ΧΑΡΑ ΚΕΦΑΛΙΔΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ Ν. ΔΡΑΜΑΣ

  • «Το Υπουργείο Παιδείας εφησυχάζει και περιορίζεται σε ανακοινώσεις μεγαλεπήβολων σχεδίων»

Επίκαιρη επερώτηση προς την Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων κα Νίκη Κεραμέως, με θέμα «Η ελληνική κοινωνία αγωνιά για την Εκπαίδευση και το μέλλον των παιδιών της ενώ το Υπουργείο Παιδείας εφησυχάζει και περιορίζεται σε ανακοινώσεις μεγαλεπήβολων σχεδίων», κατέθεσε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κινήματος Αλλαγής, με πρωτοβουλία της κ. Χαράς Κεφαλίδου, Βουλευτού Ν. Δράμας και Τομεάρχη Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Η επίκαιρη επερώτηση έχει ως εξής:

Κυρία Υπουργέ,

Βρισκόμαστε ακόμη μέσα στον στρόβιλο της πανδημίας. Είμαστε λίγες ημέρες προ των πανελλαδικών εξετάσεων για την εισαγωγή των τελειόφοιτων της Γ’ Λυκείου στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια και λίγες περισσότερες πριν τη λήξη του σακατεμένου σχολικού έτους 2020-2021. Ολόκληρη η ελληνική κοινωνία μετά την πικρή εμπειρία της σχολικής και ακαδημαϊκής χρονιάς που τελειώνει -χωρίς να είχε αρχίσει ουσιαστικά ποτέ- αγωνιά για το εκπαιδευτικό μέλλον των παιδιών της, βρίσκεται σε μια μόνιμη σύγχυση από τα μέτρα που κάθε λίγο ανακοινώνονται από το Υπουργείο Παιδείας, διάσπαρτα, αποκομμένα από ένα σαφές συνολικό σχέδιο κατανοητό και γνωστό στην εκπαιδευτική κοινότητα, στην ελληνική οικογένεια, στους μαθητές και φοιτητές, στους ακαδημαϊκούς δασκάλους. Η αναστάτωση και ανασφάλεια στο χώρο της Παιδείας έχει κρατήσει πολύ παραπάνω από όσο αντέχει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.

Με τα επιστημονικά δεδομένα που έχουμε για την πορεία της πανδημίας, είναι πολύ πιθανό να παραμείνει ως μέρος της καθημερινότητάς μας, για αρκετό καιρό, κάνοντας αισθητή την παρουσία της από το ερχόμενο φθινόπωρο. Το βέβαιο είναι ότι δεν θα επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν προ covid 19. Στη νέα κανονικότητα, καλείται η Πολιτεία να αντιμετωπίσει τις τεράστιες δυσκολίες και στον χώρο της Εκπαίδευσης. Έως σήμερα η εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης κινείται στα δύο άκρα είτε σερνόμενη σταθερά πίσω από τις εξελίξεις δείχνοντας ολιγωρία στα επείγοντα, είτε ανακοινώνοντας αποσπασματικά μεγαλεπήβολα μέτρα ενός άγνωστου ακόμη στον πολίτη, τον πολιτικό κόσμο, την εκπαιδευτική κοινότητα, συνολικού σχεδιασμού για την παρεχόμενη εκπαίδευση στην Ελλάδα του 2021.

Ουσιαστικά η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, εκτός από κάποιες επείγουσες θεραπευτικές πολιτικές (π.χ. «πράσινες» σχολές ελεύθερης πρόσβασης στα ΑΕΙ), κάποιες ρουσφετολογικές κομματικές τακτοποιήσεις (κολέγια, επαγγελματικά δικαιώματα) και ιδεοληπτικές πολιτικές (πανεπιστημιακή αστυνομία, επαγγελματική κατάρτιση), έχει εφαρμόσει τον πυρήνα της εκπαιδευτικής πολιτικής των Μπαλτά-Φίλη –Γαβρόγλου, αφού έχει κρατήσει το ίδιο νομοθετικό πλαίσιο στους διορισμούς, στην επιλογή στελεχών, στον προσανατολισμό, στο περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης, κλπ.

