ΑΡΘΡΟ

Του Δημήτρη Κουκουτσολίδη

Οικονομολόγου

 

 

 

Το αύριο (άνοιγμα της αγοράς, ο τουρισμός και το Ταμείο Ανάκαμψης)

 

Σε τρεις (3) μήνες από τώρα, στα μέσα δηλαδή του καλοκαιριού θα έχει ξεκαθαρίσει αρκετά το τοπίο σχετικά με την προοπτική της ελληνικής οικονομίας, για φέτος, αλλά και μεσοπρόθεσμα. Τότε, εκτιμάται ότι θα υπάρχει μια ρεαλιστική εικόνα για την εξέλιξη του φετινού τουρισμού, που θα κρίνει σε σημαντικό βαθμό το ύψος της προσδοκώμενης ανάπτυξης για το 2021, όπου οι πάντες πλέον χαμηλώνουν (ελαφρά έστω) τον πήχη. Ο μετριασμός των προβλέψεων, οφείλεται πρωτίστως στο παρατεταμένο lockdown εξαιτίας του τρίτου κύματος της πανδημίας, τις μεταλλάξεις του ιού και του εκτροχιασμού του προγράμματος των εμβολιασμών. Με το ζήτημα να «λύνεται» ως ένα βαθμό μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού, οπότε και θα έχει χτιστεί το λεγόμενο «τείχος ανοσίας». Παράλληλα, από τα μέσα του καλοκαιριού και μετά, (Ιούλιος – Αύγουστος), θα αρχίσει -πάντα καλώς εχόντων των πραγμάτων- η εισροή κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Με την διαβεβαίωση των Βρυξελλών ότι 4,1 δις € θα διοχετευθούν προς τη χώρα μας, το οικονομικό επιτελείο εκτιμά πως ο στόχος της αύξησης του AEΠ σε σημαντικό ποσοστό, μέσα στο 2021, θα γίνει πραγματικότητα. Τα παραπάνω προϋποθέτουν βέβαια, ότι ο «οδικός χάρτης» επιστροφής της χώρας στην κανονικότητα δεν θα διαταραχθεί, τουλάχιστον σε βαθμό ανατροπής. Δηλαδή, ότι αμέσως μετά το Πάσχα θα ανοίξει (και) μέρος της εστίασης και το κεντρικό «ορόσημο» έναρξης της φετινής τουριστικής περιόδου (14 Μαΐου) δεν θα μετακινηθεί περαιτέρω.

 

Τα δύο σενάρια (θετικό / αρνητικό)

 

Στην περίπτωση αυτή, οι προσδοκίες για ευόδωση του βασικού (θετικού) σεναρίου για την οικονομία, ήτοι επιστροφής σε ανάπτυξη για φέτος άνω του 3,5% θα γίνουν βάσιμες. Το οικονομικό επιτελείο βασίζεται στο ότι ο τουρισμός θα επανέλθει στο 40-50% των εισπράξεων του 2019, στην «άφιξη» των ευρωπαϊκών πόρων, αλλά και στο ότι ένα σημαντικό κομμάτι από τα 21 δις πρόσθετων τραπεζικών καταθέσεων (τα 11 αφορούν νοικοκυριά) θα επενδυθεί από τις επιχειρήσεις αφενός και θα μπει στην αγορά ως ιδιωτική κατανάλωση αφετέρου.

Tο δυσμενές (αρνητικό) σενάριο, που στην κυβέρνηση ούτε καν θέλουν να σκέπτονται το ενδεχόμενο πραγμάτωσής του, περιλαμβάνει το ενδεχόμενο η οικονομία να μη μπορέσει να λειτουργήσει χωρίς περιοριστικό πλαίσιο (δηλαδή μέτρα), με μια κουβέντα η πανδημία να την καθηλώσει σε ακινησία (τέλμα) για μια ακόμη φορά.

 

Οι παράγοντες φόβου

 

Δεν είναι τυχαίο ότι στο ρόλο των παραπάνω παραγόντων αναφορικά με την προοπτική επιστροφής της ελληνικής οικονομίας σε ισχυρούς (και μόνιμους) αναπτυξιακούς ρυθμούς, συγκλίνουν οι εκτιμήσεις όλων σχεδόν των ξένων οίκων αξιολόγησης, αλλά και των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών που έχουν σταθερά στο «monitoring» τους την ελληνική οικονομία (και φυσικά και τις τράπεζες).

