ΑΡΘΡΟ

Της Βασιλικής Γ. Χατζοπούλου

Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω

Μεταπτυχιακό Δίπλωμα MBA

Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια

Είναι γεγονός ότι η γαστρονομία αποτελεί ένα από τα βασικότερα στοιχεία του πολιτισμού ενός τόπου. Η πολιτική και οικονομική ιστορία μιας περιοχής «αποκαλύπτεται» συχνά μέσα από τις ιδιαιτερότητες της κουζίνας της, ενώ η γεύση αποτελεί έναν τρόπο της ανθρώπινης επικοινωνίας (Τσίχλιας, 2016).

Οι διατροφικές συνήθειες και η οικειότητα απέναντι σε συγκεκριμένες τροφές αποτελούν αναμφισβήτητα μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός λαού, που, μαζί με άλλες πολιτισμικές συνήθειες, κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά. Έχει αποδειχθεί επίσης ότι οι συνήθειες περί διατροφής επιβιώνουν πολλές φορές με μεγαλύτερη ευκολία σε σύγκριση με άλλες πολιτισμικές συνήθειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τροφίμων είναι το ψωμί, το τυρί και το λάδι, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της διατροφής για τους περισσότερους λαούς της Μεσογείου (Ματάλα, 2015).

Όσον αφορά την ελληνική γαστρονομία, η οποία μετράει μια ιστορία περίπου 4.000 ετών, αυτή βασίζεται κατά κύριο λόγο σε προϊόντα μοναδικής ποιότητας, συνδυάζοντας την υψηλή διατροφική αξία με την ψυχαγωγία (Τσίχλιας, 2016).

Η ελληνική διατροφή βασιζόμενη κυρίως σε φρούτα και λαχανικά, ψάρια και διάφορες πηγές πρωτεϊνών, πλην του κρέατος, όπως τα όσπρια, θεωρείται σε παγκόσμιο επίπεδο ως μία από τις πιο υγιείς και ισορροπημένες διατροφές. Το ελαιόλαδο, το οποίο αποτελεί ένα από τα βασικότερα συστατικά της ελληνικής κουζίνας, προσθέτει ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα στην ελληνική γαστρονομία (Matthews, 2015).

Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Ξενοδοχίας, Εστίασης και Αναψυχής (HOTREC), η Ελλάδα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους γαστρονομικούς προορισμούς. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη θέση στους σημαντικότερους προορισμούς της Ευρώπης στην κατηγορία «Συνολική ποιότητα της τοπικής διατροφής», καθώς και την τρίτη θέση μεταξύ των καλύτερων προορισμών στην κατηγορία «Ποικιλία Τοπικών Τροφίμων» (Καραγεώργου, 2017).

Στο Λονδίνο, τα τελευταία χρόνια η ελληνική κουζίνα, και γενικότερα η μεσογειακή διατροφή, γνωρίζουν μεγάλη άνθιση, με τους Άγγλους καταναλωτές να δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο ελληνικό φαγητό. Πολλά είναι τα παραδείγματα ελληνικών εστιατορίων, τα οποία έχουν μια επιτυχή επιχειρηματική πορεία και αποτελούν το κατάλληλο σημείο για τους κατοίκους της Βρετανικής πρωτεύουσας, για καφέ και πρωινό ή για ένα γνήσιο ελληνικό γεύμα (Χατζηνικολάου, 2017).

Η μεταφορά των αυθεντικών ελληνικών και μεσογειακών γεύσεων στα πιάτα των εστιατορίων σε διάφορα μέρη ανά τον κόσμο, τις περισσότερες φορές έχει στεφθεί με επιχειρηματική επιτυχία. Στο σημείο αυτό θα αναφέρουμε ορισμένα από τα ελληνικά εστιατόρια στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τα οποία κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα ισχυρό brand name και να αποτελέσουν πόλο έλξης για καταναλωτές με υψηλές γευστικές απαιτήσεις (clikatlife, 2015).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το εστιατόριο «Opso», το οποίο είναι δημιούργημα του Ανδρέα Λαμπρίδη και βρίσκεται στη γειτονιά του Marylebone του Λονδίνου. Η επωνυμία του σημαίνει «έδεσμα» στα αρχαία ελληνικά και αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφία του εστιατορίου. Το menu του είναι εμπνευσμένο από παραδοσιακές και σύγχρονες ελληνικές γεύσεις και συνταγές, ενώ πολλά από τα υλικά του εισάγονται απευθείας από την Ελλάδα (Opso, 2018).

Το «Mazi» είναι ένα εστιατόριο, που δημιουργήθηκε από τη Χριστίνα Μουράτογλου και τον Adrien Carre, βρίσκεται στο κέντρο του «Noting Hill» και αποτελεί πλέον ένα από τα πιο γνωστά λονδρέζικα στέκια. Στόχος του είναι να προσφέρει στους πελάτες του ένα menu υψηλής ποιότητας με κλασικές ελληνικές συνταγές σε μια σύγχρονη μορφή. Οι περισσότερες από τις πρώτες ύλες εισάγονται απευθείας από την Ελλάδα, αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την ποιότητα των ελληνικών προϊόντων (Mazi, 2018).

Το «Maison Mavromatis», είναι το πρώτο ελληνικό εστιατόριο στη Γαλλία, το οποίο αριθμεί σήμερα περισσότερα από 30 χρόνια επιτυχούς επιχειρηματικής πορείας. Αποτυπώνοντας στο menu του την ελληνική γαστρονομία, ξεχωρίζει για την αυθεντική και δημιουργική του κουζίνα. Σήμερα, διαθέτει 4 εστιατόρια στο Παρίσι, 1 εστιατόριο στην Κύπρο και 9 καταστήματα τροφοδοσίας στη Νίκαια, στο Παρίσι και στη Μασσαλία (Mavrommatis, 2018).

Στη Νέα Υόρκη το εστιατόριο «Thalassa», προσφέροντας ένα menu από νόστιμα ελληνικά και μεσογειακά πιάτα με φρέσκα θαλασσινά και βιολογικά προϊόντα, έχει να επιδείξει σήμερα μια επιτυχή δεκαπενταετή επιχειρηματική πορεία. Από το 2004 έως σήμερα μπόρεσε να συγκεντρώσει περισσότερα από 39 βραβεία και διακρίσεις από τα περιοδικά Forbes, Zagat, Wine Spectator, Wine Enthusiast κ.ά. Χαρακτηριστικό στοιχείο του εστιατορίου αποτελεί η αφοσίωσή του στην ελληνική γαστρονομία και στη μεσογειακή διατροφή, ενώ τα περισσότερα από τα υλικά, που χρησιμοποιεί για την παρασκευή του menu του, εισάγονται από την Ελλάδα (Thalassa, 2018).

Στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης βρίσκεται επίσης και το εστιατόριο «Nerai». Στόχος του ιδιοκτήτη του «Nerai», ο οποίος είναι ελληνικής καταγωγής είναι να προσφέρει στους πελάτες του έναν επιτυχή συνδυασμό της ελληνικής φιλοξενίας με τις κλασσικές ελληνικές μεθόδους παρασκευής των εδεσμάτων του εστιατορίου. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην παρασκευή της γνήσιας ελληνικής σαλάτας, η οποία και διαφοροποιεί το «Nerai» από τα υπόλοιπα εστιατόρια της Νέας Υόρκης, τα οποία περιορίζονται στην τυποποιημένη μορφή της (Νανοπούλου, 2015).

 

*Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από τη διπλωματική εργασία της κ. Χατζοπούλου