ΑΡΘΡΟ

Της Αλεξάνδρας Γκουλιάμα – Μανδαλίδου

Καθηγήτρια φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση

Διδάκτορας Παιδοψυχιατρικής του ΔΠΘ

Ειδική Σύμβουλος Παιδείας στην Περιφέρεια Α.Μ.Θ.

Αμφιβάλλω αν υπάρχει έστω και ένας εκπαιδευτικός που δεν έχει ακούσει αυτή τη φράση στο σχολείο του, κατά την τελευταία δεκαετία. Φράση που ακούγεται τόσο συχνά πλέον στα σχολικά προαύλια, ώστε είναι φυσικό να υποθέσουμε ότι συμβαίνουν δύο πράγματα: είτε ότι μάθαμε να αναγνωρίζουμε την κακοποιητική συμπεριφορά και την καταγγέλλουμε ευθύς αμέσως (ευχής έργον), είτε ότι ο όρος χρησιμοποιείται σε βαθμό κατάχρησης, γιατί κάτι δεν καταλάβαμε καλά (εδώ υπάρχει πρόβλημα).

Η θεματική του σχολικού εκφοβισμού, γενικά, έχει δεχτεί μεγάλη κριτική για τον θόρυβο που προκάλεσε : «είναι» λένε «μόδα αμερικανοφερμένη». Άλλοι πιστεύουν πως οφείλεται σε «σημεία των καιρών, γιατί χάλασε η κοινωνία μας». «Είναι ένας τρόπος αντιπερισπασμού από τα υπόλοιπα προβλήματα της εκπαίδευσης» διατείνονται μερικοί. Στην πραγματικότητα, αν ο δημόσιος λόγος περί σχολικού εκφοβισμού κρύβει τόση ένταση, είναι γιατί ως θέμα είναι πολύ αβανταδόρικο για τη μιντιακή σκαλέτα -ποιος θα πει το αντίθετο; Είναι, όμως, παράλληλα καυτό κι επικίνδυνο στη διαχείριση για τη σχολική διεύθυνση, πολύ κακοποιητικό για τα εμπλεκόμενα θύματα και ψυχικά αβάσταχτο για τις οικογένειές τους.

Είναι, νομίζετε, πρόβλημα καινούριο; Ουδόλως. Είναι παλιό, όσο και οι καταβολές του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Παλιό, όσο και τα ιεραρχικά συστήματα σε κάθε κοινωνία διεθνώς. Έτσι, θα το βρούμε, όχι μονάχα στα σχολεία, αλλά και στις φυλακές, στα στρατιωτικά συστήματα εκπαίδευσης και στην ιεραρχικά δομημένη εργασία.

Αν θέλουμε, ωστόσο, να βάλουμε τα πράγματα στη σωστή τους βάση, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως, για να χρησιμοποιηθεί με επιστημονική ορθότητα ο όρος «εκφοβισμός», θα πρέπει να συντρέχουν απαραιτήτως τέσσερα βασικά κριτήρια:

– η επαναληπτικότητα της κακοποιητικής πράξης,

-η συστηματικότητά της,

-η σταθερότητα στους ρόλους θύτη-θύματος (δεν εναλλάσσονται μεταξύ τους) και

-η άντληση ευχαρίστησης του δράστη από την οδύνη που προκαλεί στο θύμα.

Με δυο λόγια, το bullying ή εκφοβισμός, ΔΕΝ περιγράφει ΚΑΘΕ εκδήλωση επιθετικότητας των ανθρώπων. Είναι κάτι πολύ πιο ειδικό, πιο συγκεκριμένο, διαρκέστερο και πιο σαδιστικό από τον ξυλοδαρμό, την απειλή, τον μεμονωμένο καυγά, τη σύγκρουση μεταξύ δύο μερών που εμπλέκονται καθημερινά και ασχημονούν.