Ταυτόχρονα οι επικαιροποιημένες απόψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ελληνική οικονομία, υπενθυμίζουν τα πιθανά πρόσθετα «αγκάθια» στην υπόθεση της ανάκαμψης. Τα μηνύματα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς οι εκτιμήσεις της για την εξέλιξη των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, σπανίως δεν επιβεβαιώνονται από την πραγματικότητα. Τελευταίο παράδειγμα, η επιβεβαίωση από τη Eurostat (και την Κομισιόν) του μονοψήφιου τελικά ποσοστού ύφεσης για το 2020, εκτίμηση που όταν την ανακοίνωνε ο διοικητής της TτE, δεν τη συμμεριζόταν ούτε το ίδιο το οικονομικό επιτελείο. Ωστόσο οι επισημάνσεις αυτές αποτυπώνουν ένα «ποτήρι μισογεμάτο» μεν για την ελληνική οικονομία (4,2% ανάπτυξη το 2021), που κάλλιστα όμως θα μπορούσε ακόμη και να «αδειάσει», καθώς αναδεικνύουν ως μεγάλους κι αστάθμητους παράγοντες – κινδύνους: Πρώτον, την εκτίναξη του δημόσιου (στο 205% του AEΠ), όσο όμως (κυρίως) και του ιδιωτικού χρέους. Δεύτερον, ειδικότερα τη νέα γενιά «κόκκινων» δανείων των τραπεζών λόγω της πανδημίας (8-10 δις), που απειλεί τις συστημικές τράπεζες με μεταστροφή της πορείας τους προς την εξυγίανση. Τρίτον, ένα «κύμα» πτωχεύσεων που μπορεί να σαρώσει κυριολεκτικά την αγορά, όταν κλείσει ο κύκλος των μέτρων στήριξης. Και τέταρτο, έκρηξη της ανεργίας, ως συνέπεια όλων των προηγούμενων.

Τα «αντίδοτα» όμως υπάρχουν και εδώ πάλι οίκοι αξιολόγησης και TτE συμφωνούν: Διατήρηση των δημοσιονομικών παρεμβάσεων και των έκτακτων μέτρων από το τραπεζικό σύστημα, στοχευμένων σε παραγωγικούς κλάδους που επλήγησαν βαρύτερα, παράταση της «ρήτρας διαφυγής», μείωση φόρων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αύξηση των επενδύσεων, επιτάχυνση της υλοποίησης του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων. «Κλειδί» σε αυτά, η ταχύτητα και η εμπέδωση στη διεθνή επενδυτική κοινότητα, της πεποίθησης ότι η χώρα πορεύεται με σχέδιο προς την προοπτική της οικονομικής ανάκαμψης. Ίσως έτσι λυθεί και το γερμανικό «μπλόκο» των καθυστερήσεων. Καταλύτης για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας, θεωρούνται οι πόροι 32 δις δανείων και επιδοτήσεων, από το Ταμείο Ανάκαμψης, που έχουν συμφωνηθεί για τη χώρα μας, όμως το αν και πότε θα ξεκινήσει η εκροή τους, παραμένει ακόμη ζητούμενο. Παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, μέχρι στιγμής, τίποτε απολύτως δεν έχει προχωρήσει, από την ώρα που οι Γερμανοί δικαστές προειδοποίησαν την πολιτική ηγεσία της χώρας τους, ότι η χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης είναι αντισυνταγματική.

Έτσι, οι μόνοι ευρωπαϊκοί πόροι που έρχονται στη χώρα μας λόγω πανδημίας είναι τα χρήματα του προγράμματος Sure, από το οποίο έχουμε ήδη λάβει 2,7 δις μέχρι τώρα και θα πάρουμε και άλλα στο μέλλον. Τα μέτρα στήριξης χρηματοδοτούνται από το Sure, από τις εκδόσεις ομολόγων στις αγορές (που όμως αυξάνουν το συνολικό χρέος) και με μεταφορά κονδυλίων από προγράμματα του EΣΠA. Αν οι καθυστερήσεις στην ενεργοποίηση του NEXT GEN EU συνεχιστούν, όλο το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης θα κινδυνεύσει με εκτροχιασμό.

 

Χαμηλώνει ο πήχης της ανάπτυξης

 

