ΑΡΘΡΟ

Του Γιάννη Παπουτσή

Msc Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων

Πρόεδρος του Μορφωτικού & Πολιτιστικού Συλλόγου Μοναστηρακίου Δράμας και του Κέντρου Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ανατολικής Μακεδονίας

Η περίοδος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στην περιοχή μας είναι μια επιμελώς αποσιωπημένη και ενοχοποιημένη πτυχή της ιστορίας μας με τις ιστορικές συνέπειες και τα θλιβερά επακόλουθά του και για τούτο πολύ ενδιαφέρουσα.

Η δεύτερη εισβολή των Βουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία έγινε με την βοήθεια των Γερμανών την περίοδο 1916-1918. Ήταν η πιο στυγνή Κατοχή επειδή ήταν και πολύ άναρχη, ό,τι ήθελαν έκαναν και δεν έδιναν λόγο σε κανέναν.

Πριν από έναν αιώνα και πλέον, για την ακρίβεια 108 χρόνια, οι Βούλγαροι χρησιμοποίησαν τις εκτοπίσεις, τους ξυλοδαρμούς και τις δολοφονίες ανδρών, τις απαγωγές παιδιών, τους βιασμούς γυναικών, τη λεηλασία περιουσιών και την πείνα για όλους τους Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας με σκοπό αρχικά να αλλοιώσουν την εθνολογική εικόνα της περιοχής και στη συνέχεια να την προσαρτήσουν στο κράτος τους.

Τραγική συνέπεια: πάνω από 45.000 θύματα που δεν χάθηκαν σε μάχες πολέμου αλλά σε κατάσταση κατοχής, περισσότερα θύματα και από την πρώτη (1912-1913) και από την τρίτη (1941-1944) βουλγαρική κατοχή.

Η κατοχή της περιόδου 1916-1918 δεν ήταν μόνον συνέπεια της επεκτατικο-εθνικιστικής πολιτικής των Βουλγάρων και της πολιτικο-στρατιωτικής πίεσης των Αγγλο-Γάλλων για τη σύμπραξη των Ελλήνων μαζί τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) αλλά και βασικά ο εθνικός διχασμός.

Ύστερα επήλθε η ένοχη σιωπή από ελληνικής πολιτικής πλευράς, η αποσιώπηση των γεγονότων για την αποποίηση των ευθυνών.

Η περίεργη, ένοχη, πολύχρονη και παντελής σιωπή για την δεινοπάθεια των Ανατολικομακεδόνων το 1916 –1918, είναι εμφανής και πασίδηλη, καμία αναφορά! Ούτε μία λέξη! από την ελληνική πολιτική. Ωσάν η οργανωμένη εφαρμογή του σχεδίου γενοκτονίας να είναι ανύπαρκτη.

Γι’ αυτό λοιπόν οφείλουμε να θέτουμε το ζήτημα και το στοίχημα μνήμης για την αναβάπτιση στην ιστορία μας των νεότερων γενεών.

Το οδοιπορικό μνήμης, μέσα από τις καταστροφές που υπέστη η Ανατολική Μακεδονία, για την Δράμα περιγράφει με αίσθηση πατριωτικής ευθύνης και αγωνίας των στιγμών ο τότε Νομάρχης Νικόλαος Μπακόπουλος, ο οποίος, μέσα από το ανεκτίμητης αξίας αρχείο της έκθεσής του προς τα Υπουργεία Εσωτερικών και Εξωτερικών, δίνει το στίγμα της συγκεκριμένης περιόδου και όσων συνέβαλαν στην καταστροφή των Ελλήνων της περιοχής.

