ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

 

Είναι εντυπωσιακό πως στο συγκεκριμένο ζήτημα η ατζέντα και μυθολογία έχει εναρμονιστεί σε πολλά σημεία με την εθνική πολιτική. Ένα από τα σημεία αυτά είναι και η πεποίθηση ότι η ονομασία «Μακεδόνες» εμφανίζεται το 1943-44 και είναι κατασκεύασμα του Τίτο. Η αλήθεια είναι ότι η ονομασία αυτή εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς τίθεται το ζήτημα της εθνικής προέλευσης των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας.

Έχοντας κεντρική θέση στα Βαλκάνια, η Μακεδονία, με τα τρία βιλαέτια της Σελανίκ (Θεσσαλονίκης), του Μοναστηρίου (Βιτολίων) και του Ουσκούμπ (των Σκοπίων, που μετά το 1877 ονομάστηκε βιλαέτι του Κόσσοβου), βρισκόταν στο επίκεντρο των αντιμαχόμενων εθνικισμών. Η Μακεδονία υπήρξε ένας τόπος στον οποίο συναντήθηκαν και συμβίωσαν -ειρηνικά ως επί το πλείστον- πολλές διακριτές γλωσσικές και θρησκευτικές κοινότητες. Ο μακεδονικός χώρος διαχρονικά αποτέλεσε ένα μεγάλο χωνευτήρι λαών και πολιτισμών. Μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Ρωμαίους, Έλληνες ή εξελληνισμένοι ντόπιοι πληθυσμοί, Ρωμαίοι ή εκλατινισμένοι Έλληνες, Ιλλύριοι, Θράκες, Παίονες, Ούννοι, Γότθοι και Βησιγότθοι, Σλάβοι, Αλβανοί και Τούρκοι συμβίωσαν, επί μακρόν ή για μικρά διαστήματα, ειρηνικά ή εχθρικά μεταξύ τους, υπό ποικίλους κυριάρχους.

Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, ο πληθυσμός της περιοχής αποτελούνταν από διάφορες εθνοτικές ομάδες που συνέκλιναν και επικαλύπτονταν: Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι και Αλβανοί, αλλά και διάφορες παραλλαγές τους. Όλοι αυτοί συνιστούσαν το πολύχρωμο μωσαϊκό της Μακεδονίας. Είναι νομίζουμε φανερό ότι η εθνολογική διάκριση μιας τόσο πολυπολιτισμικής περιοχής δεν μπορούσε να βασιστεί σε κανένα κριτήριο (γλώσσα, θρησκεία, ήθη, έθιμα), καθώς το ένα μπορούσε κάλλιστα να αντιφάσκει με το άλλο. Για παράδειγμα, ο γνωστός μακεδονομάχος καπετάν Κώττας μιλώντας προς τους προεστούς των Κορεστίων αναφέρει: «Ημείς οι Μακεδόνες διά ν’ αποκτήσωμεν ελευθερίαν έχομεν δύο δρόμους ν’ ακολουθήσωμεν. Ο ένας πηγαίνει εις την Βουλγαρίαν, ο άλλος πηγαίνει εις την Ελλάδα.»Η ομιλία αυτή έγινε σε μια γλώσσα την οποία ο Παύλος Μελάς που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας αναφέρει ως «μακεδονικά». Και είναι ο ίδιος ο καπετάν Κώττας, ο οποίος -όντας σλαβόφωνος- την ώρα που εκτελούνταν από τους Οθωμανούς φώναξε: «Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια! (Ζήτω η Ελλάς)».

Οπότε έπρεπε να ξεκαθαρίσουν δυο πράγματα: ποια από τα υπάρχοντα έθνη-κράτη (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία) θα ενσωματώσει την περιοχή και σε δεύτερο χρόνο τι θα γίνει με τους πληθυσμούς που έχουν διαφορετική γλώσσα, θρησκεία κτλ. Για το πρώτο ζήτημα, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα ως και τις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου συγκρούστηκαν στην περιοχή τρεις επιθετικοί εθνικισμοί με αλυτρωτικές βλέψεις: η “Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου”, η “Μεγάλη Σερβία” και η “Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών” βρέθηκαν αντιμέτωπες σε μια ανελέητη σφαγή που έντεχνα ονομάστηκε μακεδονικός αγώνας. Εντέλει το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος.

Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα αλληλοφαγώματος και σφαγών μεταξύ των ντόπιων πληθυσμών εμφανίστηκε και ο μακεδονικός εθνικισμός που άρχισε να δημιουργεί τη δική του εθνική αφήγηση και οριστικά εκπλήρωσε τους πόθους του για κρατική υπόσταση το 1991. Από τη στιγμή της εμφάνισής του, αλλά κυρίως μετά το 1991, ο μακεδονικός εθνικισμός, όπως κάθε εθνικισμός, κατασκευάζει τη δική του εθνική αφήγηση. Μια αφήγηση γεμάτη από αναχρονισμούς, αποσιωπήσεις, αποσπάσεις από τα ιστορικά γεγονότα, και φυσικά μύθους που δομούν την εθνική ταυτότητα. Η συζήτηση γύρω από τη χρήση του ονόματος Μακεδονία αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της χειραγώγησης των ιστορικών γεγονότων για την εξυπηρέτηση των εθνικιστικών αντιλήψεων. Τα τελευταία χρόνια εκφράζει διάφορες αλυτρωτικές βλέψεις, ακολουθώντας τα χνάρια των άλλων βαλκανικών εθνικισμών, ενώ έχει προσφύγει σε μια ανιστόρητη και κιτς πολιτική προπαγάνδα με ανεγέρσεις αγαλμάτων, ονοματοδοσίες κτλ.

Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, είναι γνωστές οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στα Βαλκάνια: εκδιώξεις, εξοντώσεις, μαζικές εκκαθαρίσεις και βίαιες διαδικασίες ομογενοποίησης των πληθυσμών προκειμένου οι εξαιρετικά πολύπλοκες εθνοτικά, θρησκευτικά και γλωσσικά περιοχές να ενσωματωθούν σε κυρίαρχα έθνη-κράτη. Κάτι τέτοιο συνέβη και στο κομμάτι της Μακεδονίας που περιήλθε στο ελληνικό κράτος, καθώς η πλειοψηφία του πληθυσμού του εκείνη την περίοδο δεν ήταν ελληνική ή τουλάχιστον ελληνόφωνη.

Τα περισσότερα κράτη του κόσμου έχουν αναγνωρίσει τη γείτονα χώρα με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Οι υπόλοιπες χώρες, ευθυγραμμιζόμενες με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το ‘93, την έχουν αναγνωρίσει ως «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Δηλαδή, στην καλύτερη περίπτωση για την Ελλάδα, η ονομασία περιλαμβάνει έναν επιθετικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «δημοκρατία».

Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι όσον αφορά την ταυτότητα της γείτονος, η λέξη «δημοκρατία» (και ό,τι άλλο υπάρχει πριν από αυτήν) παραλείπεται και επικρατεί σκέτο το «Μακεδονία», «Μακεδόνας», «μακεδονική» γλώσσα.

Όσοι ζούνε στο εξωτερικό, γνωρίζουμε καλά ότι για τους περισσότερους ξένους, η λέξη «Μακεδονία» επ’ ουδενί σχετίζεται με την Ελλάδα. Σε κάποιες ευνοϊκές για εμάς περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν επισκεφτεί για τουρισμό τη βόρεια Ελλάδα, γινόμαστε συχνά αποδέκτες της (κατά τ’ άλλα καλοπροαίρετης) ερώτησης: «Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Έλληνας ή Μακεδόνας;».

Με βάση το υπόβαθρο αυτό, ένας συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο χώρες μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα ωφέλιμος για την Ελλάδα επειδή δίνεται η ευκαιρία στη χώρα μας να οριοθετήσει τους γείτονές της έτσι ώστε να σταματήσει η πλήρης οικειοποίηση της γεωγραφίας και της ιστορίας.

Προφανώς, η επίτευξη ενός συμβιβασμού προϋποθέτει ότι η καινούργια ονομασία θα γίνει αποδεκτή και από τις δύο πλευρές, όχι μόνο από την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι όποια ονομασία και να συμφωνηθεί, θα συμπεριλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία». Υπό τις σημερινές συνθήκες και σύμφωνα με τη δυναμική που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία 25 χρόνια (όπως περιγράψαμε παραπάνω) οποιαδήποτε άλλη πρόταση είναι απολύτως ανέφικτη.

