ΑΡΘΡΟ
Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά
ATPL
AIRLINE PILOT
B737NG AIRBUS 320
Στην Ελλάδα οι νέοι βρίσκονται σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, αφού αντιμετωπίζουν διπλάσια ποσοστά ανεργίας, σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, ένας στους πέντε νέους που αναζητούν εργασία είναι άνεργος. Σε ακόμη χειρότερη θέση είναι οι γυναίκες. Μία στις τέσσερις, ηλικίας από 15-29 ετών, είναι άνεργη. Ένας στους δύο ανέργους στη χώρα μας είναι νέος. Πάνω από 204.000 άνεργοι νέοι καταγράφηκαν το 2005. Βέβαια, στατιστικά τουλάχιστον, καταγράφεται μείωση, καθώς το 1999 οι άνεργοι νέοι έφταναν σχεδόν τους 300.000.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η ανεργία πλήττει τους νέους όλων των μορφωτικών επιπέδων. Το 2005, 27.000 απόφοιτοι ΑΕΙ και 48.000 απόφοιτοι ΤΕΙ ήταν άνεργοι. Το 1988 οι άνεργοι νέοι ήταν 188.334, αλλά είχαν άλλη μορφωτική σύνθεση. Κυριαρχούσαν οι άνεργοι με εφόδια μόλις δημοτικού (29.529) ή έστω γυμνασίου (25.856), ενώ οι πτυχιούχοι ΑΕΙ (19.187) και ΤΕΙ (16.193) είχαν καλύτερη τύχη. Σήμερα, φαίνεται ότι ούτε οι μεγάλοι κόποι και τα τεράστια έξοδα για εκπαίδευση μπορούν να εξασφαλίσουν δουλειά.
Το χειρότερο όμως είναι ότι οι περισσότερες θέσεις εργασίας που προσφέρονται είναι χαμηλότερης ποιότητας απ’ ό,τι παλαιότερα. Καταρχήν, μεγάλο ποσοστό των νέων εργάζονται σε κακοπληρωμένες δουλειές, πολλοί είναι ανασφάλιστοι, άλλοι πληρώνονται «μαύρα». Δεν είναι μόνο ότι βασικά οι νέοι απαρτίζουν τη στρατιά των κακοπληρωμένων δουλειών του ποδαριού (π.χ. διανομείς), αλλά ότι και δίπλα σε θέσεις εργασίας που θεωρούνται αξιοπρεπείς και ασφαλείς, όπως τραπεζοϋπάλληλος, μηχανικός, εργαζόμενος σε ΔΕΚΟ, πληθαίνουν οι μορφές επισφαλούς εργασίας, είτε μέσω γραφείων επινοικίασης εργαζομένων, είτε μέσω εργολάβων, είτε μέσω πληρωμής με το μπλοκάκι. Οι νέοι, που κατά κύριο λόγο απασχολούνται με αυτό τον τρόπο, δεν έχουν βασικά δικαιώματα των προηγούμενων γενιών. Οι σταθερές θέσεις εργασίας, οι συμβάσεις αορίστου χρόνου λιγοστεύουν διαρκώς, ενώ αυξάνονται οι προσλήψεις ορισμένου χρόνου, οι συμβασιούχοι, οι προσωρινοί. Ασφαλιστικά δικαιώματα, αξιοπρεπείς μισθοί, προστασία απέναντι στην αυθαίρετη απόλυση, όλα αυτά μοιάζουν παρωχημένα.
Αξιοσημείωτο είναι και το ποσοστό μερικής απασχόλησης των νέων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, 63.500 νέοι ηλικίας 15-29 ετών έχουν μερική απασχόληση. Στις ηλικίες 20-24 ετών η μερική απασχόληση ξεπερνάει το 9%. Πάνω από 37.000 (η πλειοψηφία των μερικώς απασχολούμενων) δηλώνει καθαρά ότι ήθελε πλήρη απασχόληση αλλά δεν βρήκε. Δεν σημαίνει όμως ότι και οι υπόλοιποι δεν θα προτιμούσαν πλήρη απασχόληση, κάτω από άλλες συνθήκες.