Σκωτσέζικο ντους επιφύλαξε για την Ελλάδα το ΔNT στην πρώτη έκθεσή του, του 2021, για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, καθώς χαμήλωσε κατά τι τον πήχη της ανάπτυξης στο 3,8%, αντί 4,1% στην προηγούμενη, δίνοντας όμως σαφώς ευνοϊκότερη προοπτική για το 2022, με ετήσια ανάπτυξη 5%, οπότε και θα καλυφθούν οι απώλειες του 2020 (-8,2%). Το Ταμείο «βλέπει» επίσης, απότομη πτώση της ετήσιας ανάπτυξης μέχρι το 2026, στην περιοχή του 1,5%, επάνοδο του πληθωρισμού σε θετικό δείκτη (0,2% φέτος και 0,8% στο 2022). Στο άλλο μεγάλο ζητούμενο, το θέμα του χρέους, το ΔNT αποτιμά ως βαρύτατη την επίπτωση της πανδημίας. Το υπολογίζει στο 213,1% πέρυσι και αναμένει πολύ αργή αποκλιμάκωση. Συρρίκνωση ελάχιστη, στο 210,1% φέτος και το 2022 στο 200,5%. Και επάνοδο σε επίπεδα 2019, το 2026 (179,6%). Συγχρόνως, η χώρα από τα πλεονάσματα του 2019 πέρασε σε μεγάλο έλλειμμα (9,9%) πέρυσι και θα συνεχίσει να παράγει ελλειμματικούς προϋπολογισμούς από 8,9% το 2021, μέχρι 2,6% το 2022 και 1,5% το 2026. Ωστόσο, το Ταμείο προβλέπει ότι του χρόνου το πρωτογενές αποτέλεσμα θα γυρίσει πάλι σε θετικό πρόσημο, 0,3%. Το ουσιαστικότερο πάντως των εκτιμήσεων του Ταμείου, ξεκινά από το ότι διαχωρίζει την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας σε δυο ταχύτητες. H γρηγορότερη αφορά τις αναπτυγμένες οικονομίες και η πιο αργή τις αναδυόμενες, με την Ελλάδα να βρίσκεται σαφώς στη β’ κατηγορία.

 

Η πανδημία ανατρέπει τα δεδομένα – οι απειλές για εκτροχιασμό του δημόσιου χρέους

 

Μπορεί η Τράπεζα της Ελλάδος να εκτιμά μεν πως παρά τις δυσκολίες, την παρατεταμένη ύφεση και καθίζηση της οικονομίας και τις αυξημένες κρατικές δαπάνες για τη στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων, η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους δεν απειλείται, ωστόσο κοινή συνισταμένη των εκτιμήσεων των οίκων αξιολόγησης, αλλά και του ESM, -ο οποίος έχει και το βάρος της επόμενης καθοριστικής έκθεσης των δανειστών της χώρας για το χρέος-, είναι πως το προφίλ του χρέους θα εξαρτηθεί από την πορεία πολλών παραγόντων. Υπόκειται δηλαδή, σε σοβαρές επισφάλειες και μια σειρά παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν τη βιωσιμότητά του ακόμη και πριν από το 2032 (χρονικό όριο που προ πανδημίας, ήταν «κλειδωμένη», με ομοφωνία όλων των θεσμών).

H πανδημία όμως, ανατρέπει τα δεδομένα (και) για το χρέος. Επιβαρύνει τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, που ήδη έχουν ανεβάσει τον πήχη της χρηματοδότησης, με μέτρα στήριξης της οικονομίας και των επιχειρήσεων στα 25 δις και έπεται συνέχεια. Έτσι το βασικό σενάριο της TτE προβλέπει ότι θα χρειαστούν ακόμα και 25 χρόνια για να επιστρέψουν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες στα προ πανδημίας επίπεδα. H απειλή ενός νέου εκτροχιασμού του χρέους είναι υπαρκτή. Υπάρχουν κίνδυνοι, που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Όπως, μια πρώτη «εξίσωση», με αλλεπάλληλες ισότητες/συνεπαγωγές: Καθυστέρηση εμβολιασμών ίσον παράταση περιοριστικών μέτρων, ίσον καθυστέρηση και μειωμένη ανάκαμψη, ίσον επιπλέον μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης, ίσον διεύρυνση πρωτογενούς ελλείμματος και χρέους. Επίσης, με παρόμοια λογική, αργή ανάκαμψη ίσον διόγκωση ιδιωτικού χρέους, «κόκκινων» τραπεζικών δανείων, φορολογικών οφειλών κ.α. Ενώ αναπάντητο είναι και το ερώτημα, σε ποιο σημείο θα βρει την οικονομία (από πλευράς πιστοληπτικής βαθμίδας) το τέλος του QE πανδημίας. H τυχόν διακοπή των ευνοϊκών όρων χρηματοδότησης τραπεζών και οικονομίας, λόγω του QE πανδημίας, θα ανεβάσει κατακόρυφα το κόστος του ελληνικού δανεισμού (Δημοσίου, τραπεζών, επιχειρήσεων) όσο η χώρα δεν έχει επενδυτική βαθμίδα.