Αν μπορούσε κάποιος να παρακολουθήσει την καθημερινότητα των παιδιών που εμπλέκονται σε σχολικό εκφοβισμό, θα έβλεπε πως η εκδήλωση των απρεπών συμπεριφορών που ορίζονται ως «εκφοβισμός» και μας ανησυχούν είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Κάτω από όλον αυτόν τον θόρυβο κρύβονται παιδιά με ασθενική αυτοεκτίμηση, με προϋπάρχουσα κακοποίηση στο σπίτι, με μεθοριακό ψυχολογικό προφίλ ή με διεγνωσμένη διαταραχή, με κοινωνιοπαθολογία, με παραμέληση, παιδιά ενδοτικών ή αυταρχικών γονέων, παιδιά χωρίς όρια, παιδιά χωρίς επίγνωση λάθους-σωστού. Το οικογενειακό οικοσύστημα, λοιπόν, είναι μέρος του προβλήματος.

Και στο σημείο αυτό, ο κόμπος σφίγγει περισσότερο και δυσκολεύεται η λύση του από το σχολείο. Πώς λέτε ότι θα προσέλθει στη σχολική διεύθυνση ο θιγόμενος γονιός που διαμεσολαβεί για το κακοποιημένο παιδί του; Με τι ψυχολογία θα περάσει στο γραφείο του διευθυντή ο άλλος γονιός που εγκαλείται για την παραβατικότητα του δικού του παιδιού; Πώς αντιμετωπίζει τη σχολική δικαιοσύνη ο ενήλικας ο οποίος, λόγω προηγούμενης δικής του αρνητικής σχολικής εμπειρίας, δεν υπολήπτεται ένα σύστημα που διαρκώς τον μείωνε στο παρελθόν και τώρα τον καλεί σε συνεννόηση; Πώς θα βοηθηθεί από το σχολείο μια οικογένεια ώστε να λύσει τα προβλήματα που η ίδια, λίγο έως πολύ, προκαλεί και μεταφέρει στο παιδί της;

Και από την άλλη οι εκπαιδευτικοί: αυτή η εκτεθειμένη κατηγορία επαγγελματιών σε κάθε είδους κοινωνική κριτική, με το διάτρητο νομοθετικό πλαίσιο μέσα στο οποίο καλούνται να αυτοσχεδιάσουν, χωρίς καμία νομική γνώση και ασφάλεια. Οι εκπαιδευτικοί που, όση επιστημονική επάρκεια κι αν διαθέτουν στο γνωστικό τους αντικείμενο, δεν είναι προετοιμασμένοι για χειρισμούς ψυχοκοινωνικούς, ούτε έχουν την άδεια να παρεμβαίνουν στις οικογένειες και την κοινωνική ζωή των μαθητών τους για να διερευνήσουν, να διορθώσουν, να βοηθήσουν. Κι αν το κάνουν κινδυνεύουν να κατηγορηθούν για υπερβάλλοντα ζήλο και ανεπανόρθωτη έκθεση. Οι εκπαιδευτικοί που στη χειρότερη περίπτωση θα αδρανήσουν εσκεμμένα («άσε μη βρω κανα μπελά») και θα φύγουν με τη λήξη του ωραρίου, αφήνοντας το πρόβλημα στους άλλους συναδέλφους. Ή οι εκπαιδευτικοί που κάνουν μεν ένα φιλότιμο μάθημα, αλλά που δεν έχουν τη δεξιότητα ή την ευαισθησία να καταλάβουν ότι κάτι τρέχει. Υπάρχουν κι αυτοί. Ψέματα θα λέμε; Ωστόσο, ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω…

Για να καταλήξουμε κάπου -διότι καλές οι διαπιστώσεις, αλλά εδώ μιλάμε για κόστος σε κατεστραμμένες ζωές, ψυχές και υπολήψεις- θα λέγαμε ότι ο εκφοβισμός ευδοκιμεί πάντα όπου το κοινωνικό κεφάλαιο έχει μειωθεί και η κοινωνική συνοχή κι αίσθηση ευθύνης έχουν φθαρεί. Η διεθνής εμπειρία και οι ακαδημαϊκές έρευνες αυτό αποκαλύπτουν τουλάχιστον: το φαινόμενο ανθεί εκεί που υπάρχει ανοχή, ανευθυνότητα του τύπου «κάνω τα στραβά μάτια», διαλυμένα ανθρώπινα δίκτυα, ή άγνοια και αδιαφορία.

