ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

ΩΜΕΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

 

 

  • «Η λατρεία της καρέκλας τυφλώνει το νου και οδηγεί σε περιπέτειες» (λαϊκός θυμόσοφος λόγος)

 

Ο τίτλος του σημερινού άρθρου μου δεν ανήκει σ’ εμένα. Τον δανείστηκα από μια ομιλία του τ. Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Χρ. Σαρτζετάκη. Και τον βρήκα όχι μόνο πολύ εύστοχο, αλλά και αληθινό.

Βέβαια δεν χρειάστηκε και πολύ ο κ. Πρόεδρος να προβεί σε μια τέτοια διαπίστωση. Μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς μια τέτοια αλήθεια αναδιφώντας την ιστορική μας πορεία.

Και λοιδορήθηκε τότε ο κ. Πρόεδρος γι’ αυτήν την αναμφίλεκτη αλήθεια, που διατύπωσε. Έτσι είμαστε εμείς οι Έλληνες. Δεν μας αρέσει ν’ ακούμε γυμνές αλήθειες. Θέλουμε ν’ ακούμε μόνο ό,τι μας συμφέρει, λησμονώντας ότι κάτι τέτοιο αποβαίνει συχνά επιζήμιο για την ύπαρξή μας. Δεν συνετιστήκαμε από τα λάθη μας και το στραβό συχνά αρμένισμά μας στο πολυτάραχο πέλαγος της παγκόσμιας ζωής. Δεν βάλαμε μέχρι σήμερα μυαλό. Και από Προμηθείς, γινόμαστε Επιμηθείς. Ασφαλώς και δεν μας φταίνε οι άλλοι. Όλα τα άλλα είναι εκ περισσού. Δεν φταίει ο τσομπάνης, όταν ραβδίζει τη γίδα, που τρίβεται στην γκλίτσα του.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την οπτική γωνία της αλήθειας. Λίγο προτού ξεκινήσουν κάποιοι «τρελοί» να διεκδικήσουν τη θεόδοτη ελευθερία για το δούλον Ελληνικού Γένος, που δεινοπάθησε για 400 ολάκερα χρόνια από το Γένος των Οσμανλήδων, στην Ευρώπη ορθωνόταν τείχος αντίδρασης σ’ ένα τόσο δίκαιο αίτημα.

Ο Υπουργός των Εξωτερικών και Καγκελάριος της Αυστρίας, ο ηγέτης της Ιεράς Συμμαχίας (τι ειρωνεία αυτός ο χαρακτηρισμός Ιερά, ποια βεβήλωση ενός τέτοιου χαρακτηρισμού), Μέτερνιχ Βίνενμπουργκ Φον Κλέμενς (1773-1859), τήρησε ανθελληνική στάση στην επανάσταση του 1821, καταπολεμώντας λυσσωδώς τη δικαιότατη αξίωση των Ελλήνων για ελευθερία, μολονότι ο Τζωρτζ Κάνιγκ πρότεινε στη Ρωσία και στη Γαλλία να υποστηρίξουν το αίτημα των Ελλήνων. Και αυτή τη στάση πήρε η ηγεσία της Ευρώπης έναντι του Γένους των Ελλήνων, στο οποίο όφειλε και οφείλει πολλά. Εδώ ταιριάζει να αναφέρω τα λόγια της Πρυτάνεως του Γαλλικού Πανεπιστημίου Ελένης Γλύκατζη – Αρβελέρ: «Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα;». Αλλά γιατί εσίγησε η κ. Γλύκατζη στη φωνή δίκαιης αγανάκτησης χιλιάδων Ελλήνων τώρα τελευταία;

Ανάδελφοι, όχι μόνο χωρίς τη στήριξη της Ευρωπαϊκής ηγεσίας, αλλά και με τη φανερή ανθελληνική της συμπεριφορά, οι διαπνεόμενοι από ιερή τρέλα, με τον Ελληνισμό να κατοικοεδρεύει βαθιά στο μεδούλι τους, πήραν τη μεγάλη απόφαση συμπυκνώνοντάς την στη μεγαλειώδη εκείνη φράση «Ελευθερία ή Θάνατος», αφού πρώτα είχαν εξασφαλίσει την υπογραφή του Θεού, ο οποίος υπέγραψε την ελευθερία τους και σε καμιά περίπτωση δεν θα έπαιρνε πίσω την υπογραφή Του (Θ. Κολοκοτρώνης).

Ήρθαν βέβαια και κάποιοι Ευρωπαίοι αρωγοί στον αγών μας και χύσανε εκούσια το αίμα τους για την ελληνική ελευθερία, όμως αυτοί δεν ανήκανε στα σαλόνια της ευρωπαϊκής ηγεσίας, αλλά ήταν υπέρμαχοι της θεόσταλτης ελευθερίας, γαλουχημένοι από το αθάνατο ελληνικό πνεύμα.

