ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

 

Αιγαίο – Ανατολική Μεσόγειος

 

Η Τουρκία νιώθει μια αφόρητη γεωπολιτική ασφυξία από το θαλάσσιο τόξο που ορίζεται από τα νησιά του Α. Αιγαίου και την Κύπρο. Η ασφυξία εντείνεται από το γεγονός ότι, εκ των πραγμάτων (θάλασσα), λείπουν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί, γεγονός που δεν υφίσταται στη «θάλασσα» των χερσαίων συνόρων της.

Σε αντιστάθμισμα, η Τουρκία ανακάλυψε και διατύπωσε τη θεωρία ότι η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και της Α. Μεσογείου αποτελεί συνέχεια του τουρκικού χερσαίου εδάφους και τα ελληνικά νησιά, ακόμα και η Κύπρος, επικάθονται σε αυτήν και κατ’ επέκταση σε τουρκικό έδαφος. Με επιχείρημα μια γεωφυσική αυθαιρεσία, η Τουρκία προσπαθεί να πείσει ότι έχει κυριαρχικά δικαιώματα στο μισό Αιγαίο και σε μεγάλο κομμάτι της Α. Μεσογείου γράφοντας «στα παλιά της τα παπούτσια» ιστορικά, πολιτισμικά, κοινωνικά, νομικά δεδομένα.

Για τον απέραντο τουρκικό επεκτατισμό – μεγαλοϊδεατισμό, αυτός ο χώρος αποτελεί ένα κομμάτι θάλασσας που πρέπει να το απορροφήσει. Το τραγικό για την Ελλάδα είναι ότι τα τουρκικά «επιχειρήματα» βρίσκουν ευήκοα ώτα στο πολιτικό σύστημα που κυβερνά τη χώρα μας. Με τη χρήση των όπλων και την ανοχή του ελλαδικού κράτους, η Τουρκία χτίζει θέσεις και δημιουργεί τετελεσμένα. Εκτός των συνεχών καταπατήσεων, των «τελεσίδικων» (κατά τη Συμφωνία της Λωζάννης) γεωγραφικών οριοθετήσεων και των πολύ στενών, ταχέως εξελισσόμενων, σχέσεων με τη Μαύρη Ήπειρο, η Τουρκία ηγείται ενός ευρέος συνασπισμού μουσουλμανικών κρατών όπως το Πακιστάν, το Αζερμπαϊτζάν, το Κατάρ, η Ινδονησία, η Μαλαισία κ.α., με απώτερο στόχο να καταστεί μεγάλη ευρασιατική δύναμη.

Η Τουρκία αξιοποιεί τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, εκμεταλλεύεται τους διεθνείς συσχετισμούς στο νέο πολυπολικό διεθνές σύστημα όπως διαμορφώνονται, διασκεδάζει με την ενδοτικότητα του ελλαδικού πολιτικού συστήματος, χωρίς να αποκλίνει ούτε σπιθαμή από το στρατηγικό στόχο της. Θα ήταν αφελές, ανιστόρητο και εκτός κάθε πραγματικότητας να θεωρούμε ότι η Τουρκία ενεργεί κατόπιν εντολών και υποδείξεων άλλων δυνάμεων. Όχι! Κανείς δεν υποκινεί τη Τουρκία.

 

Η ουδέτερη Τουρκία στρέφεται κατά των γειτόνων της

 

Ακριβώς την ίδια περίοδο η Τουρκία άρχισε να εκδηλώνει τις ιμπεριαλιστικές της διαθέσεις απέναντι στους γείτονές της. Η επανάκτηση της κυριαρχίας των Στενών αύξησε το πολιτικό της γόητρο και την ανέδειξε σε παράγοντα της διεθνούς πολιτικής σκηνής. Στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε, ταυτόχρονα, διαπραγματεύσεις με τους Αγγλογάλλους και τους Γερμανούς ζητώντας ως αντάλλαγμα τη Συρία, το Ιράκ, μέχρι και την Αίγυπτο. Στη διάρκεια του πολέμου ο κατάλογος μεγάλωσε. Στις διεκδικήσεις προστέθηκαν τα Δωδεκάνησα, η Κύπρος και νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Ακόμα ζητούσαν αλλαγή συνόρων με τη Βουλγαρία, έλεγχο του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και της Αλβανίας. Στο μεταξύ, το 1938, με άδεια της Γαλλίας, ο τουρκικός στρατός κατέλαβε την Αλεξανδρέττα, μολονότι ο αραβικός πληθυσμός ήταν πολυπληθέστερος. Η γαλλική κυβέρνηση ζήτησε τότε εγγυήσεις από τους Τούρκους ότι δεν θα καταλάβουν άλλα εδάφη της Συρίας και η Τουρκία αρνήθηκε να τις δώσει.