Φυσικά, η παραπάνω λογική διαπίστωση δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να δεχτεί αβίαστα οποιαδήποτε σύνθετη ονομασία. Κάποιες προτάσεις είναι σαφώς καλύτερες από τις υπόλοιπες, άσχετα αν δεν είναι ιδανικές για εμάς. Συνεπώς, οι προτάσεις αυτές μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν βάση διαπραγμάτευσης για την Ελλάδα.

Στα πλαίσια αυτά, το παρόν άρθρο αναλύει και αξιολογεί τις 5 προτάσεις του κ. Νίμιτς για την ονομασία της γείτονας χώρας, όπως τουλάχιστον αυτές διέρρευσαν πρόσφατα στον διεθνή τύπο.

Συνοπτικά, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η ελληνική πλευρά πρέπει να εμμείνει σε μια ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό. Ο όρος «Νέα Μακεδονία» βασίζεται σε έναν χρονολογικό προσδιορισμό που έχει αμφίσημη ερμηνεία. Συνεπώς δεν εξυπηρετεί στον ίδιο βαθμό τα εθνικά μας συμφέροντα.

Οι 5 προτάσεις του κ. Νίμιτς, χωρίς συγκεκριμένη σειρά, έχουν ως εξής:

  1. Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια) [αγγλ. Republic of Macedonia (Skopje)],
  2. Δημοκρατία της Μακεδονίας του Βαρδάρη [αγγλ. Republic of Macedonia of Vardar],
  3. Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας [αγγλ. Republic of North Macedonia],
  4. Δημοκρατία της Άνω Μακεδονίας [αγγλ. Republic of Upper Macedonia],
  5. Δημοκρατία της Νέας Μακεδονίας [αγγλ. Republic of New Macedonia].

Για την αξιολόγηση των παραπάνω προτάσεων χρησιμοποιούνται τα ακόλουθα τρία βασικά κριτήρια:

Α. Διεθνές προηγούμενο. Σε ποιόν βαθμό η προτεινόμενη ονομασία έχει ως βάση τη διεθνή εμπειρία που υπάρχει όσον αφορά την ονοματοδοσία ενός έθνους-κράτους;

Β. Σαφής οριοθέτηση και διαφοροποίηση. Σε ποιόν βαθμό η προτεινόμενη ονομασία εξασφαλίζει σαφή οριοθέτηση και διαφοροποίηση ανάμεσα στις δύο χώρες, σεβόμενη την ιστορία και την κληρονομιά τους;

Γ. Το ζήτημα της ταυτότητας. Ποιές είναι οι προεκτάσεις που έχει η προτεινόμενη ονομασία όσον αφορά την εθνοτική ταυτότητα και τη γλώσσα των Μακεδονοσλάβων;

Το πρώτο κριτήριο είναι σημαντικό επειδή οι περισσότεροι από εμάς τείνουμε να κάνουμε συγκρίσεις και εν τέλει να ταυτίζουμε ονομασίες με παραδείγματα που είμαστε εξοικειωμένοι. Τα επόμενα δυο κριτήρια είναι σημαντικά επειδή αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την οριοθέτηση της γείτονας χώρας και την αντιμετώπιση του αλυτρωτισμού/επεκτατισμού που έχει αδιαμφισβήτητα καλλιεργηθεί από επίσημους θεσμικούς παράγοντες της πΓΔΜ τις τελευταίες δεκαετίες.

  1. Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια) [αγγλ. Republic of Macedonia (Skopje)]

Καμία χώρα στον κόσμο δεν έχει ονομασία που βρίσκεται εν μέρει μέσα σε παρένθεση. Συνεπώς, δεν υφίσταται διεθνές προηγούμενο με το οποίο να είναι εξοικειωμένη η παγκόσμια κοινότητα. Επιπλέον, για πολλούς ανθρώπους, η παρένθεση υποδηλώνει ότι το όρισμα μέσα στην παρένθεση δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό και συνεπώς επιτρέπεται να παραλειφθεί για λόγους συντομίας. Αυτό σημαίνει ότι στην καθομιλουμένη είναι πολύ πιθανό να επικρατήσει σκέτο το «Μακεδονία», «Μακεδόνας» κλπ. Με αυτόν τον τρόπο παραβιάζονται τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει.

