ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
τ. Λυκειάρχη
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Και ενώ παντού βασίλευε πυκνή καταχνιά και σκοτάδι βαθύ, το ελληνικό κύτταρο άντεξε στο μαρτύριο, στην απανθρωπιά και στις στερήσεις αθώων ζωών.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά ήρθαν και οι αθέμιτες βουλήσεις των δήθεν πολιτισμένων Ευρωπαίων. Η περιβόητη Αντάντ, που τη συγκρότησαν Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί και Ρώσοι υποχρέωσαν το 1914 την Ελλάδα να παραχωρήσει στη Βουλγαρία εδάφη, που έσφυζαν από ελληνικό πληθυσμό. Έτσι ένα μεγάλο μέρος της Θράκης απογυμνώνεται από το ελληνικό στοιχείο. Βοδάμαξες φορτωμένες με την ελάχιστη περιουσία, δημιούργημα ιδρώτα και αίματος πολλών αιώνων, διασχίζοντας τις λασπωμένες στράτες, αποζητούν προστασία στη μητέρα πατρίδα.
Μα το κακό δεν σταματάει στο 1914. Οχτώ χρόνια αργότερα ακολουθεί νέα συμφορά. Η περιβόητη και διάτρητη συνθήκη της Λωζάννης αφυδατώνει από ελληνισμό τη Θράκη. Νέος ξεριζωμός. Νέος Γολγοθάς. Νέα εγκατάλειψη των ποτισμένων με ιδρώτα και αίμα κέντρων δημιουργίας υψηλής. Νέα εγκατάλειψη οίκων λατρείας, αφημένους στο μίσος του κατακτητή, σκηνώματα αγίων, κοιμητήρια, οίκοι εμπορίου.
Πόνος βαθύς για το ξέκομμα ζωής τριών χιλιετηρίδων. Και δεν έφταναν μόνον αυτά. Ακολούθησε η αφιλόξενη συμπεριφορά των γηγενών. Φοβήθηκαν τους καλόβουλους Συνέλληνες, φοβήθηκαν τις περιουσίες τους και στάθηκαν απέναντί τους. Τους είδαν με μίσος, έκλεισαν τις πόρτες τους, τους προσέβαλαν σαν να ήταν αλλόδοξοι κι αλλόπιστοι. Και όμως ήταν Έλληνες μέχρι το μεδούλι τους, οι Θρακιώτες και όλοι οι πρόσφυγες, Πόντιοι και Μικρασιάτες.
Και εδώ ήταν που επαληθεύθηκε ο χρησμοφόρος στίχος του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού. Το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισε άνθη.
Σεισμός και χάσμα ο ξεριζωμός. Μα ποια ήταν τα άνθη;
Ας δούμε λοιπόν πώς τα περιγράφει ο κορυφαίος πανεπιστημιακός δάσκαλος, ο μεγάλος δάσκαλός μου στο Πανεπιστήμιο, ο αείμνηστος Δημ. Λουκάτος στο έργο του Αγραπιδιές:
Και ενώ ακόμη οι φλόγες της Μικρασιατικής καταστροφής έλαμπαν στον ορίζοντα, ενώ χιλιάδες νεκροί έμεναν άταφοι και ενώ οι βοδάμαξες των θρακιωτών σέρνονταν με κόπο πολύ στον πικρό δρόμο της προσφυγιάς, αφού συνήλθαν από την εφιαλτική παραζάλη, ρίχτηκαν με πάθος στη δουλειά. Ξελόγγωσαν τα προβούνια, αποξηράνανε τους βάλτους και τους μετέβαλαν σε χωράφια, με καρποφόρες φυτείες. Γέμισαν με αγαθά τις αποθήκες, έχτισαν καινούργια νοικοκυριά, νέους οικισμούς στους οποίους έδωσαν τα ονόματα της πατρίδας τους. Έφεραν μαζί τους τον διαχρονικό ελληνικό εθιμικό βίο και τον συντήρησαν ως κόρη οφθαλμού, όπως τα αναστενάρια, το κουρμπάνι, τον καλόγερο, τα καλογέρκα, τον κούκερο, τη γιορτή της μπάμπως. Έθιμα που τα αναβιώνουν κάθε χρόνο ιεροτελεστικά. Έχτισαν καινούργιες εκκλησιές, και προσκυνήματα όπου εναπόθεσαν τις εφέστιες ιερές εικόνες, Ίδρυσαν πνευματικούς και πολιτιστικούς συλλόγους, όπως αυτόν στο Νεροφράκτη, διακρίθηκαν στα γράμματα και στις τέχνες. Κατέκτησαν με την αξία τους θέσεις καθηγητών στα πανεπιστήμια, ανέβηκαν στην υψηλή ιεραρχία του στρατού, μπήκαν στην Ελληνική Βουλή, έγιναν υπουργοί, ανέβηκαν στην υψηλότατη ιεραρχία της Εκκλησίας μας με τους μακαριστούς Χρύσανθο Φιλιππίδη από την Γκιουμουλτζίνα και Χριστόδουλο Παρασκευαΐδη με καταγωγή από την Αδριανούπολη.
(συνεχίζεται…)