Τα μαθησιακά κενά που έχουν δημιουργηθεί σε μαθητές και φοιτητές είναι τεράστια και χρόνος – τρόπος αναπλήρωσης δεν έχει ουσιαστικά σχεδιαστεί ακόμη από το υπουργείο. Για τα παιδιά της φετινής Γ’ Λυκείου η χρονιά υπήρξε καταστροφική. Σαν αυτό να μην είναι αρκετό, καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα νέο πρωτοεφαρμοζόμενο σύστημα εισαγωγής που μειώνει δραστικά τον αριθμό των εισακτέων. Κι όσο κι αν στοιχηματίζουμε στην ορθότητα του συγκεκριμένου μέτρου υπό συνθήκες κανονικότητας, σε μια χρονιά σαν αυτή που πέρασε με τα σχολεία κλειστά φαντάζει ανάρμοστο και εκδικητικό στους ήδη σκληρά δοκιμασμένους φετινούς υποψήφιους.

Τι θα προσφέρει στα παιδιά, που αισθάνονται ότι η κυβέρνηση τιμωρεί, μια γραμμή τελευταίας στιγμής για ψυχολογική υποστήριξη που εγκαινιάζεται λίγες ημέρες πριν την έναρξη των πανελλαδικών; Να τους πει «δεν πειράζει, του χρόνου πάλι εδώ θα είμαστε να ξαναπροσπαθήσετε και να κάνετε το σταυρό σας να είναι ανοιχτά τα σχολεία την επόμενη χρονιά;». Μπροστά σε αυτά τα γνωστά από την αρχή της σχολικής χρονιάς δεδομένα τι έκανε η Πολιτεία; Πώς έχει ετοιμαστεί να αντιμετωπίσει ένα επόμενο κύμα πανδημίας το προσεχές φθινόπωρο; Θα ξανανιώσουμε ένα καταστροφικό κλείσιμο των σχολείων και των πανεπιστημίων;

Οι περσινές εκτιμήσεις του Υπουργείου για τις επιπτώσεις που θα είχε η πανδημία στην εκπαίδευση διαψεύστηκαν από την πραγματικότητα και το πράγματι χρήσιμο εργαλείο της τηλεκπαίδευσης χρησιμοποιούμενο ελλειμματικά, από ανεκπαίδευτο ανθρώπινο δυναμικό που αφέθηκε στην τύχη του να αυτοεκπαιδευτεί, άφησε βαθιά τραύματα παρά την φιλότιμη προσπάθεια ωραιοποίησης της κατάστασης που βιώνει η ελληνική οικογένεια.

Σήμερα το Υπουργείο Παιδείας δεν έχει απαντήσεις στο τι σχολείο χρειαζόμαστε, τι γνώσεις και ικανότητες θα έχουν οι μαθητές μας, ποιος τύπος εκπαιδευτικού υπηρετεί το σύγχρονο σχολείο, πόσοι είναι οι διατιθέμενοι πόροι. Αποκαλύπτεται έτσι η πολιτική ανικανότητα της Κυβέρνησης να σχεδιάσει και να εφαρμόσει σύγχρονες μεσοπρόθεσμες, αλλά και μακροπρόθεσμες εκπαιδευτικές πολιτικές που έχει ανάγκη η χώρα, ώστε να ανταπεξέλθει στον διεθνή ανταγωνισμό.

Στην ουσία έχουν εφαρμοστεί οι εκπαιδευτικές πολιτικές των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στα στρατηγικής σημασίας θέματα της εκπαίδευσης, ενώ το διάστημα αυτό διαχειρίστηκαν χωρίς διαφάνεια (σύμβαση cisco webex) και σοβαρότητα (υποδομές, έγκαιρη επιμόρφωση εκπαιδευτικών, μάσκες κλπ.) κρίσιμα θέματα αντιμετώπισης και υπέρβασης των συνεπειών της πανδημίας.

Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) ήδη θα έπρεπε να έχουν ανακοινώσει μέτρα μείωσης και αναδιάταξης της ύλης για την τρέχουσα, αλλά και την επόμενη σχολική χρονιά, καθώς και σειρά υποστηρικτικών δράσεων και παρεμβάσεων αναπλήρωσης των μαθησιακών κενών.