  1. Δημοκρατία της Μακεδονίας του Βαρδάρη [αγγλ. Republic of Macedonia of Vardar]

«Βαρδάρης» είναι η σλαβική ονομασία του Αξιού ποταμού, ο οποίος πηγάζει από την οροσειρά του Σκάρδου στα σύνορα πΓΔΜ-Σερβίας, διασχίζει την πρωτεύουσα Σκόπια, και χύνεται στον Θερμαϊκό κόλπο, λίγο έξω από την Θεσσαλονίκη. Υπάρχουν αρκετές χώρες στον κόσμο που έχουν λάβει το όνομα τους από ένα ποτάμι (βλ. εδώ). Στα Βαλκάνια, έχουμε το παράδειγμα της Βοσνίας. Παρόλα αυτά, καμία χώρα στον κόσμο δεν συνδυάζει στην ονομασία της δύο διακριτά γεωγραφικά ονόματα, δηλ. ένα τοπωνύμιο («Μακεδονία») και το όνομα ενός ποταμού.

Επιπλέον, σε αντίθεση με τον ποταμό Μπόσνα, ο Βαρδάρης/Αξιός μοιράζεται και από τις δύο χώρες. Συνεπώς, ο συγκεκριμένος όρος δεν διαφοροποιεί επαρκώς τις δύο περιοχές.

Όσον αφορά την εθνοτική ταυτότητα που προκύπτει, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος εύλογα ότι εξαιτίας της πολυπλοκότητας που ενέχει η συγκεκριμένη ονομασία, στην πράξη ενδέχεται να επικρατήσουν σκέτοι οι όροι «Μακεδονία», «Μακεδόνας» (αντί για «Μακεδόνας του Βαρδάρη») και «μακεδονική γλώσσα» (αντί για «γλώσσα της Μακεδονίας του Βαρδάρη»). Με αυτόν τον τρόπο παραβιάζονται τα τρία κριτήρια που έχουμε θέσει.

  1. Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας [αγγλ. Republic of North Macedonia]

Τα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας παρέμειναν ρευστά ανά τους αιώνες. Για παράδειγμα, στην κλασική εποχή η λεγόμενη Άνω Μακεδονία κάλυπτε γεωγραφικά τη σημερινή Δυτική Μακεδονία, καθώς και περιοχές βόρεια αυτής, γύρω από τα ελληνικά σύνορα καθώς και στο έδαφος της σημερινής πΓΔΜ και της Αλβανίας. Στα ρωμαϊκά χρόνια ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας επεκτάθηκε στα βόρεια και τα δυτικά. Σήμερα είναι ευρέως αποδεκτό ότι ο «ιστορικός» χώρος της Μακεδονίας εκτείνεται σε πολλά κράτη (βλ. π.χ. Livieratos, E. and C. Paliadeli (2012), «European Cartography & Politics: The Case of Macedonia», Ziti Publications). Το μεγαλύτερο τμήμα του βρίσκεται εντός των ελληνικών συνόρων.

Ο όρος «Βόρεια Μακεδονία» θέτει συγκεκριμένα όρια στους γείτονές μας. Ουσιαστικά, αποτρέπει άμεσα την οικειοποίηση της γεωγραφίας, αποσαφηνίζοντας εξ ορισμού ότι αναφερόμαστε σε ένα κράτος, η επικράτεια του οποίου περιλαμβάνει –μεταξύ άλλων περιοχών– μόνο ένα βόρειο τμήμα του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας. Υπό μία έννοια, η συγκεκριμένη ονομασία αναδεικνύει στον υπόλοιπο κόσμο (ο οποίος δεν γνωρίζει, βλ. το διεθνές status quo που περιγράψαμε στην εισαγωγή) ότι ένα μεγάλο τμήμα του «ιστορικού» χώρου της Μακεδονίας βρίσκεται σήμερα εκτός της πΓΔΜ.

Ταυτόχρονα, καθώς όλοι οι σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι που αφορούν τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων βρίσκονται εντός της ελληνικής επικράτειας (στη Δυτική, Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία), ο συγκεκριμένος γεωγραφικός προσδιορισμός ορίζει με σαφήνεια το ποιοί είναι κληρονόμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ποιοί όχι.

