ΑΡΘΡΟ

Της Ελεάννας Χαραλαμπίδου

Φοιτήτριας στο τμήμα Δημοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε. του Α.Π.Θ.

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Σύμφωνα με τα ίδια τα θύματα, πολλές φορές το σοκ και ο φόβος, που αισθάνονται τους εμποδίζει από το να αντιδράσουν. Πολύ συχνό είναι το «πάγωμα», με το θύμα να βρίσκεται σε μια κατάσταση αδράνειας, χωρίς να μπορεί να κουνηθεί ή να μιλήσει.

Η Τατιάνα βιώνει πολύ συχνά αυτό το συναίσθημα, αφού σύμφωνα με την ίδια, συναντάει πολύ συχνά παρεμβατικές συμπεριφορές στο λεωφορείο:

«Πολλές φορές, άντρες έχουν κάτσει δίπλα μου και έχουν προσπαθήσει να αυνανιστούν και να με ακουμπήσουν. Μία από αυτές τις φορές, κάποιος το έκανε απέναντί μου, ενώ ταυτόχρονα μου έλεγε χυδαία πράγματα και απειλούσε να με σκοτώσει. Εγώ αρχικά “πάγωσα”, επειδή μου είναι πάρα πολύ οικείο το παρεμβατικό και η αντίδραση συνήθως είναι να “παγώνω” και να φοβάμαι πολύ. Μόλις κατάφερα να ηρεμήσω από το σοκ και να μπορέσω να αντιδράσω, του είπα δυνατά να σταματήσει, αλλά είχα τρομάξει πολύ. Τα άτομα που καθόντουσαν πίσω μου στο λεωφορείο δεν αντέδρασαν, ενώ το είχαν δει, παρά μόνο ένας άντρας, που του έκανε νόημα με το χέρι να σταματήσει, αφού εγώ άρχισα να αντιδράω».

Η Ιωάννα συνήθως αντιδράει, αλλά επισημαίνει ότι αυτό δεν είναι πάντα εφικτό:

«Υπάρχει συνέχεια η προτροπή “να είσαι δυνατή”. Δεν είμαστε όλοι οι άνθρωποι το ίδιο και δεν έχουμε όλοι την ψυχική δύναμη να αντιμετωπίσουμε με τον ίδιο τρόπο κάποιες καταστάσεις. Κάποιες γυναίκες, ίσως να μη είναι στο χαρακτήρα τους να αντιμιλήσουν ή να μιλήσουν άσχημα. Έχω ακούσει πάρα πολλές φορές “μακάρι να είχα την δύναμη εκείνη τη στιγμή να μιλήσω”. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος, αν αντιδράσεις να κινδυνέψεις παραπάνω, γιατί δεν ξέρεις τι έχει ο άλλος στο μυαλό του. Μπορεί να τον βρίσω, εκείνος να τα πάρει στο κρανίο και να με χτυπήσει».

Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αυτά τα περιστατικά δεν είναι ασήμαντα. Για τα θύματα δεν αποτελούν απλώς μια άσχημη εμπειρία, αλλά αντίθετα, είναι καθοριστικά για τη ζωή τους. Συγκεκριμένα, οι εμπειρίες της Τατιάνας, έχουν αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται και ζει:

«Είμαι πάντα σε εγρήγορση, παρατηρώ τα πάντα. Κοιτάω ποιος μπήκε στο λεωφορείο, ποιος με κοιτάει, πού θα βγει, κοιτάω συνέχεια πίσω μου, γιατί έχει τύχει να με ακολουθήσουν πολλές φορές. Γενικά έχω μαζί μου σουγιά και έχω κατά νου τι θα φοράω, δηλαδή να είναι κάτι με το οποίο νιώθω άνετα να ανταπεξέλθω. Πλέον είναι από τα κύρια προβλήματά μου το έμφυλο, το πόσο δύσκολο μου είναι στην καθημερινότητά μου και πως νιώθω ότι τραυματίζομαι κάθε μέρα ξανά και ξανά. Το μόνο που θα το έκανε πιο ελαφρύ είναι το να μην ήμουν τόσο σε αναταραχή. Θα ήθελα να ήμουν πιο χαλαρή έξω».

Το ίδιο συμβαίνει και στη Μαριαλένα, η οποία επιβεβαιώνει ότι όσα έχει περάσει την έχουν επηρεάσει στη ζωή της.

«Όταν γυρνάω μόνη μου, στην Αθήνα, κρατάω τα κλειδιά μου πάντα στο χέρι μου, έτοιμα για χρήση ως όπλο. Κοιτάω και παρατηρώ πινακίδες, πρόσωπα, χωρίς καθόλου διακριτικότητα. Θέλω να με δουν ότι τους βλέπω. Δεν είμαι 17 ή 20 πλέον, μπορώ να τα διαχειριστώ διαφορετικά όλα πλέον».

