ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Η εναντίωση στην ευρωπαϊκή προοπτική από πλευράς της Αθήνας προσφέρει ένα αδόκιμο έρεισμα στην Άγκυρα για να αυξάνει την επιθετικότητά της. Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας (και των άλλων βαλκανικών Κρατών) δημιουργεί κίνητρα για τον σταδιακό εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό του τουρκικού κράτους και είναι σαφώς προτιμότερο για την Ελλάδα να έχει απέναντι της μια δημοκρατική από μια στρατοκρατούμενη ασιατικού τύπου χώρα.

Το 1999, η σύνοδος κορυφής του Ελσίνκι κάνει αποδεκτή την υποψηφιότητα της Τουρκίας και της Κύπρου στην Ε.Ε. Στο κείμενο συμπερασμάτων γίνεται λόγος για «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα» ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Είναι η πρώτη φορά που η ελληνική εξωτερική πολιτική αποδέχεται ότι υπάρχουν εκκρεμείς διαφορές με την Τουρκία πέραν της υφαλοκρηπίδας.

Η προώθηση της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. γίνεται με την τραγική πεποίθηση του ελληνικού αστισμού ότι οι ευρωπαίοι εταίροι θα συνετίσουν τη γείτονα και θα την αναγκάσουν να αποδεχτεί το διεθνές δίκαιο και όχι το δίκαιο του ισχυρού. Η προτεραιότητα της Τουρκίας όμως είναι διαφορετική και στέλνει (και αυτό) το αφήγημα στον κάλαθο των αχρήστων.

Η προώθηση της ένταξης της Κύπρου γίνεται με την εξίσου τραγική πεποίθηση ότι δεν θα δεχτεί η Ε.Ε. να υπάρχει χώρα – μέλος με κατεχόμενο τμήμα της. Λίγα χρόνια αργότερα η «λύση» που ετοίμαζε ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός, το σχέδιο Ανάν, απορρίπτεται. Πλέον η ΕΕ έχει ως μέλος της μια διχοτομημένη Κύπρο, επιρρίπτοντας εμμέσως την ευθύνη στην ελληνοκυπριακή πλευρά, αποδεχόμενη και νομιμοποιώντας ντε φάκτο την κατοχή.

Τη βλακώδη πεποίθηση ότι η Τουρκία επιθυμώντας το ευρωπαϊκό χρίσμα θα συναινέσει σε υποχωρήσεις, διαδέχθηκε η βλακωδέστερη πεποίθηση ότι η απομάκρυνση της Τουρκίας από το ευρωατλαντικό πλαίσιο θα μετατρέψει την Ελλάδα σε απόλυτη ευνοούμενη της Δύσης.

Προτού αποδειχθεί ότι και η νέα στρατηγική είναι εξίσου άστοχη, η Ελλάδα προσχώρησε ολοσχερώς, με εκπληκτικό χατζηαβατισμό, στον αμερικανικό άξονα, συγκροτώντας τριμερείς με Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο. Η πολιτική αυτή απογειώθηκε επί Τσίπρα, καθιστώντας τον ΣΥΡΙΖΑ αγαπημένο των Αμερικανών, θεωρητικοποιήθηκε από τον Κοτζιά, γέννησε τη συμφωνία των Πρεσπών και το πυροτέχνημα του East Med, και έγινε αποδεκτό παραλές τις προεκλογικές εξαγγελίες της μέχρι τότε Αντιπολίτευσης περί κατάργησης της ανόμου-ανίερης συμφωνίας.

Κατάφερε παράλληλα να φέρει τις σχέσεις με τη Ρωσία στο χειρότερο δυνατό σημείο απελαύνοντας διπλωμάτες της, κάλεσε τις ΗΠΑ να φτιάξουν βάση σε κάθε Νομό της χώρας, επέκτεινε τη βάση της Σούδας μέχρις του σημείου να φέρει πυρηνικά όπλα.

Την εποχή που η Τουρκία αποδείκνυε ότι δεν είναι δεδομένη, η Ελλάδα εκμηδένιζε την πραγματική διαπραγματευτική της αξία δηλώνοντας εσαεί διαθέσιμη στον οποιονδήποτε υπερατλαντικό σχεδιασμό. Η πολιτική αυτή συνέπεσε με την οικονομική κρίση και τα μνημόνια και χρησιμοποιήθηκε καταλλήλως στο εσωτερικό: Μπορεί η κοινωνία να ισοπεδώνεται και η χώρα να ταπεινώνεται, αλλά αν είμαστε τα καλά παιδιά των Αμερικανών, θα ανταμειφθούμε.

Το άδειασμα των Κούρδων από την αμερικανική υπερδύναμη ήταν προειδοποίηση και για την Ελλάδα. Και πράγματι, στην όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσα στο 2019, η Ουάσιγκτον αντί να στηρίξει τον φανατικότερο υπηρέτη της και να τιμωρήσει τον άτακτο γείτονα, έπραξε ακριβώς το αντίθετο. Η κατάληξη ήταν αναμενόμενη για όλους, εκτός από τον ελληνικό αστισμό που για μια ακόμα φορά είδε τα σχήματα στα οποία πόνταρε να χρεοκοπούν.