 

Ο «σκληρός» Απρίλιος (αξιολογήσεις, Eurogroup, ΕΛΣΤΑΤ και EUROSTAT – οι κρίσημες ημερομηνίες)

 

Γεμάτος από σημαντικά οικονομικά και πολιτικά γεγονότα που θα καθορίσουν και θα επιβεβαιώσουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας, είναι ο Απρίλιος. O μήνας ξεκίνησε με τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του ΔNT για την ελληνική οικονομία, αλλά το ενδιαφέρον πρόσκαιρα μεταφέρεται στο εσωτερικό όπου ήδη συζητείται (στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής) το «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, Ελλάδα 2.0», πριν πάει για ψήφιση στην Ολομέλεια ώστε να σταλεί στις 15 του μήνα στις Βρυξέλλες, ως η τελική ελληνική πρόταση. H αντιπολίτευση σύσσωμη πάντως, αντιδρά στο περιεχόμενο του Σχεδίου.

Στις 16 Απριλίου συνεδρίασε το Eurogroup, όπου έγινε μια πρώτη επισκόπηση (όχι έγκριση ακόμη) όσων Εθνικών Σχεδίων Ανάκαμψης θα έχουν κατατεθεί μέχρι τότε, από τα κράτη μέλη.

Λίγες ημέρες μετά, ξεκινάει και τυπικά η 10η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής αυξημένης εποπτείας. H ατζέντα της είναι «καυτή», καθώς αυτή περιλαμβάνει το καθεστώς των πλειστηριασμών, όπου οι θεσμοί θα πιέσουν για σύμπτυξη των προθεσμιών επανέναρξής τους, την πορεία εφαρμογής του νέου πτωχευτικού νόμου, τις οφειλές του Δημοσίου προς τους ιδιώτες όπου μόλις προχθές ανακοινώθηκε η νέα αύξησή τους κατά 300 εκατ. ευρώ (και με βαρίδι τις εκκρεμότητες στις απονομές των συντάξεων, όπου στις Βρυξέλες επικρατεί ξεκάθαρη δυσαρέσκεια για την αύξηση των καθυστερήσεων, τόσο σε χρόνο όσο και σε πλήθος).

Επίσης, η φορολογία των ακινήτων, ενώ πιθανότατα η Κομισιόν, πριν τον ESM, να επικαιροποιήσει την εκτίμησή της για το χρέος. Πρόκειται ούτως ή άλλως, για σημαντική διαδικασία, καθώς υφίσταται και το διακύβευμα ότι με την επιτυχή ολοκλήρωσή της, θα «ξεκλειδώσει» και η επόμενη δόση 644 εκατ. € από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν η EKT και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.

Παράλληλα, και ενώ όλο το εγχώριο ενδιαφέρον θα είναι στραμμένο γύρω από το άνοιγμα της αγοράς και στο αν η εστίαση θα επανεκκινήσει πριν το τέλος του μήνα, δηλαδή πριν από το Πάσχα (2 Μαΐου) ή θα «παραπεμφθεί» για τις αρχές Μαΐου, όπως άφησε να εννοηθεί ο Πρωθυπουργός, αλλά και ο Υπουργός Ανάπτυξης, καθώς και στο να μην υπάρξει πισωγύρισμα στους κλάδους που ήδη άνοιξαν (π.χ. λιανεμπόριο), σημαντικό σταθμό θα αποτελέσει και η (πρώτη για το 2021) αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από την Standard & Poor’s. H έκθεση του αμερικανικού ομίλου θα δοθεί στη δημοσιότητα στις τελευταίες μέρες του μήνα. Και εκτός απροόπτου θα ακολουθήσει κατά μια ή δυο ημέρες, την πρώτη ανακοίνωση των ελληνικών δημοσιονομικών στοιχείων τριμήνου από την EΛΣTAT, που βέβαια αναμένεται ότι θα καταγράψουν το μέγεθος της ύφεσης, καθώς και τις άλλες αρνητικές επιπτώσεις του παρατεταμένου lockdown, ενώ θα ακολουθήσει η αντίστοιχη έκθεση της Eurostat. Υπόψη ότι η S&P τοποθετεί την χώρα μας στη βαθμίδα BB-, δηλαδή τρία «σκαλοπάτια» χαμηλότερα από την επενδυτική κατηγορία.

H χώρα μπορεί να ελπίζει και να επιθυμεί, τουλάχιστον την μη περαιτέρω επιδείνωση των προοπτικών. H υπόθεση της αναβάθμισης είναι δύσκολη και πολύπλοκη. Απαιτείται καθολική βελτίωση των οικονομικών δεικτών, ιδιαίτερα εμφατική αντιστροφή της επιδείνωσης στα δημοσιονομικά μεγέθη, καθώς και έμπρακτα πλέον αποτελέσματα στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και εμφανής μείωση των «κόκκινων» δανείων των τραπεζών.