Η ανάγκη του εσωκομματικού ανταγωνισμού, οι προσωπικές φιλοδοξίες, το άγχος για να επιδείξει έργο, οδηγούν την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας από τη μία σε μια επιφανειακή σύγκρουση «με κατεστημένες συμπεριφορές» και από την άλλη σε εφαρμογή παλαιοκομματικών πολιτικών πρακτικών, έχοντας ως άλλοθι τις ακρότητες των προηγούμενων εκπαιδευτικών πολιτικών των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Αυτές οι πολιτικές «χωρίς βάθος», χωρίς σύνδεση και προοπτική, είναι δεδομένο ότι έχουν «ημερομηνία λήξης». Αυτές δίχασαν τον εκπαιδευτικό κόσμο και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την αναβίωση ακραίων συμπεριφορών (π.χ. διορισμός Διευθυντών Εκπαίδευσης από Γαβρόγλου, παράταση της θητείας τους, έλλειψη νομοθετικής πρωτοβουλίας για διαφανή και αξιοκρατική επιλογή στελεχών εκπαίδευσης, δοτά υπηρεσιακά συμβούλια).

Επαίρεται η κα Κεραμέως ότι θα προχωρήσει στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, επικαλούμενη την αυτοαξιολόγηση (Προγραμματισμός-Απολογισμός) της σχολικής μονάδας, που νομοθέτησε, αποσιωπώντας ότι κράτησε το πλαίσιο Γαβρόγλου, προσθέτοντας σε αυτό τη «φιλελεύθερη» αντίληψη της δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων. Επίσης συνειδητά αποσιωπά την προϊστορία εφαρμογής του καθώς και την αποσπασματικότητα του μέτρου.

Η Υπουργός επιλεκτικά και υποκριτικά προβάλει πλευρές της αξιολόγησης, αρνούμενη να φέρει συνολικό νομοθέτημα για την αξιοκρατική επιλογή στελεχών εκπαίδευσης, για την αξιολόγηση όλων των συντελεστών της εκπαιδευτικής διαδικασίας (αξιολόγηση Υπουργείου, Διοίκησης Εκπαίδευσης, Προγραμμάτων, βιβλίων, υποδομών, χρηματοδότησης, επιμορφωτικών δράσεων, σχολικών μονάδων, στελεχών εκπαίδευσης, εκπαιδευτικών, διορισμός νέων εκπαιδευτικών), με στόχο τη βελτίωση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού και διδακτικού έργου.

Με απίστευτη υποκρισία ζητά με Υπουργική Απόφαση στο μέσο του σχολικού έτους και εν μέσω πανδημίας να γίνουν διαδικασίες αυτοαξιολόγησης της λειτουργίας των σχολικών μονάδων.

Επισημαίνουμε επίσης ότι αυτή την πολιτική θα κληθεί να την εφαρμόσει η δοτή διοίκηση της εκπαίδευσης και τα στελέχη εκπαίδευσης που επιλέγηκαν με το «προβληματικό» πλαίσιο Γαβρόγλου και τα οποία έχουν αρνητική ή μειωμένη αποδοχή από την πλειοψηφία του εκπαιδευτικού κόσμου. Η επαναφορά του θεσμού του Σχολικού Συμβούλου έχει παραπεμφθεί στις «καλένδες».

Η σημερινή ηγεσία ασκώντας τον «δεξιό λαϊκισμό» και κομπάζοντας ότι «επί των ημερών της έγιναν προσλήψεις», προχώρησε σε προσλήψεις εκπαιδευτικού προσωπικού με το νόμο Γαβρόγλου καταργώντας τις εξετάσεις ΑΣΕΠ (διαχρονικό αίτημα των λαϊκιστών και των αριστεριστών από το 1997), διατηρεί την απαράδεκτη μοριοδότηση συντηρώντας μια νέα επετηρίδα, που καμία σχέση δεν έχει με την αξιοκρατία και την ποιότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού. Και φυσικά εξαγγέλλει νέες προσλήψεις για το σχολικό έτος 2021-22 πάλι με εφαρμογή του νόμου Γαβρόγλου-ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Έτσι, χωρίς ουσιαστικά να έχει απαντήσει στο τι ανάγκες εκπαιδευτικών και εκπαιδευτικών ειδικοτήτων χρειαζόμαστε από την εφαρμογή των σύγχρονων Ωρολογίων και Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών και ποια είναι τα αναγκαία οργανικά κενά, προχωρά «στην πεπατημένη», δηλαδή να κάνει πρώτα προσλήψεις για ψηφοθηρικούς λόγους και μετά να αποτυπώσει τις ανάγκες της εκπαίδευσης.