Η νέα φαεινή πεποίθηση της ελληνικής αστικής πολιτικής είναι ότι η μπλόφα του East Med θα πιέσει την Τουρκία να κάτσει στο τραπέζι της λογικής διαπραγμάτευσης. Η χρεοκοπία και αυτής της πολιτικής είναι προφανής και θα αποδειχθεί τα επόμενα χρόνια.

Οι διαδοχικές διαψεύσεις, ήττες, αποτυχίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής συνοδεύονταν από τρία ακόμα στοιχεία:

Πρώτον, τις κατά καιρούς άκοπες και ανέξοδες εθνικιστικές κορώνες (συνήθως της εκάστοτε αντιπολίτευσης) που όμως αφορούσαν αποκλειστικά την εγχώρια κατανάλωση και δεν μετατρέπονταν σε επίσημη κρατική εξωτερική πολιτική. Ο εθνικισμός ήταν η βολική εσωτερική εναλλακτική του ραγιαδισμού, του χυδαίου πραγματισμού, της υποχωρητικότητας. Αύξανε ωστόσο το κόστος για μια πραγματιστική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών -πράγμα που πολύ θα ήθελαν αλλά δεν τολμούσαν- οι περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις.

Δεύτερον, τη μεταφυσική πεποίθηση ότι η χρονοτριβή, η διατήρηση του θολού στάτους κβο, η υποδοχή κάθε νέας τουρκικής απαίτησης με φράσεις κλισέ της αστικής πολιτικής, συνιστά εξωτερική πολιτική. Οι ανακοινώσεις των ΥΠΕΞ όλα αυτά τα χρόνια, σε κάθε συγκυρία, σε κάθε νέα στροφή των σχέσεων, θα μπορούσαν να έβγαιναν από έναν phrase generator (συνδυάζοντας σε κάθε πιθανό συνδυασμό τις λέξεις ψυχραιμία, σύνεση, αποφασιστικότητα, διεθνές δίκαιο).

Τρίτον, την ατολμία των πιο πραγματιστών να φέρουν όλες τις ελληνοτουρκικές διαφορές στη Χάγη, καθώς γνωρίζουν ότι η σκόπιμη αμφισημία που υπάρχει στο γράμμα του διεθνούς δικαίου, δουλεύει υπέρ του δικαίου του ισχυρού. Είναι εκ των προτέρων γνωστό ότι οποιαδήποτε απόφαση της Χάγης θα μοιράζει κόστη και οφέλη και για τις δύο πλευρές, επιβάλλοντας συγκυριαρχία υπό ιμπεριαλιστική εποπτεία, ενώ ουδείς διασφαλίζει ότι η γειτονική χώρα δεν θα επανέλθει με νέες διεκδικήσεις. Σήμερα, όλο και πληθαίνουν οι φωνές και οι προβληματισμοί για προσφυγή στη Χάγη υπό προϋποθέσεις, καθώς οι συσσωρευμένες αποτυχίες, κάνουν την ελληνική εξωτερική πολιτική συνώνυμη του ανέκδοτου.

Όσο περισσότερο θα εμπλέκονται τα συμφέροντα της Τουρκίας με την Ε.Ε., τόσο περισσότερο θα έχει η Ένωση στα χέρια της ένα μοχλό πίεσης επί της Τουρκίας που θα την υποχρεώνει να προσαρμόζεται με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, που εξυπηρετούν σε μεγάλο βαθμό τα ελληνικά συμφέροντα. Η Τελωνειακή Ένωση Ε.Ε.-Τουρκίας, που συνεπάγεται την πτώση των οικονομικών συνόρων και την οικονομική αλληλεξάρτηση στο Αιγαίο, θα συντελέσει στην ανάληψη κοινών οικονομικών πρωτοβουλιών που θα αναβαθμίσουν τα κοινά συμφέροντα των δύο χωρών στην περιοχή.

Για τον καθορισμό του κοινού συμφέροντος, οι δύο πλευρές θα πρέπει να ενθαρρύνουν τις επαφές μεταξύ τους τόσο σε κυβερνητικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο οικονομικών παραγόντων και απλών πολιτών, ξεκινώντας από τα θέματα χαμηλής πολιτικής.

Οι αποφάσεις του Ελσίνκι, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των ελληνοτουρκικών οικονομικών σχέσεων, θα βοηθήσουν στην εξεύρεση κοινού παρονομαστή για την ειρηνική επίλυση ή την υπέρβαση των πολιτικών προβλημάτων. Χειρισμοί σαν αυτούς στο θέμα του αντιπυραυλικού συστήματος S-300 και στην υπόθεση Οτσαλάν ήταν το αποτέλεσμα ενός «ανεδαφικού υπερπατριωτισμού» και βασιζόταν σε μάλλον σχηματικές υποθέσεις για το διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον και για την ελληνική θέση στον κόσμο.