Με την άφιξη του Βουλγαρικού στρατού στην περιοχή, ο διοικητής της 10ης Μεραρχίας Συνταγματάρχης Burmov, μαζί με τον Ίλαρχο Rittmeister von Puttkammer και, σε μικρότερο βαθμό, με τον Αντιστράτηγο Αλέξανδρο Τάνεφ, προχώρησαν σε σκληρά περιοριστικά μέτρα, εγκαθιδρύοντας καθεστώς τρομοκρατίας. Φόνοι ντόπιων, επιτάξεις, λεηλασίες και κάθε είδους βιαιοπραγία συνέβαινε αρκετά συχνά, στέρηση ακόμη και της τροφής λόγω επιτάξεων και πολιτιστικός στραγγαλισμός ήταν μερικά μόνο από τα έργα της Βουλγαρικής Στρατιωτικής Διοίκησης Δράμας.

Όμως, το ποια είναι τα θύματα και γιατί πρέπει να τιμηθούν καθορίζεται από τη γνώση των κατάλληλων ιστορικών γεγονότων.

Οι άνθρωποι εκείνης της γενιάς δεν υπάρχουν και κάποιοι θα αγνοούνται για πάντα, όμως τα βασανιστήρια, οι ατιμώσεις, οι εξευτελισμοί, οι ταλαιπωρίες, οι συνθήκες ζωής στα όρια του θανάτου ως πράξεις των Βουλγάρων ομιλούν ακόμα.

Έτσι, είναι αυτονόητη αναγκαιότητα η αναφορά των επιβεβαιωμένων εκείνων ιστορικών γεγονότων, που κατατείνουν στη διαμόρφωση πλήρους και καθαρής εικόνας των συγκεκριμένων συνθηκών της διερευνούμενης ιστορικής περιόδου.

Όλα γενικά τα δεδομένα (Κρατικά Αρχεία και επίσημες Εκθέσεις, Διεθνείς έρευνες, αναφορές και συμπεράσματα, αξιόπιστες προσωπικές μαρτυρίες) αποδεικνύουν αδιάσειστα ότι η Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, μεταξύ των ποταμών Στρυμώνα και Νέστου (Νομοί Σερρών, Δράμας, Καβάλας), από τον Αύγουστο του 1916 έως και το Σεπτέμβριο του 1918, σκοπό είχε την εξόντωση του ντόπιου πληθυσμού και τον εποικισμό με βουλγαρικό, ώστε έτσι με τη νόθευση του αυτόχθονος και ακραιφνούς Ελληνικού πληθυσμού να επιχειρηθεί η ενσωμάτωση της εν λόγω περιοχής στο τότε Βουλγαρικό Βασίλειο.

Κορυφαία ενέργεια της προσπάθειας αυτής υπήρξε τον Ιούλιο του 1917 η συγκέντρωση όλων των αρρένων Ελλήνων Ορθοδόξων Ανατολικομακεδόνων, από ηλικίας 12 έως και πλέον των 65 ετών, και τον Αύγουστο του 1918 μεγίστου αριθμού γυναικοπαίδων και ο εκτοπισμός τους σε διάφορα μέρη της τότε Βουλγαρικής Επικράτειας, όπου, κάτω από ακραίες απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, υποχρεώθηκαν κυρίως σε καταναγκαστική εξοντωτική εργασία.

Το Σεπτέμβριο του 1918, και ενώ μαινόταν ο πόλεμος, η τότε Τσαρική Βουλγαρία ζήτησε ανακωχή, παρέδωσε τα κατεχόμενα εδάφη της εν λόγω περιοχής και επέτρεψε την επιστροφή των «ομήρων» – πολιτικών αιχμαλώτων -, που είχαν επιζήσει μέχρι τότε.

Η επιστροφή αυτή αποτέλεσε νέα οδύσσεια, και για πολλούς από όσους επέζησαν και αυτή διήρκεσε πάνω από πέντε μήνες.

Το να θυμάται κανείς σημαίνει να είναι υπεύθυνος.

Με την παρουσίαση και δημοσίευση όσο το δυνατόν περισσότερων ντοκουμέντων θα εκπληρώνουμε το χρέος τόσο στους προγόνους μας, όσο και στα παιδιά μας, δίνοντας σ’ αυτά γνώση και παιδεία, κληροδοτώντας τους έτσι την αναγκαία για την εθνική ύπαρξή μας ιστορική μνήμη, που είναι περισσότερο αναγκαία στους χαλεπούς καιρούς που περνάμε.