Ταυτόχρονα με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939, η Τουρκία ξεκινά ένα σκληρό πόκερ με τους δύο αντίπαλους συνασπισμούς. Οι Τούρκοι, αν και υπογράφουν με τους Αγγλογάλλους, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, συνθήκη αμοιβαίας βοήθειας σε περίπτωση εχθροπραξιών στη Μεσόγειο αρνήθηκαν να την εφαρμόσουν μετά την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Και βέβαια όταν ο Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, οι Τούρκοι, μολονότι, σύμφωνα με τη συνθήκη, ήταν υποχρεωμένοι να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων επικαλέσθηκαν ουδετερότητα. Και ως να μην έφθανε αυτό, λίγο πριν από την επίθεση της Γερμανίας κατά της Σοβιετικής Ένωσης υπέγραψαν σύμφωνο μη επιθέσεως με τους Γερμανούς. Ταυτόχρονα διαβεβαίωναν το Βερολίνο ότι ήταν σε θέση να εξεγείρουν τους Τουρκομάνους που κατοικούσαν στη Σοβιετική Ένωση.

Όταν φάνηκε ότι η Γερμανία έχανε τον πόλεμο, οι Τούρκοι προσέγγισαν τους Άγγλους και τους ζήτησαν να καταλάβουν τα Δωδεκάνησα, τα οποία διατελούσαν υπό ιταλική κατοχή. Εξίσου εντυπωσιακό είναι ότι, στην κορύφωση του Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στάλιν εμφανίσθηκε ικανοποιημένος από την ουδετερότητα της Τουρκίας. Και μάλιστα πρότεινε στον Άγγλο Υπουργό Εξωτερικών Ηντεν να ανταμείψουν τους Τούρκους με την παραχώρηση των Δωδεκανήσων. Η Τουρκία, ως ένας «επιτήδειος ουδέτερος», κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας μόλις τέσσερις μήνες πριν από την ήττα των Γερμανών. Δεν πέτυχε εδαφικά κέρδη, όπως επεδίωκε, κατόρθωσε όμως να αποφύγει τις καταστροφές του πολέμου. Επιπλέον αποκόμισε τεράστια οικονομική και στρατιωτική βοήθεια τόσο από τους Άγγλους όσον και από τους Γερμανούς. Οπωσδήποτε πριν από τον Παγκόσμιο Πόλεμο είχε δύο μεγάλες επιτυχίες: την επανάκτηση των Στενών και την κατάληψη της Αλεξανδρέττας.

Όσον αφορά την Ελλάδα, η θέση της ήταν δεδομένη. Ο Μεταξάς, εν ονόματι της επιβίωσης του διδακτορικού καθεστώτος του, προσδέθηκε άνευ όρων στο βρετανικό άρμα. Χωρίς προηγουμένως να εξασφαλίσει από τους Άγγλους έστω και τις ελάχιστες εγγυήσεις για την ασφάλεια και την αμυντική θωράκιση της χώρας, και με κορυφαίο παράδειγμα την Κρήτη, την άφησε ακάλυπτη απέναντι στον γερμανοϊταλικό άξονα. Η Ελλάδα, αντί της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής του Βενιζέλου, ακολούθησε πλέον μοναχικά μονοπάτια, εγκατέλειπε μόνη της τον

στρατηγικό της ρόλο και επέλεγε την καθόλου επίζηλη θέση να αποτελεί ένα οχυρό της Τουρκίας. Τη «γενναιοδωρία» αυτή η Άγκυρα την αντάμειψε με μια συμφωνία που υπέγραψε με τη Βουλγαρία τον Φεβρουάριο του 1941, όταν η Ελλάδα περνούσε δύσκολες ώρες. Με κυνισμό καθησύχαζε τους Γερμανούς ότι δεν θα αντιδρούσε εάν χρησιμοποιούσαν το βουλγαρικό έδαφος για να επιτεθούν κατά της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα άναβε πράσινο φως για τη βουλγαρική βουλιμία εις βάρος των ελληνικών εδαφών.