Σημαντικό εμπόδιο πάντως, για την ανάπτυξη των ελληνοτουρκικών και ευρωτουρκικών σχέσεων εξακολουθεί να είναι η επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Λαμβάνοντας υπόψη τις σημερινές περιστάσεις, η καλύτερη λύση για την Κύπρο θα ήταν μια διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία με αντάλλαγμα την επιστροφή μερικών εδαφών στην ελληνοκυπριακή πλευρά – σύμφωνα με τις διακοινοτικές συμφωνίες του 1977 και του 1979 – και η αποστρατικοποίηση της Μεγαλονήσου με ταυτόχρονη ανάθεση της αστυνόμευσής της σε ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ ή του ΝΑΤΟ ή σε ευρωπαϊκές δυνάμεις.

Η ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου δημιουργεί κίνητρα για μια λύση στο Κυπριακό και η ένταξη θα αποτελέσει εγγύηση για τη λειτουργικότητα και βιωσιμότητα της. Σε ορισμένους από τους Ευρωκεντρικούς διαφαίνεται η ελπίδα ότι, αργά ή γρήγορα, στην ενωμένη Ευρώπη δεν θα έχουν μεγάλη σημασία τα εσωτερικά σύνορα και τα δικαιώματα όλων των πολιτών της Ένωσης θα είναι ίσα και εξασφαλισμένα.

Έτσι και το εσωτερικό σύνορο της επανενωμένης Κύπρου θα έχει μικρότερη ως ελάχιστη πολιτική σημασία. Αξίζει ίσως να διευκρινιστεί ότι οι σχολές θεωρούν την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας ως μονόδρομο. Έχουν κατανοήσει και οι δύο, πως μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα δεν μπορεί να διαδραματίσει αξιόλογο ρόλο εκτός της Ένωσης. Αυτό που διαφέρει – όπως είδαμε – αφορά την τακτική που η χώρα καλείται να ακολουθήσει στα πλαίσια της ΕΕ καθώς και οι πεποιθήσεις για το μέλλον της Ευρώπης.

Οι Ελληνοκεντρικοί επιθυμούν μια «πλουραλιστική Ευρώπη ισότιμων μελών» και υποστηρίζουν πως ακόμα και εάν η ΚΕΠΠΑ αναπτυχθεί κάποτε σε μια αξιόπιστη ευρωπαϊκή συμμαχία, αυτή «θα επενεργεί ενισχυτικά και όχι εγγυητικά» για την ελληνική ασφάλεια.

Οι Ευρωκεντρικοί επιθυμούν μια πιο προωθημένη μορφή ομοσπονδιακής Ευρώπης, με επικράτηση των θεσμών επί των Κρατών, και πιστεύουν πως η ΚΕΠΠΑ εξελίσσεται σταδιακά σε ένα μηχανισμό συλλογικής ασφάλειας ανάμεσα στα μέλη της. Έχοντας ολοκληρώσει την παρουσίαση των δύο σχολών σε σχέση με τα εθνικά θέματα, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε πως και στην ευρωκεντρική σχολή υπάρχουν στοιχεία νεο-ρεαλισμού.

Στην Ελλάδα, όμως, η μακροχρόνια κυριαρχία της κλασικής ρεαλιστικής προσέγγισης και τώρα της νεο-λειτουργικής προσέγγισης φαίνεται να άφησε ελάχιστο χώρο σε τέτοιου είδους αναλύσεις. Υπάρχουν ορισμένοι αναλυτές στην ελληνική βιβλιογραφία, κυρίως νεαροί με σπουδές στο εξωτερικό, που χρησιμοποιώντας τα αναλυτικά εργαλεία του νεο-ρεαλισμού, φτάνουν σε συμπεράσματα κοντά στις ευρωκεντρικές θέσεις τόσο σε ότι αφορά τη στρατηγική της Ελλάδας στα Βαλκάνια όσο – αν και με περισσότερες επιφυλάξεις – και στο Αιγαίο.

Τέτοιου είδους προσπάθειες, που θεωρούμε ότι τοποθετούνται κάπου στη μέση του διπολικού μας σχήματος, θέτουν το ερώτημα: Μήπως υπάρχει μια στρέβλωση στο τρόπο που αντιλαμβάνονται ορισμένοι τις διεθνείς σχέσεις στην Ελλάδα; Ένας Έλληνας αναλυτής παρατηρεί: «Βασικά μεθοδολογικά εργαλεία και ανάλυσης αγνοούνται από το μεγαλύτερο μέρος της διεθνολογικής κοινότητας. […]. Η νομική και η ιστορική προσέγγιση κυριάρχησαν στη χώρα μας και υποσκέλισαν προσπάθειες θεωρητικού προβληματισμού και παρακολούθησης του σύγχρονου θεωρητικού διαλόγου που λαμβάνει χώρα παγκοσμίως».

Το ερώτημα αυτό σε συνδυασμό με τις παραπάνω παρατηρήσεις θα έπρεπε ίσως να απασχολήσει την ελληνική διεθνολογική κοινότητα.

(συνεχίζεται…)