Συμπερασματικά οι διαδικασίες / διεργασίες ανατροφοδότησης με τα προικώα της ιστορικής μας μνήμης, που μας οδηγούν σε μια αυτογνωσία για να διεκδικήσουμε τη δικαίωση των θυμάτων της περιόδου 1916 – 1918, που η μνημόνευση των πολύπαθων προγόνων μας εντάσσεται στους θεσμούς του πολιτισμού μας και αποτελεί ιερό καθήκον μας.

Γι’ αυτό έχουν τεθεί οι παρακάτω στόχοι:

  1. Να αναζωπυρώσουμε το ενδιαφέρον για την περίοδο 1916 – 1918, ώστε να συμβάλλουμε στη γνώση της ιστορίας της πολύπαθης περιοχής μας.
  2. Να οδηγηθούμε στην οφειλόμενη ιστορική αποκατάσταση με την αναγνώριση από πλευράς της Πολιτείας την 16η Σεπτεμβρίου ως ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ των ΘΥΜΑΤΩΝ της Βουλγαρικής Κατοχής 1916 – 1918 στην Ανατολική Μακεδονία (νομοί Δράμας, Καβάλας και Σερρών).

Η σημασία της 16ης/29ης Σεπτεμβρίου 1918 είναι μεγάλη για την παγκόσμια ιστορία και μέγιστη για την ιστορία της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Μακεδονίας.

Για την παγκόσμια ιστορία είναι η ημέρα της πρώτης συνθηκολόγησης εχθρικού κράτους, της Βουλγαρίας. Είναι το πρώτο πλακίδιο από το εχθρικό ντόμινο μετά το οποίο επακολούθησαν στις 30 Οκτωβρίου 1918 η υπογραφή στον Μούδρο της Λήμνου, της άνευ όρων συνθηκολόγησης της Τουρκίας, στις 3 Νοεμβρίου η υπογραφή στην Πάντοβα, της άνευ όρων συνθηκολόγησης της Αυστρίας – μετά την ήττα της από την Ιταλία στο Βιτόριο Βένετο – και τέλος στις 11 Νοεμβρίου, η άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας, μετά την αιφνίδια κατάρρευσή της.

Για την Ελληνική ιστορία σηματοδοτεί κυρίως το τέλος της Βουλγαρικής κτηνωδίας στην Ανατολική Μακεδονία και τη διάσωση των όσων είχαν απομείνει Ελληνορθόδοξων Ανατολικομακεδόνων από το βουλγαρικό σχέδιο γενοκτονίας τους.

Οι απαιτούμενες ενέργειές μας προς τη Διοίκηση για την Καθιέρωση Ημέρας Μνήμης των Θυμάτων της γενοκτόνας εκείνης Κατοχής, ολοκληρώθηκαν τον Απρίλιο του 2017 και ο φάκελος με το σχετικό ΑΙΤΗΜΑ, πλήρης και ολοκληρωμένος σύμφωνα με τον Νόμο, είναι έκτοτε κατατεθειμένος αρμοδίως στο Υπουργείο Εσωτερικών.

Συνεπώς, εναπόκειται στον Υπουργό Εσωτερικών και μόνον να προβεί στη διαδικασία έκδοσης του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος, όπως έχει γίνει σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις.

Δυστυχώς, έχει παρέλθει άπρακτος πολύς χρόνος, που αγγίζει τα όρια της προσβολής των αείμνηστων θυμάτων προγόνων μας και θίγει το πατριωτικό και ηθικό μας συναίσθημα.

Εύχομαι σύντομα να γιορτάσουμε την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος, με το οποίο και το Ελληνικό Κράτος – επιτέλους – θα αποδώσει την τιμή που αρμόζει στους προγόνους μας, θύματα εκείνης τής γενοκτονίας.