Δεν φαίνεται να βοηθούν τους νέους το καθεστώς μαθητείας και πρακτικής άσκησης. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως λέει ο κ. Γιάννης Κουζής, επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνεργάτης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ «καταγράφονται αυθαιρεσίες στη μαθητεία». Πολλοί νέοι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης χωρίς προοπτική. Το ίδιο συμβαίνει και με τα προγράμματα για ανέργους, όπως τα Stage. Συχνά προσφέρουν απλά φθηνή εργατική δύναμη σε εργοδότες, χωρίς ο νέος να λαμβάνει κάποια ουσιαστική εκπαίδευση και να βρίσκει ένα δρόμο προς τη σταθερή εργασία. Επιπλέον, «οι νέοι εργαζόμενοι βρίσκονται πιο συχνά αντιμέτωποι με παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας», σύμφωνα με τον κ. Κουζή.
Η ανεργία οδηγεί σε απώλεια του εαυτού
Πώς αντιδρούν τα περισσότερα άτομα αν, από τη μια μέρα στην άλλη, βρεθούν χωρίς εργασία; Όταν μάλιστα, για λόγους εντελώς άσχετους με τις εργασιακές τους ικανότητες, η απόλυσή τους συνεπάγεται την είσοδό τους σε ένα μακροχρόνιο και αδιέξοδο καθεστώς ανεργίας;
Η καλπάζουσα ανεργία στον τόπο μας, αλλά και στις περισσότερες «αναπτυγμένες» κοινωνίες, είναι το προϊόν της ολότελα ανορθολογικής επιλογής κατά τη δεκαετία του ’70 να εναποθέσουμε το μέλλον των κοινωνιών μας στην άναρχη και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των αγορών. Η πρόσφατη διεθνής οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τις εγχώριες αδυναμίες διπλασίασαν την ανεργία στην Ελλάδα. Μάλιστα, με δεδομένη την παρατεταμένη οικονομική ύφεση την επόμενη δεκαετία η επέκταση της μόνιμης ανεργίας σε ολοένα και ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Και η προοπτική μιας παρατεταμένης κατάστασης ανεργίας δεν απειλεί μόνο τους νέους κάτω των 25 ετών αλλά και τους άνω των 40 έως 60 ετών μεσήλικες, οι οποίοι, ενώ έχουν εργαστεί επί σειρά ετών, εν μια νυκτί βρίσκονται απολυμένοι, χωρίς καμιά δυνατότητα επανένταξης στον κόσμο της εργασίας.
Προφανώς, η πρώτη συνέπεια της απώλειας της εργασίας είναι η στέρηση μιας σταθερής πηγής εισοδημάτων απαραίτητων για την επιβίωση. Όμως, η παρατεταμένη κατάσταση ανεργίας έχει και άλλες δραματικές επιπτώσεις στην κοινωνική και ατομική ζωή των ανέργων. Επιπτώσεις που σε αρκετές περιπτώσεις είναι πολύ πιο επώδυνες και καταστροφικές από την έλλειψη χρημάτων. Το γεγονός αυτό, μολονότι υποβαθμίζεται ή και παραβλέπεται συστηματικά από τις αρμόδιες αρχές, εντούτοις επιβεβαιώνεται από πλήθος ερευνών από ειδικούς.
Ήδη, οι πρώτες σοβαρές μελέτες των ψυχολογικών επιπτώσεων της ανεργίας πραγματοποιήθηκαν το 1938 από τους Philip Eisenberg και Paul F. Lazarsfeld, οι οποίοι αναλύοντας τις αντιδράσεις των ανέργων αναγνώρισαν τρία τυπικά στάδια ή φάσεις. Το πρώτο στάδιο χαρακτηρίζεται από την απόρριψη και τη συστηματική άρνηση της νέας κατάστασης. Το άτομο δηλαδή αρνείται να αποδεχτεί ότι έχασε την εργασία του και ελπίζει ότι με κάποιο τρόπο θα επαναπροσληφθεί ή θα βρει άλλη καλύτερη εργασία. Ακολουθεί στη συνέχεια το στάδιο της απαισιοδοξίας και της ανησυχίας, καθώς ύστερα από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες εύρεσης εργασίας αρχίζει να συνειδητοποιεί τη δεινή κατάστασή του. Τότε, συνήθως έπειτα από εννιά μήνες ανεργίας, εισέρχεται στο στάδιο της απελπισίας και της κατάθλιψης. Δεν βλέπει πια καμία διέξοδο ή προοπτική λύσης στο πρόβλημά του.
