλλάζει όνομα το ΚΙΝΑΛ – Δημοψήφισμα στις 8 Μαΐου
Το δεύτερο ατόπημά μου ήταν ο «ανίερος ήχος». Είχα εκκλησιασθεί μια Κυριακή σε εκκλησία της πόλης μας. Κάποια στιγμή ένας από τους επιτρόπους του ναού βγήκε για τον δίσκο, ο οποίος δεν είχε το τσόχινο κάλυμμα και, καθώς οι πιστοί έριχναν το κέρμα τους, ακουγόταν ένας εκνευριστικός ήχος. Ομολογώ ότι ενοχλήθηκα και με το ασυμβίβαστο της νεαρής ηλικίας έγραψα το πιο πάνω χρονογράφημα. Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει. Θεωρήθηκα ως υπονομευτής του έργου της Εκκλησίας. Έπρεπε λοιπόν να αλλάξω σχολείο, και μάλιστα να σταλώ στο πιο απομακρυσμένο του Νομού. Και ως τέτοιο επελέγη του Παρανεστίου (Γυμνάσιο – Λυκειακές Τάξεις).
Με το έγγραφο στο χέρι βγήκα από το Γραφείο της Δ/νσης βαθύτατα πικραμένος. Το δίπλωσα και το έβαλα στον χαρτοφύλακά μου. Μπήκα στην αίθουσα για μάθημα περίλυπος. Τα βλέμματα των μαθητών στραμμένα πάνω μου! Ένιωσαν ότι κάτι πολύ δυσάρεστο μου συνέβη, συγκρίνοντας το ύφος μου με το ύφος των άλλων ημερών.
Δεν τους είπα τίποτε! Ήταν καθαρά δική μου υπόθεση. Δεν ήθελα να φορτίσω την ψυχή τους.
Τέλειωσα το μάθημά και τράβηξα για το σπίτι μου. Δεν είχα κάνει ακόμη οικογένεια. Την άλλη μέρα το πρωί, γύρω στις 5, πήρα την αυτοκινητάμαξα και τράβηξα για το Παρανέστι.
Η απουσία μου προβλημάτισε τους μαθητές μου. Ρώτησαν τον Λυκειάρχη γιατί απουσίαζα. Τους έδωσε μια ασαφή απάντηση! Έφυγαν από το σχολείο και τράβηξαν για τα Γραφεία του Πρωινού Τύπου, μήπως και μάθουν τους πραγματικούς λόγους της απομάκρυνσής μου. Άλλο που δεν ήθελε και ο δημοσιογράφο! Έγραψε ένα τσουχτερό σχόλιο για την αιφνιδιαστική απομάκρυνσή μου από την Δράμα, πράγμα, που προκάλεσε αναστάτωση. Προφανώς οι δράστες οχλήθηκαν, γιατί θα τους ήταν δυσάρεστη η κατάσταση, που θα δημιουργούνταν. Και τούτο, γιατί θα συναντούσε την αντίδραση των γονέων, αφού, λίγο διάστημα πριν από το κλείσιμο του σχολείου, τα παιδιά τους θα άλλαζαν εκπαιδευτικό, κίνηση παντελώς αντιπαιδαγωγική και μάλιστα συντελεσθείσα εν αιθρία.
Ζήτησαν να με συναντήσουν για να προχωρήσουν σε παρέμβαση. Τους συνέστησα ψυχραιμία. Θέλησα να πιω μόνον εγώ το πικρό ποτήρι της αδικίας, που μου έγινε.
«Αι μεταβολαί εισί λυπηρόν» έγραψε σοφώτατα στην κλασική του ιστορία ο μέγας ιστορικός των αιώνων, ο Αλιμούσιος Θουκυδίδης, που οι ρίζες του κρατούσαν από τη Θράκη. Γιος του Θρακιώτη Ολύρου, σμίλεψε χωρίς φόβο και πάθος το σαράκι, που κατατρώγει χιλιετηρίδες τώρα τα σωθικά των Ελλήνων και τους δυσφημούν στα μάτια των δήθεν πολιτισμένων. Και οι γενιές των Ελλήνων δεν συνετίζονται. Οδηγούνται συχνά στα Τάρταρα, ενώ ξαποσταίνουν για λίγο καιρό.
Εγκαταστάθηκα στο Παρανέστι βάζοντας στη γωνία την πικρία μου. Είχα χρέος να λειτουργήσω με την ίδια αγάπη στην άγια τράπεζα της ψυχής των μαθητών μου, που δεν έφταιγαν σε τίποτε για τα νεανικά μου ατοπήματα, αν μπορείς κανείς να τα χαρακτηρίσει έτσι.
Ίσως μου θυμίσει κάποιος από τους αναγνώστες την αρχαία ρήση: «Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται». Απαντώ. Κάποιες αδικίες, που ριζώνουν βαθιά στη ψυχή, χρειάζεται να δημοσιοποιούνται, έστω και αργά.
Μα για το τι συνάντησα στον τόπο τις τιμωρίας μου, θα το γράψω μια άλλη φορά.