Παρήγορη είναι η συνταύτιση των ερευνητών ψυχικής υγείας που διακηρύσσουν δημοσίως κατευθύνσεις και λύσεις: όσο πιο κοντά είναι οι κηδεμόνες στη σχολική ζωή των παιδιών τους, τόσο καλύτερα συνεννοούνται με τον σχολικό οργανισμό και προστατεύουν τα παιδιά τους. Όσο πιο ενήμερος παιδαγωγικά είναι ο εκπαιδευτικός, τόσο καλύτερα καταφέρνει να χειριστεί τις σχέσεις των παιδιών. Όσο πιο σταθεροί είναι οι σχολικοί κανονισμοί, τόσο πιο δημοκρατικό το κλίμα στο εκπαιδευτήριο και, επομένως, μεγαλύτερη η παρρησία των μαθητών που υπερασπίζονται εαυτόν και αλλήλους, γιατί πιστεύουν στη δικαιοσύνη. Όσο πιο ανοικτό το σχολείο στην κοινότητα, τόσο πιο πολλοί επαγγελματίες μπορούν να προσφέρουν εξειδικευμένη στήριξη στους εμπλεκόμενους.

Οδηγίες μας δίνουν οι επιστήμονες. Και κατά τον πατριωτισμό και το φιλότιμό μας ευθυγραμμιζόμαστε μερικοί και άλλοι πάλι όχι. Γιατί μας λείπει η νομοθεσία. Όχι η νομοθεσία των υπουργικών αποφάσεων και των εγκυκλίων, βέβαια, που ράβεται και ξηλώνεται βολικά ανά Υπουργό και κυβέρνηση…

Δεν μπορώ να προβλέψω αν ποτέ η χώρα μας ενστερνιστεί την θέση των Σκανδιναβών για τον σχολικό εκφοβισμό και την επιθετικότητα και ενσωματώσει αντίστοιχη νομοθεσία μέσα στο Σύνταγμα, όπως κάνουν αυτοί. Το εύχομαι και το ελπίζω.

Ξέρω, όμως, ότι η ανθρωπιστική αρχή «η γνώση σε κάνει άνθρωπο» υπαγορεύει τη διαχείριση του φαινομένου κατ’αρχάς, μέσω της ευαισθητοποίησης, της ενημέρωσης και της επιμόρφωσης. Και στο πλαίσιο αυτό προσδοκώ να δω να ανασυσταίνονται προσπάθειες όπως εκείνη του «Παρατηρητηρίου για τη Σχολική Βία», που είχε ξεκινήσει το 2012, και η «Δημιουργία Δικτύου για τη Σχολική Βία και τον Εκφοβισμό», που διακόπηκε άδοξα το 2016.

Γιατί, στ’ αλήθεια, ακόμη κι αν ακούγεται καταχρηστικά ή αβασάνιστα το «κυρία, κυρία… μου κάνουν bullying!» από τα χείλη των παιδιών, δεν είναι ο τραμπουκισμός πρόβλημα στο οποίο αντέχουμε να κλείνουμε μάτια κι αυτιά, ως γονείς ή ως δάσκαλοι. Ούτε και επιτρέπεται να γίνεται αντικείμενο ιδεολογικής αντιπαράθεσης από κομματικούς παραγόντες που παίζουν «εν ου παικτοίς»…