Άλλωστε, μετέπειτα έρευνες κοινωνικών ψυχολόγων έδειξαν ότι κάθε άνθρωπος τείνει να δημιουργεί μια εικόνα του εαυτού του ανάλογα με τους 2 κοινωνικούς ρόλους που έχει αποδεχτεί και στη βάση αυτών των ρόλων διαμορφώνει τη σιγουριά που απαιτείται για τη «σωστή» κοινωνική ένταξή του. Επομένως, η απώλεια εργασίας επηρεάζει αρνητικά και τις δύο αυτές συμπληρωματικές διαστάσεις της ζωής μας, τόσο τον «πραγματικό» κοινωνικό μας ρόλο όσο και την «υποκειμενική» αυτοεκτίμησή μας.
Και ίσως γι’ αυτό οι περισσότεροι ειδικοί επιμένουν ότι το πιο ουσιαστικό σύμπτωμα της απώλειας εργασίας δεν είναι τόσο η έλλειψη χρημάτων, όσο η απώλεια της αυτοεκτίμησης και του αυτοσεβασμού. Η εσωτερίκευση αυτής της κατάστασης οδηγεί κατά κανόνα σε ενοχικά και αυτοευνουχιστικά αισθήματα, τα οποία όχι μόνο καταστρέφουν κάθε προσπάθεια εξόδου από την «προσωπική» κρίση, αλλά και εμποδίζουν την αναζήτηση εργασίας, ιδίως σε χαλεπούς οικονομικά καιρούς. Η αδράνεια και η ακινησία αποτελούν τα τυπικά γνωρίσματα μιας εσφαλμένης και ενοχικής «εσωτερίκευσης» του προβλήματος της ανεργίας ως προσωπικού προβλήματος των ανέργων που σχετίζεται, υποτίθεται, με κάποιες υποκειμενικές ελλείψεις ή αδυναμίες και όχι, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, με τα αντικειμενικά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που επιβάλλουν τη βαρβαρότητα της ανεργίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση που ζούμε θα οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας, ενδεχομένως και δραματική. Οι διαστάσεις βεβαίως της αύξησης αυτής θα εξαρτηθούν όχι μόνο από την ένταση της επερχόμενης ύφεσης, όσο –και κυρίως– από τη διάρκειά της. Δεν αποκλείεται καθόλου –όπως έγινε και με την κρίση της δεκαετίας του ’70– η μεγάλη ένταση του προβλήματος να εκδηλωθεί όχι στο αρχικό στάδιο της ύφεσης, αλλά στα ύστερα στάδιά την.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι δεν πρέπει από τώρα να τεθούν σε επιφυλακή, ότι δεν πρέπει η κοινωνία να τεθεί από τώρα σε κατάσταση συναγερμού.
Πολύ περισσότερο που το επερχόμενο νέο κύμα αύξησης της ανεργίας βρίσκει την κοινωνία αθωράκιστη. Οι όποιοι θεσμοί προστασίας των εργαζομένων και των ανέργων είναι ατροφικοί ή διάτρητοι, το δε «μοντέλο ανάπτυξης», βασισμένο στον καταναλωτισμό και στο δανεισμό, έχει οδηγηθεί σε χρεοκοπία.
Εκτός αυτού, είναι ήδη εμφανείς οι προσπάθειες ορισμένων επιχειρηματιών να αξιοποιήσουν τον κίνδυνο της ανεργίας ως άλλοθι για να κερδίσουν περισσότερα από λιγότερους εργαζόμενους, να απαιτήσουν ακόμη μεγαλύτερη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, να αποσπάσουν περισσότερο δημόσιο χρήμα για να αποκαταστήσουν ελλείμματα της ανταγωνιστικότητάς τους και να στηρίξουν την κερδοφορία τους.
Είναι λοιπόν επείγουσα η ανάγκη να υπάρξει ένα σύστημα προστασίας των εργαζομένων από αυθαίρετες ή εκβιαστικές απολύσεις. Είναι επείγον να εισαχθεί, να οριοθετηθεί και να θεσμοθετηθεί η έννοια της μη αιτιολογημένης απόλυσης και να προστατευθούν οι εργαζόμενοι τουλάχιστον απ’ αυτήν.
Ένα δεύτερο πεδίο άμεσης παρέμβασης είναι η προστασία των ανέργων από τη φτώχεια και την ανέχεια. Το ισχύον σύστημα είναι διάτρητο. Μόλις το 15% των ανέργων παίρνουν ένα επίδομα, ισχνό και για μικρό χρονικό διάστημα. Είναι, λοιπόν, επείγουσα ανάγκη να συγκροτηθεί ένα σύστημα προστασίας των ανέργων καθολικό και αποτελεσματικό, χωρίς υποκριτικά εμπόδια και ανυπέρβλητες προϋποθέσεις στην πρόσβαση σ’ αυτό.