Αλλά και όταν η Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Γερμανοϊταλούς η Άγκυρα δεν δίστασε να επιβάλει έναν εξοντωτικό φόρο περιουσίας, το «βαρλίκ» στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Όσοι δεν μπορούσαν να τον πληρώσουν κατέληγαν σε καταναγκαστικά έργα στα βάθη της Μικράς Ασίας και η περιουσία τους δημευόταν.

Είναι αναμφισβήτητο ότι τη συμμετοχή της στον πόλεμο η Ελλάδα την πλήρωσε με μεγάλες θυσίες, βαρύ φόρο αίματος και με έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Το μοναδικό της κέρδος ήταν η επανάκτηση των Δωδεκανήσων.

 

1936 – 2020: Ωσάν να μην άλλαξε τίποτα στην πολιτική της Τουρκίας

 

Το συμπέρασμα είναι ότι το χρονικό διάστημα από το 1936 ως το 1945 εκδηλώθηκαν, για πρώτη φορά, οι εξωφρενικές διεκδικήσεις της Άγκυρας και η επεκτατική της πολιτική στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο, τον Καύκασο, τη Συρία και το Ιράκ. Σήμερα ο Ερντογάν τις επαναφέρει κατά τρόπο εμφαντικό και θρασύ. Οι ελληνικές ηγεσίες, σε Αθήνα και Λευκωσία, που διαχειρίσθηκαν τις τύχες του Ελληνισμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υποτίμησαν αδικαιολόγητα τον τουρκικό κίνδυνο, και μόλις πρόσφατα άρχισαν να αντιλαμβάνονται το βάθος και τις σκοτεινές πλευρές της τουρκικής βουλιμίας. Μακάρι να μην είναι αργά.

Μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974 τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα οχυρώθηκαν αμυντικά. Η Λήμνος και η Σαμοθράκη είχαν στρατιωτικοποιηθεί νωρίτερα. Όμως η Τουρκία διατείνεται ότι αυτό έγινε κατά παράβαση των διεθνών Συνθηκών. Και στις δύο περιπτώσεις η ελληνική πλευρά, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τη δημιουργία της 4ης Στρατιάς του Αιγαίου από τους Τούρκους, επικαλείται το φυσικό δικαίωμα στην άμυνα όπως αυτό ορίζεται στο διεθνές δίκαιο και στον χάρτη του Ο.Η.Ε. Ειδικότερα για τα Δωδεκάνησα, αυτά παραχωρήθηκαν από την ηττημένη Ιταλία προς την Ελλάδα, το 1947. Και τη σχετική Συνθήκη, που είναι συνέχεια της Λωζάννης, υπέγραψαν στο Παρίσι: Ελλάδα, Ιταλία, Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση. Η υπογραφή της Τουρκίας δεν απαιτήθηκε διότι δεν υπήρξε εμπόλεμη χώρα και επομένως η Ελλάδα δεν δεσμεύεται απέναντί της. Η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών ήταν όρος που τέθηκε από τη Σοβιετική Ένωση.

Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, που αποτελεί αφετηρία των αδιέξοδων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, το μέλλον κρίνεται αβέβαιο, μιας και όταν δέχεσαι να συνομιλήσεις με τους αντίπερα όχθης αντιπάλους που θέτουν συνεχόμενη αυξητική ατζέντα θεμάτων που έχουν λυθεί με συνθήκες σε μη συζητήσιμα θέματα, τότε το λιγότερο είσαι αφελής και το περισσότερο ανιστόρητος και εθνικά επικίνδυνος.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», (α’ έκδοση: 2017, β’ έκδοση: 2018), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – εφημερίδα «Η Καθημερινή» (2020) – Ι. Π. Πικρός, Τουρκικός επεκτατισμός, Εστία, Αθήνα 1996 – Άγγελος Συρίγος, «Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο», εφημερίδα «Καθημερινή», Αθήνα 2020 – Μιλτιάδης Χριστοδούλου, Η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η Κύπρος, Πρόοδος, Λευκωσία 1995 Αλέξης Ηρακλείδης, Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος, Θεμέλιο, Αθήνα 2020