Η διεθνής εμπειρία προσφέρει αρκετά παραδείγματα με τα οποία μπορεί κάποιος εύκολα να συνθέσει τον όρο «Βόρεια Μακεδονία». Προφανώς κάθε παράδειγμα αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση και έχει τις ιδιαιτερότητες του. Παρόλα αυτά, υπάρχουν σημαντικά χαρακτηριστικά που είναι κοινά στις δυο περιπτώσεις.

Για παράδειγμα, έχουμε την «Αφρική» και τη «Νότια Αφρική» (Africa vs South Africa). Ο πρώτος όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ολόκληρη ήπειρο, δηλ. έναν ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, ενώ ο δεύτερος για να προσδιορίσει μία συγκεκριμένη χώρα που βρίσκεται στο νότιο τμήμα της ηπείρου. Ο κάτοικος της Νότιας Αφρικής αυτοπροσδιορίζεται ως «South African» και όχι σκέτο «African». Ο όρος «Αφρικανός» έχει σαφή γεωγραφική έννοια και χαρακτηρίζει όλους τους κατοίκους της αφρικανικής ηπείρου ανεξάρτητα από την εθνότητα τους.

Άλλα παραδείγματα που μπορεί να επικαλεστεί κάποιος είναι: (α) το νησί Τιμόρ που χωρίζεται στο «Ανατολικό Τιμόρ» (ανεξάρτητο κράτος) και στο «Δυτικό Τιμόρ» (επαρχία της Ινδονησίας). (β) το «Σουδάν» και το «Νότιο Σουδάν», δύο ανεξάρτητες χώρες που συνορεύουν. Παρά το γεγονός ότι το Νότιο Σουδάν αποτελούσε μέρος του Σουδάν και ανεξαρτητοποιήθηκε μόλις το 2011, ο όρος «South Sudanese», ως προσδιορισμός που διακρίνει τον υπήκοο του Νότιου Σουδάν, είναι σήμερα ευρέως διαδεδομένος.

Με βάση την παραπάνω ανάλυση, συμπεραίνουμε ότι ο όρος «Βόρεια Μακεδονία» πληροί τις βασικές προϋποθέσεις για να ικανοποιήσει για να ικανοποιήσει τις λογικές ανησυχίες της ελληνικής πλευράς.

Δύο ζητήματα που προκύπτουν με τον όρο «Βόρεια Μακεδονία»

Πρώτον, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» πρόκειται να βρει την αντίθεση της Βουλγαρίας δεδομένου ότι ένα τμήμα που βρίσκεται εντός βουλγαρικών συνόρων (η «Μακεδονία του Πιρίν») βρίσκεται επίσης στα βόρεια του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονιστεί ότι στην αγγλική γλώσσα υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ «north» και «northern», «south» και «southern». Συγκεκριμένα, η λέξη south π.χ. χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό για να καθορίσει την επίσημη ονομασία της χώρας Νότια Αφρική (South Africa) ενώ η λέξη southern (δηλ. southern Africa) χαρακτηρίζει οποιοδήποτε τμήμα βρίσκεται στα νότια της ηπείρου, χωρίς απαραίτητα αυτό να ανήκει στην Νότια Αφρική.

Δεύτερον, θα μπορούσε να επικαλεστεί κάποιος τις περιπτώσεις της Δυτικής/Ανατολικής Γερμανίας, Βόρειας/Νότιας Κορέας για να ισχυριστεί ότι ο συγκεκριμένος γεωγραφικός προσδιορισμός δεν αμβλύνει απαραίτητα τον αλυτρωτισμό εκ μέρους των Σκοπίων καθότι δημιουργεί ελπίδες ή δίνει εντυπώσεις μιας ενδεχόμενης μελλοντικής «ενοποίησης». Εξάλλου, είναι γνωστοί σε όλους μας οι αλυτρωτικοί χάρτες της «Ενωμένης Μακεδονίας», οι οποίοι μάλιστα αποτελούν μέρος της διδακτικής ύλης των σχολείων της πΓΔΜ.