Μας βοήθησαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες να γίνουμε κράτος – τι κράτος; Περίληψη μιας αυτοκρατορίας, που χάθηκε από τα δικά της αφελή και ολέθρια λάθη, όμως το κάνανε για τα δικά τους συμφέροντα. Είχαν ανάγκη να ελέγχουν το υπογάστριο της Βαλκανικής Χερσονήσου για πολλούς και ποικίλους λόγους (Δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν).

Και μας δώσανε δάνεια για να ορθοποδήσουμε, μα εμείς χτίσαμε μ’ αυτά κάποια τζάκια, χωρίς να νοιαζόμαστε για τις ανάγκες του λαού.

Κι ύστερα φαγωθήκαμε και βγάλαμε τα μάτια μας με τα ίδια μας τα χέρια, λες και δεν χρειαζόμασταν το φως.

Ανάδελφοι σταθήκαμε και στο ξεθεμελίωμα από τις τρισχιλιόχρονες πατρίδες μας. Χριστιανικά Έθνη και κάποια ορθόδοξα στήριξαν με χρήμα, πολεμικό υλικό και γνώσεις τους αλλόδοξους. Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία στάθηκαν στο πλευρό των Οθωμανών και κάνανε ό,τι μπορούσαν για την πρωτάκουστη στην ανθρώπινη ιστορία Γενοκτονία του Ελληνισμού της Ανατολής (Μ. Ασία, Πόντος, Θράκη). Κι όλα αυτά χωρίς ανθρώπινη ευαισθησία, χωρίς ντροπή και με την αχαριστία σε υπέρτατο βαθμό.

Ανάδελφοι σταθήκαμε και μετά τη συντριβή του Άξονα, όπου προσφέραμε την οικονομία μας και πάνω απ’ όλα το αίμα μας, που δεν μας περίσσευε. Χάσαμε τον ανθό μας, μαυροφορέσανε μάνες και αδελφές, έγινε στάχτη και ερείπια το σπιτικό μας, χάσαμε το βιο μας, πεινάσαμε.

Και αντί να σταθούν δίπλα μας οι νικητές, άφησαν στο περιθώριο τον έπαινο –γιατί άραγε τόση ασθενική μνήμη;- και μας ενέπλεξαν στον αδελφοκτόνο διχασμό. Έτσι επιτάσσανε τα συμφέροντά τους! Καμιά συναισθηματική έκφραση, καμιά ευγνωμοσύνη. Μόνον αχαριστία. Κι εμείς για τρεις ολάκερους χρόνους βγάζαμε τα μάτια μας με τα ίδια μας τα χέρια, ενώ οι Δυνατοί έτριβαν τα χέρια τους γι’ αυτή μας την κατάντια. Κι όλα αυτά για να μας έχουν στο χέρι και να υπακούουμε πιστά στα κελεύσματά τους.

Φτάσανε στο σημείο να επιλέξουν αυτοί για μας ποιος θα μας κυβερνήσει, λες κι εμείς δεν είχαμε τόσο μυαλό. Ο λαός που γέννησε και άνδρωσε τη δημοκρατία, κορυφαίο γνώρισμα της οποίας είναι η έκφραση της ελεύθερης βούλησης για εκλογή κυβερνήτη, να τρέφει στα σπλάχνα του ηγέτες, που συμβιβάζονται, προκειμένου να ασκήσουν το υψηλό αξίωμα του χειρισμού των τυχών του λαού τους, να καθίστανται πειθήνια όργανα των Δυνατών για χάρη της καρέκλας. Πόσο δίκιο είχε ο θείος Όμηρος, όταν σφυρηλατούσε πάνω στο αγέρωχο αμόνι του το μύθο της Κίρκης!

Άβουλοι, υπάκουοι, χωρίς τσίπα πουλάμε πάμφθηνα το τομάρι μας για την καρέκλα. Και αυτή η προσωπική ηδονή, που εκπέμπεται από τη λάμψη της καρέκλας, οδηγεί σε μύρια όσα βάσανα το πόπολο. Το οδηγεί χωρίς τη θέλησή του να ζει κάτω από ξένον ήλιο, λες κι η πατρίδα του δεν έχει τη δυνατότητα να τον ζήσει. Παίρνει των ομματιών του ρίχνοντας πέτρα πίσω του, όμως το νόστιμον ήμαρ κατατρώγει ωσάν το σαράκι τα σωθικά του.

(συνεχίζεται…)