-Συντηρεί το «φτωχό σχολείο του Φίλη», δηλαδή συντηρεί την κατάργηση του Ολοήμερου Δημοτικού με Αναμορφωμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα (ΕΑΕΠ), που οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ είχαν καθιερώσει πιλοτικά από τον νόμο 2525/1997 και εφαρμοστικά από την πολιτική του «Νέου Σχολείου» το 2010.

-Συντηρεί τη μείωση κατά 5 ώρες του εβδομαδιαίου ωρολογίου προγράμματος και την ουσιαστική υπονόμευση των καινοτομιών της Ευέλικτης Ζώνης, της Αγωγής Υγείας, της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, των Πολιτιστικών Δράσεων και των πολιτικών των Ζωνών Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (ΖΕΠ), που με υποκριτικό τρόπο εξαγγέλλει ότι θα τα επαναφέρει με την μορφή των «εργαστηρίων δεξιοτήτων». Επιλεκτική αμνησία ή υποκρισία και αυταρέσκεια ;

-Συντηρεί το «μη πιστοποιημένο Γυμνάσιο», αφού με την περικοπή των ωρολογίων προγραμμάτων του «Νέου Σχολείου», με την αποφοίτηση από την υποχρεωτική εκπαίδευση, δεν υπάρχει καθολική πιστοποίηση γνώσεων στην Πληροφορική και την Αγγλική Γλώσσα.

-Δεν έχει το θάρρος να επαναφέρει δυναμικά τον επαγγελματικό προσανατολισμό και τη δημιουργία Ομίλων, που πιλοτικά είχαν εφαρμοσθεί και κατήργησαν οι προηγούμενες ηγεσίες.

-Εξαγγέλλει το πολλαπλό βιβλίο, πολιτική ξεπερασμένη (άραγε πολλαπλό για ποιον; οι μαθητές ένα θα έχουν, οι εκπαιδευτικοί ένα θα έχουν, αλλά οι εκδοτικοί οίκοι θα προσφέρουν πολλά). Η πολιτική του πολλαπλού βιβλίου εφαρμόσθηκε στην ελληνική εκπαίδευση και στο απώτερο και στο πρόσφατο παρελθόν και απέτυχε. Αγνοεί η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ότι η σύγχρονη εκπαιδευτική πολιτική είναι ο φάκελος μαθήματος, το ηλεκτρονικό βιβλίο με παραπομπές σε ασκήσεις, video, Project και διαδραστικότητα;

-Θα προχωρήσει στην αλλαγή των σχολικών βιβλίων χωρίς προηγουμένως να έχουν αναθεωρηθεί τα Ωρολόγια και Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών; Θα έχουν σχέση τα βιβλία του Λυκείου με την Τράπεζα Θεμάτων και την απαιτούμενη ύλη; Ποιους άραγε εξυπηρετεί αυτή η χρονική ακολουθία αλλαγής των βιβλίων;

-Πρότυπα και Πειραματικά σχολεία: Η υπονόμευση της πολιτικής για αυτά τα σχολεία ξεκίνησε με τη νομοθέτηση, αφού δεν προβλέφθηκε καμία διαδικασία αξιολόγησής τους για το ποια σχολεία θα γίνουν Πρότυπα, αποκλείσθηκε η Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση από την διαδικασία να γίνουν Πρότυπα και Δημοτικά σχολεία – προσβάλλοντας τη μνήμη και τους

αγώνες ιστορικών μορφών της εκπαίδευσης (Κουντουράς, Παπανούτσος, Δημαράς κ.ά.) – δίνοντας με λαϊκίστικο τρόπο διέξοδο «στην κάθε Διεύθυνση Εκπαίδευσης και ένα Πειραματικό σχολείο», για να ικανοποιήσει τα αιτήματα των τοπικών κοινωνιών.