Παρ’ όλα αυτά, με μια δεύτερη ματιά μπορεί εύκολα να διακρίνει κάποιος ότι τα παραπάνω παραδείγματα δεν έχουν σχέση με την περίπτωση της Μακεδονίας, για τον εξής λόγο: οι Δυτικογερμανοί και οι Ανατολικογερμανοί αποτελούσαν το ίδιο έθνος, και η διάσπαση της χώρας οφειλόταν αποκλειστικά σε έναν πόλεμο. Κάτι παρόμοιο ισχύει και με τη Βόρεια και Νότια Κορέα. Οι Νοτιοκορεάτες (ειδικά όσοι βρίσκονται σε προχωρημένη ηλικία) θεωρούν τους Βορειοκορεάτες ως ομοεθνή λαό. Συνεπώς, το παράδειγμα της Αφρικής/Νότιας Αφρικής είναι πολύ πιο σχετικό εδώ.

  1. Δημοκρατία της Άνω Μακεδονίας [αγλ. Republic of Upper Macedonia]

Βασικό μειονέκτημα της συγκεκριμένης πρότασης είναι ότι δεν υπάρχει καμία χώρα στον κόσμο σήμερα που να περιλαμβάνει τον όρο «Άνω» (Upper) στην ονομασία της. Η πιο πρόσφατη περίπτωση χώρας με τον όρο αυτό είχε την επίσημη ονομασία «Republic of Upper Volta», αλλά μετονομάστηκε σε «Burkina Faso» («Land of Incorruptible People» στην τοπική διάλεκτο) το 1984.

Καθώς λοιπόν ο όρος «upper» δεν είναι συνηθισμένος, ενδέχεται να δημιουργήσει την εντύπωση σε πολλούς ξένους ότι πρόκειται για έναν τεχνικό όρο άνευ σημασίας που δόθηκε απλά για να ξεμπλοκάρουν ορισμένες πολιτικές διαδικασίες. Η αντίληψη αυτή με τη σειρά της θα διευκόλυνε την αφαίρεση του όρου «upper» στην καθομιλουμένη με αποτέλεσμα να επικρατήσουν και πάλι σκέτοι οι όροι «Μακεδόνας» και «μακεδονική γλώσσα» (στην αγγλική «Macedonian» αντί «Upper Macedonian», «Macedonian language» έναντι «Upper Macedonian language»).

Με αυτόν τον τρόπο παραβιάζονται τα τρία βασικά κριτήρια που έχουμε θέσει.

  1. Δημοκρατία της Νέας Μακεδονίας [αγλ. Republic of New Macedonia]

Πρόκειται για τη μοναδική πρόταση η οποία βασίζεται σε χρονολογικό προσδιορισμό αντί ενός γεωγραφικού. Υπάρχουν δύο χώρες στον κόσμο που περιλαμβάνουν τον όρο «νέα» στην ονομασία τους, η Νέα Ζηλανδία και η Παπούα Νέα Γουινέα (η Νέα Καληδονία ανήκει στη Γαλλία).

Οι δύο χώρες αποτελούν διαφορετικές περιπτώσεις μεταξύ τους. Η Παπούα Νέα Γουινέα αποτελεί ανεξάρτητο κράτος που βρίσκεται στο ανατολικό κομμάτι της νήσου της Νέας Γουινέας. Άρα, είναι η λέξη «Παπούα» αυτή που διακρίνει το συγκεκριμένο κράτος από το υπόλοιπο νησί και όχι ο όρος «Νέα».

Από την άλλη μεριά, η Ζηλανδία ως γνωστόν αποτελεί επαρχία της Ολλανδίας. Άρα η ονομασία Νέα Ζηλανδία έχει καθαρά αποικιακό χαρακτήρα (στη διάλεκτο των Μαορί η χώρα ονομάζεται «Αοτεαρόα»).

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι καθότι οι Σλάβοι εποίκησαν τον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας «μόλις» τον 7ο αιώνα μ.Χ. (σε σύγκριση πάντα με τους αρχαίους μακεδόνες που ήταν ελληνικό φύλο), η πρόταση «Νέα Μακεδονία» έχει μία βάση. Υπάρχει όμως μια ειδοποιός διαφορά: οι Σλάβοι, σε αντίθεση με τους Ολλανδούς, δεν έφυγαν από έναν τόπο που λεγόταν Μακεδονία για να ιδρύσουν την Νέα Μακεδονία, αντιθέτως εποίκησαν έναν χώρο που λεγόταν ήδη Μακεδονία. Συνεπώς, δεν υπάρχει διεθνές προηγούμενο όσον αφορά την πρόταση «Νέα Μακεδονία».