Φυσικά, η σεξουαλική παρενόχληση δεν γίνεται πάντα από αγνώστους. Πολλές φορές, ένα οικείο πρόσωπο του θύματος μπορεί να ασκήσει σεξουαλική βία εναντίον του ή να το πιέσει σε κάποια σεξουαλική πράξη. Σχεδόν το 19% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι γνώριζαν τον θύτη σε κλίμακα «καλά – πολύ καλά».

Το πρώτο βίαιο περιστατικό, που βίωσε η Τατιάνα, δεν ήταν από κάποιον άγνωστο, αλλά από ένα άτομο που θεωρούσε φίλο:

«Όταν ήμουν 14-15 ετών, κάποιος που νόμισα ότι ήταν φίλος μου, μεγαλύτερης ηλικίας, δηλαδή 17-18, μετά το σχολείο μου είπε να πάμε σπίτι του να κάτσουμε. Εγώ σε εκείνη την ηλικία δεν είχα απολύτως καμία εμπειρία και δεν μου πέρασε καν από το μυαλό κάτι άλλο. Με το που μπήκαμε στο σπίτι έβγαλε τη ζώνη του και μου είπε “μη φοβάσαι, εγώ έτσι κάνω” και στη συνέχεια πιέστηκε πάνω μου. Εγώ έπαθα σοκ, και ήμουν σε μία κατάσταση που ένιωθα να αιωρούμαι χωρίς να μπορώ να κουνηθώ. Πιέστηκα πάρα πολύ εκείνη την ώρα προσπαθώντας να συνέλθω, αλλά δεν μπορούσα να βάλω δύναμη. Επαναλάμβανα συνέχεια στον εαυτό μου τι συνέβαινε εκείνη την ώρα για να αντιδράσω. Όταν επιτέλους συνήλθα, τον έσπρωξα και έφυγα τρέχοντας. Το τραύμα έχει παραμείνει, αφού με το σεξ και την οικειότητα έχω ακόμα θέμα, αλλά ειδικά στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο, για χρόνια».

Σύμφωνα με την ίδια, συνειδητοποίησε αυτό που της συνέβη χρόνια αργότερα:

«Σίγουρα σε αυτή την ηλικία δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι ήταν αυτό που μου συνέβη, δεν είχα τις ίδιες γνώσεις. Κατάλαβα ότι ήταν σεξουαλική παρενόχληση χρόνια μετά. Στην αρχή δεν μπορούσα καθόλου να το διαχειριστώ και έτσι το “έσπρωξα κάτω από το χαλί”. Άρχισα να “γυρνάω” την ιστορία ακόμα και στον εαυτό μου, δηλαδή το παρουσίαζα ως το πρώτο αγόρι, με το οποίο ήρθα πιο κοντά, ενώ ήξερα ότι δεν ήταν έτσι. Το κατάλαβα όταν προσπάθησα να έχω σεξουαλικές σχέσεις. Σοκαριζόμουν και καταλάβαινα ότι με το που με άγγιζαν “πάγωνα”, ήθελα να πεθάνω. Τότε άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήταν φυσιολογικό και ότι έπρεπε να δω πού είναι το πρόβλημα».

Η Μαριαλένα ξεκίνησε για ένα τριήμερο διακοπών με τους φίλους της, αλλά η καθημερινή παρενόχληση από τον πρώην σύντροφό της εκεί, αποτελεί ένα ευαίσθητο θέμα για την ίδια, το οποίο δεν έχει ξεπεράσει ακόμα:

«Ήμουν 17 χρονών. Ήταν το καλοκαίρι πριν την Γ’ Λυκείου. Με την παρέα μου αποφασίσαμε να πάμε για 3 μέρες στο εξοχικό ενός φίλου. Με ένα παιδί από την παρέα, είχαμε σχέση παλιότερα, ένα χρόνο πριν πάμε αυτές τις διακοπές. Κάθε βράδυ που ήμασταν εκεί με παρενοχλούσε σεξουαλικά. Ήταν πιο δυνατός από εμένα και δεν έπαιρνε από όχι. Κάθε πρωί ντρεπόμουν πάρα πολύ να μοιραστώ αυτά που συνέβαιναν τα βράδια. Ένιωθα ότι εγώ φταίω. Εγώ προκαλούσα. Οι φίλοι μου απλά βλέπανε ότι τον απέφευγα και ότι τσακωνόμασταν συνεχώς. Άκουγαν καβγάδες και πόρτες να κοπανάνε. Μια φορά με είχε κολλήσει στον τοίχο και είχε πάει να μου δώσει μπουνιά».

Η έρευνα έδειξε επίσης κατά πόσο οι ερωτηθέντες αντέδρασαν όταν είδαν κάποιο περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης να συμβαίνει σε ένα τρίτο άτομο. Σύμφωνα με τις απαντήσεις λοιπόν, στις πιο «ήπιες» μορφές παρενόχλησης (σεξουαλικά σχόλια, ανεπιθύμητες ερωτήσεις, σφυρίγματα), αντέδρασε το 53%, περίπου το 32% δεν αντέδρασε, ενώ το υπόλοιπο 15% αντέδρασε ανά περίπτωση. Στις πιο βίαιες μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης (ανεπιθύμητη επαφή, επίδειξη, κακοποίηση, βιασμός), τα νούμερα είναι μικρότερα. Ειδικότερα, μόνο το 44% αντέδρασε, ενώ το 47% όχι. Το υπόλοιπο 9% αντέδρασε κάποιες φορές, ανάλογα με την περίσταση.