-Η διαφορετική νομοθέτηση του Γενικού Λυκείου από το Επαγγελματικό Λύκειο και την Κατάρτιση αποτυπώνει τη λαθεμένη αντίληψη για «το μη ενιαίο» της Λυκειακής Εκπαίδευσης. Η χώρα μας δεν μπορεί να προχωρήσει στην αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση χωρίς τη γενναία ισχυροποίηση της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, αλλά και Κατάρτισης.

-Δεν έχετε κάνει τίποτε για τη στήριξη των μαθητών Εσπερινών Λυκείων που αποτελεί αυτονόητη υποχρέωση της Πολιτείας. Αντίθετα, με το Ν. 4777/2021, τροποποιήσατε τα μέχρι τότε ισχύοντα που προέβλεπαν διαφορετική ύλη, διαφορετικά θέματα και εξετάσεις και σε συνδυασμό με την καθιέρωση Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής για τα Ημερήσια και Εσπερινά Λύκεια ουσιαστικά ακυρώσατε το ποσοστό του 1%, συρρικνώνοντας τις ελπίδες αυτών των νέων για ένα καλύτερο μέλλον

-Η πολιτική της ΝΔ συνοψίζεται στην υποβάθμιση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και τη μετατροπή της σε χαμηλού επιπέδου κατάρτιση και στη δημιουργία ενός κομματικού γραφειοκρατικού συστήματος.

-Η εκπαίδευση αποτελεί πρωταρχικό πυλώνα συνολικής ανάπτυξης της χώρας και της εθνικής οικονομίας που καθορίζει το μέλλον της. Οι επιπτώσεις της πανδημίας έχουν πλήξει σε καίριο επίπεδο την παρεχόμενη εκπαίδευση, αλλά κυρίως έχουν αναδείξει και μεγιστοποιήσει τα προβλήματα της Παιδείας, τα ελλείμματα στην εκπαιδευτική πολιτική της χώρας, τα κενά σε ανθρώπινο δυναμικό, σε υποδομές, στα προγράμματα σπουδών, σε ειδικότητες ξεπερασμένες.

-Η κοινωνία βομβαρδίζεται από υπουργικές δηλώσεις για συγχωνεύσεις ή καταργήσεις τμημάτων ΑΕΙ μαζί με ανακοινώσεις για δημιουργία νέων ξενόγλωσσων τμημάτων, συμπράξεις με ξένα ιδρύματα, διατμηματικά πτυχία, χωρίς να έχει προηγηθεί, αρθρωθεί, συζητηθεί, υλοποιηθεί και επικοινωνηθεί στην ελληνική κοινωνία ο σχεδιασμός του νέου ακαδημαϊκού χάρτη, με τα πανεπιστήμια και τις προσαρμογές που έπρεπε να προηγηθούν πριν την συλλήβδην ενσωμάτωση των Τεχνολογικών Ιδρυμάτων στα Πανεπιστήμια, χωρίς προηγούμενη συνολική αξιολόγηση.

-Αφήνετε στην αέρα τους χιλιάδες αποφοίτους των ΤΕΙ, θύματα της πολιτικής Γαβρόγλου. Δεν καθορίσατε, ύστερα από διάλογο με φορείς και με τις επιστημονικές ενώσεις των αποφοίτων, τις διαδικασίες αντιστοίχισης των πτυχίων Τ.Ε.Ι με τα πτυχία των νέων Πανεπιστημιακών τμημάτων είτε αποτελούν την εξέλιξη των καταργηθέντων Τ.Ε.Ι είτε είναι συναφή Τμήματα, χωρίς διαχωρισμούς μεταξύ των πτυχιούχων.

-Η αναβάθμιση των σπουδών στα ελληνικά ΑΕΙ δεν θα έρθει με εξισώσεις πανεπιστημιακών πτυχίων με πτυχία αναξιολόγητα και αμφιβόλου εκπαιδευτικής επάρκειας κολεγίων, που έχουν δημιουργήσει μόνο αντιμαχόμενα στρατόπεδα και ένα ασαφές τοπίο επαγγελματικών δικαιωμάτων και ακαδημαϊκής αναγνώρισης από οργανισμούς που συντηρείται μια τριτοκοσμική κατάσταση («ΔΟΑΤΑΠ» και «ΑΤΕΕΝ») καθυστερώντας για χρόνια την υπηρεσία που οφείλουν να παρέχουν.