Όσον αφορά τα κριτήρια της διαφοροποίησης και ταυτότητας, φοβάμαι ότι η ονομασία «Νέα Μακεδονία» έχει αμφίσημη έννοια. Μία ερμηνεία που μπορεί να αποδοθεί είναι ότι ο όρος «Νέα Μακεδονία» υποδηλώνει κάτι καινούργιο που δεν υπήρχε στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο ισχύει στην πραγματικότητα δεδομένου ότι η πΓΔΜ δημιουργήθηκε το 1944 και έγινε ανεξάρτητο κράτος για πρώτη φορά το 1991. Υπό την έννοια αυτή, η πρόταση φαίνεται ότι οριοθετεί το σλαβικό στοιχείο και προσδίδει μια σαφή χρονολογική διάκριση μεταξύ των Σλάβων και των αρχαίων μακεδόνων.

Υπάρχει όμως και η αντίθετη ερμηνεία, η οποία βασίζεται στον απλό λογισμό ότι στην πράξη είθισται το «νέο» να διαδέχεται το «παλιό», και πολλές φορές το «νέο» αποτελεί συνέχεια και βελτιωμένη έκδοση κάτι πεπερασμένου. Προφανώς, η ερμηνεία αυτή δεν αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα.

Κάτι παρόμοιο ισχύει όσον αφορά την ταυτότητα και τη γλώσσα των Μακεδονοσλάβων. Συγκεκριμένα, από την μία πλευρά, οι όροι «New Macedonian» και «New Macedonian language» θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως έννοιες καινούργιες που δεν υπήρχαν στο μακρινό παρελθόν και συνεπώς όταν π.χ. αναφέρεται ένας ξένος σε «New Macedonian language» να εννοεί ότι η γλώσσα αυτή δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική διάλεκτο που μιλούσαν οι αρχαίοι Μακεδόνες. Από την άλλη μεριά όμως, όπως η νέα ελληνική γλώσσα αποτελεί συνέχεια των αρχαίων ελληνικών, έτσι για κάποιους η «νέα μακεδονική γλώσσα» μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια της γλώσσας που μιλούσαν οι αρχαίοι Μακεδόνες.

Συμπερασματικά, κατά τη γνώμη του γράφοντος, η μόνη ονομασία από το σύνολο των 5 προτάσεων του κ. Νίμιτσ η οποία ικανοποιεί επαρκώς τα τρία κριτήρια και συνεπώς πρέπει να γίνει αποδεκτή από την ελληνική πλευρά και να αποτελέσει βάση διαπραγμάτευσης για τη συνέχεια είναι ο όρος «Βόρεια Μακεδονία».

Προφανώς, καμία ονομασία δεν είναι αρκετή από μόνη της για να εξασφαλίσει την επίτευξη μιας βιώσιμης λύσης που θα επιτρέψει στους δύο λαούς να ζήσουν σε ένα περιβάλλον αμοιβαίας ειρήνης και φιλίας, τόσο εντός των Βαλκανίων όσο και στη Διασπορά, αποβάλλοντας κάθε αλυτρωτική, επεκτατική ή αποσχιστική διεκδίκηση από πλευράς των Σκοπίων.

Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση το πακέτο της συμφωνίας οφείλει: (α) να διασφαλίζει ότι η καινούργια ονομασία θα ισχύει έναντι όλων, (β) να εξασφαλίζει την αποκαθήλωση των μνημείων και την αλλαγή του αλυτρωτικού εκπαιδευτικού υλικού στο εσωτερικό της γείτονας χώρας, (γ) να εξασφαλίζει εγγυήσεις ότι οι αλλαγές που θα συμφωνηθούν θα είναι πάγιες και δεν θα εξαρτώνται από τη στάση της εκάστοτε κυβέρνησης, και (δ) να προβλέπει συγκεκριμένες κυρώσεις σε περίπτωση που η απέναντι πλευρά αθετήσει μέρος της συμφωνίας.