Σύμφωνα με τα θύματα, ο κόσμος που βλέπει τα περιστατικά συνήθως δεν αντιδράει και αυτό κάνει την κατάσταση ακόμη πιο δυσμενή. Πολλές φορές τα θύματα φοβούνται να αντιδράσουν, λόγω του απροσδόκητου, της πιθανότητας ο δράστης να γίνει περισσότερο βίαιος απέναντί τους και να μην υπάρξει τρόπος διαφυγής, αφού δεν υπάρχει συμπαράσταση από τον περίγυρο.

Συγκεκριμένα, η Τατιάνα επισημαίνει ότι δεν έχει αντιδράσει ποτέ κάποιος, όταν δέχτηκε σεξουαλική παρενόχληση:

«Αυτό που έχω παρατηρήσει είναι ότι η πλειονότητα δεν θα κάνει κάτι, δεν θα αντιδράσει. Πολλές φορές φοβάμαι να αντιδράσω επειδή δεν ξέρω τι θα μου κάνει ο άλλος. Αν ένιωθα την ασφάλεια ότι ο περίγυρος δεν θα θεωρούσε αποδεκτό αυτό που μου συνέβη, τότε θα ένιωθα ότι έχω υποστήριξη. Ότι κάποιος άλλος θα έρθει να με βοηθήσει, να με υπερασπιστεί και ότι έχω ένα στήριγμα από πίσω μου. Όταν βλέπω επανειλημμένα ότι ο κόσμος αδιαφορεί τότε δεν νιώθω καθόλου ασφάλεια».

Οι γυναίκες αυτές, έχοντας βιώσει πολλά περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης προτρέπουν τα δυνάμει θύματα να αντιδράνε. Παρακινούν τον κόσμο που είναι παρών σε αυτά τα περιστατικά να βοηθήσει τα θύματα και να αποδοκιμάσει τον θύτη. Να μην μένουμε αμέτοχοι. Πρόκειται για ένα κοινωνικό φαινόμενο, για μια κακοποίηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και υπόστασης, που οφείλουμε να σταματήσουμε. Η σιωπή, όταν γινόμαστε μάρτυρες αυτών των φαινομένων, συμβάλει στην κανονικοποίηση και στη συνέχισή τους.

Σύμφωνα με την Τατιάνα, αν το θύμα νιώθει ότι δεν είναι πολύ ριψοκίνδυνο καλό είναι να αντιδράσει, «γιατί όταν δεν κάνουμε τίποτα είναι σαν να τους δίνουμε “πάσο”. Παίρνουν την επιβεβαίωση ότι μας μείωσαν και επιβλήθηκαν, ότι μπορούν να κάνουν και να λένε ό, τι θέλουν και να την γλιτώνουν. Ότι εμείς απλά κατεβάζουμε το κεφάλι και κάνουμε ότι δεν έγινε».

Η Ιωάννα συμπληρώνει ότι «υπάρχουν πάρα πολλές γυναίκες, που δε θέλουν να συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που βίωσαν ήταν σεξουαλική παρενόχληση. Προτιμούν να φυσικοποιούν τη σεξουαλική βία, παρά να το ονομάσουν έτσι όπως είναι. Είναι πολύ βαρύ να συνειδητοποιείς ότι σου συνέβη και χρειάζεται πολλή δύναμη για να το δουλέψεις μέσα σου. Δεν με πειράζει η λέξη “θύμα”, γιατί είμαστε θύματα. Με ενοχλεί όμως όταν βάζουμε μια άσχημη ταμπέλα στο θύμα, ότι είναι κακό που είναι το θύμα. Δεν φταίμε εμείς, δεν θέλαμε να γίνουμε θύματα ούτε το επιδιώξαμε».

Τέλος, η συμβουλή της Μαριαλένας στα ήδη υπάρχοντα και στα μελλοντικά θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης είναι να μιλήσουν. «Να μη νιώσουν ποτέ ότι είναι υπερβολικοί ούτε ότι έφταιγαν. Δεν φταίει ποτέ το θύμα, πάντα ο θύτης», προσθέτει η Μαριαλένα. «Δεν φταίνε ούτε οι κοντές φούστες ούτε ένα πλούσιο μπούστο. Φταίει η κοινωνία που ασφυκτιά από πατριαρχία. Μιλάμε και αντιδράμε. Κανένας και καμία μόνη της».

 

Το ερωτηματολόγιο στο οποίο βασίστηκε η έρευνα: https://forms.gle/Qx2a4RpAd4ngezW8A