Το τρίτο επίπεδο είναι η άμεση παρέμβαση του κράτους για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Το κράτος δρα ήδη –και διεθνώς και στη χώρα μας– ως δανειστής και ως μέτοχος της «τελευταίας καταφυγής» για τις τράπεζες. Πρέπει να κάνει το ίδιο ενεργώντας και ως εργοδότης της τελευταίας καταφυγής. Και είναι υποκριτές όσοι ονομάζουν κρατισμό το δεύτερο και κοινωνική πολιτική το πρώτο.
Βεβαίως, το ζητούμενο εδώ δεν είναι ένα κράτος «αποθήκη ανθρώπων» χωρίς πραγματικό αντικείμενο εργασίας, όμηροι της εκάστοτε εξουσίας. Το ζητούμενο είναι ένα πρόγραμμα διαφανές, καλά σχεδιασμένο, ψηφισμένο από τη βουλή, κατά τις επιταγές του συντάγματος, το οποίο θα προβλέπει συγκεκριμένες θέσεις εργασίας, αδιάβλητες διαδικασίες πρόσληψης, όπου υπάρχουν συγκεκριμένες ανάγκες και διαγράφεται ορατό, θετικό για την κοινωνία αποτέλεσμα.
Η κατασκευή κοινωνικών υποδομών, όπως δημόσιων και δημοτικών βρεφονηπιακών σταθμών και σχολείων, η κάλυψη κενών θέσεων σε νοσοκομεία, η στελέχωση ελεγκτικών μηχανισμών, είναι μερικά από τα πολλά παραδείγματα που μπορούν να αναφερθούν. Ένα τέτοιο πρόγραμμα 100.000 νέων θέσεων εργασίας τουλάχιστον έπρεπε ήδη να έχει διαμορφωθεί. Οι τεράστιοι πόροι που διασπαθίζονται σε προγράμματα δήθεν κατάρτισης και δήθεν «ενεργητικές πολιτικές» απασχόλησης θα έπιαναν καλύτερα τόπο αν οι όποιες καταρτίσεις ή ενεργητικές πολιτικές εντάσσονταν ως υποστηρικτικοί μηχανισμοί σε τέτοια προγράμματα απασχόλησης.
Τα παραπάνω όμως δεν αρκούν. Η ανεργία στη χώρα μας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της κρίσης αλλά και ένα πρόβλημα που υπήρχε και πριν την κρίση. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η ανεργία ήταν διαρκώς παρούσα καθ’ όλη τη διάρκεια του πρόσφατου «αναπτυξιακού κύκλου». Συγκεκριμένα σε όλη την περίοδο 1994-2005 το ποσοστό ανεργίας δεν έπεσε ούτε για ένα έτος κάτω από το 10%, παρά την ταχεία οικονομική μεγέθυνση. Και η κάποια στατιστική μείωση της ανεργίας μετά το 2006 οφείλεται στην επέκταση της μερικής απασχόλησης και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων τύπου stage πρόσκαιρης συγκάλυψης της ανεργίας.
Δεν είναι επομένως η έξοδος από την κρίση που θα οδηγήσει σε μείωσης της ανεργίας. Είναι η μείωση της ανεργίας και η επιδίωξη της πλήρους απασχόλησης ο δρόμος για την έξοδο από την κρίση. Αυτό όμως απαιτεί ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, δηλαδή ένα νέο σύστημα παραγωγής και διανομής του πλούτου, στον αντίποδα του μοντέλου που διαμορφώθηκε υπό την ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων ιδεών από τις κυβερνήσεις του Πα.Σο.Κ. και της Ν.Δ.
Χρειάζεται η οικονομία και η κοινωνία να ανασυγκροτηθούν στη βάση νέων ιεραρχήσεων στις οποίες οι ανάγκες των ανθρώπων, της φύσης και της κοινωνίας θα ανακτήσουν την πρωταρχικότητα που τους ανήκει. Το αίτημα «οι άνθρωποι πάνω απ’ τα κέρδη» δεν είναι μόνο ένα σύνθημα αλλά και μια πολιτική και προγραμματική κατεύθυνση, που η τρέχουσα κρίση καθιστά ακόμα πιο αναγκαία και πιο επίκαιρη.