Η κυβέρνηση, δυστυχώς, απέδειξε και αποδεικνύει κάθε ημέρα ότι δεν είχε και δεν έχει σχέδιο για να αντιμετωπίσει τα επείγοντα από τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στον κρίσιμο χώρο της εκπαίδευσης και ακόμη χειρότερα πως δεν έχει επεξεργασμένο αρθρωτό συνολικό πρόγραμμα για την Παιδεία με αρχή μέση και τέλος. Αυτό βεβαίως έγινε και εμφανές από την κατάθεση προϋπαρχόντων προτάσεων προς το Ταμείο Ανάκαμψης.

Το πλήρως απογοητευτικό είναι η διαφαινόμενη έλλειψη ειλικρινούς πρόθεσης της πραγματικής αλλαγής και εκσυγχρονισμού της Παιδείας που παρέχει η ελληνική πολιτεία.

Κατόπιν των ανωτέρω επερωτάται και εγκαλείται η Υπουργός Παιδείας:

1. Για την αναποτελεσματικότητα των μέτρων και (έως σήμερα) νομοθετικών πρωτοβουλιών για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού σχολείου και πανεπιστημίου, την έλλειψη ορθολογικού σχεδιασμού του εκπαιδευτικού μοντέλου της χώρας σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης π.χ. το Εθνικό Απολυτήριο, Τράπεζα Θεμάτων, Πρότυπα-Πειραματικά ΕΠΑΛ.

2. Για την έλλειψη ορθολογικού σχεδιασμού του εκπαιδευτικού μοντέλου της χώρας σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.

3. Για την ανυπαρξία πολιτικών ανάπτυξης της αφανισμένης Τεχνικής-Τεχνολογικής Εκπαίδευσης της χώρας.

4. Για την έλλειψη βούλησης να λάβει έγκαιρα συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων της πανδημίας στη μαθητική και φοιτητική κοινότητα, όπως των μαθησιακών κενών που έχουν δημιουργηθεί, την επαρκή και έγκαιρη επιμόρφωση και υποστήριξη των εκπαιδευτικών και την ενίσχυση του σχολείου και του πανεπιστημίου, που τα βαθιά τραύματα από την πανδημία ήρθαν να προστεθούν στις χρόνιες ανεπάρκειες που συντηρούνται.

5. Για την αδράνεια που επιδεικνύει στην αντιμετώπιση και αναπλήρωση των μαθησιακών κενών μαθητών και φοιτητών, ένα πρόβλημα τα πρώτα απτά αποτελέσματα του οποίου θα δούμε στις επιδόσεις των υποψηφίων των προσεχών πανελλαδικών εξετάσεων και στη συνέχεια στην έναρξη του επόμενου σχολικού έτους και ακαδημαϊκού εξαμήνου.

6. Για την έλλειψη της πρόθεση σας να τροποποιήσετε νομοθετικά τις δυσμενείς διατάξεις που πλήττουν τους μαθητές των Εσπερινών Λυκείων (ελάχιστη βάση εισαγωγής, διαφορετική ύλη, εξετάσεις κλπ)

7. Για την απουσία διαλόγου με τους φορείς, τις επιστημονικές και επαγγελματικές ενώσεις των αποφοίτων προκειμένου να καθορίσετε τις διαδικασίες αντιστοίχισης των ΤΕΙ με τα πτυχία των νέων πανεπιστημιακών τμημάτων είτε αποτελούν εξέλιξη των καταργηθέντων είτε είναι συναφή τμήματα;

8. Για την ανυπαρξία ολοκληρωμένης πρότασης για την αντιμετώπιση και αναπλήρωση των μαθησιακών κενών μαθητών και φοιτητών.

9. Για την αδράνεια και έλλειψη βούλησης για αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σχετικά με:

α) Τις προσλήψεις των εκπαιδευτικών που απαιτεί διάλογο με φορείς και κόμματα, ώστε η διαδικασία να καταστεί δικαιότερη, αντικειμενικότερη και επιτέλους μονιμότερη χωρίς να αλλάζει κάθε τρεις και λίγο.

β) Τις επιλογές των στελεχών εκπαίδευσης και

γ) Το περιεχόμενο και τη λειτουργία της παρεχόμενης εκπαίδευσης.