ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΣΥΡΙΖΑ Ν. ΔΡΑΜΑΣ

 

 

Ο Βουλευτής Ν. Δράμας του ΣΥΡΙΖΑ κ. Θεόφιλος Ξανθόπουλος, συνυπέγραψε με άλλους 43 συναδέλφους του Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, ερώτηση προς τους Υπουργούς Οικονομικών και Ανάπτυξης & Επενδύσεων, με θέμα το υψηλό κόστος συναλλαγών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμών στις Τράπεζες και τα αναγκαία μέτρα για την αποκλιμάκωση του.

Αναλυτικά η ερώτηση έχει ως εξής:

«Πρόσφατα κατατέθηκε στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2020. Στο δεύτερο κεφάλαιο του προσχεδίου, μεταξύ των προτιθέμενων δημοσιονομικών παρεμβάσεων, περιλαμβάνεται η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής μέσω της ενίσχυσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ως του αποδεδειγμένα πιο αποτελεσματικού μέτρου. Ειδικότερα, προβλέπεται αυξημένος συντελεστής 30% κατά τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, ανάμεσα σε αυτά και οι συναλλαγές με πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες» σημειώνουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.

Με την πρωτοβουλία αυτή η Κυβέρνηση ευελπιστεί ότι θα υπάρχει αύξηση των συναλλαγών με ηλεκτρονικά μέσα. Οι συναλλαγές αυτές ωστόσο συνεπάγονται κόστος τόσο για τους καταναλωτές, οι οποίοι – ανάλογα με το μέσο που επιλέγουν – επιβαρύνονται με τόκους επί των συναλλαγών, όσο και για τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι επιβαρύνονται για την λήψη υπηρεσιών αποδοχής ηλεκτρονικών συναλλαγών από τα πιστωτικά ιδρύματα.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία των τραπεζών το ΣΕΠΠΕ των πιστωτικών καρτών (συνολικό ετήσιο πραγματικό ποσοστό επιβάρυνσης που περιλαμβάνει το επιτόκιο για αγορές με πιστωτικές κάρτες) κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα από 12,13% – 19,2% ανάλογα με το πιστωτικό ίδρυμα. Από την άλλη, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), το μέσο ονομαστικό επιτόκιο για καταθέσεις βρίσκεται στο 0,26%.

Ταυτόχρονα οι συναλλαγές με ηλεκτρονικά μέσα συνεπάγονται κόστος για τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες που προκύπτει από τις παρεχόμενες από τα πιστωτικά ιδρύματα υπηρεσίες αποδοχής συναλλαγών με χρεωστικές, πιστωτικές ή προπληρωμένες κάρτες. Σύμφωνα με την ΕΣΕΕ (Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας) οι μεσοσταθμικές τραπεζικές χρεώσεις για τη χρήση τερματικών POS από επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, κυμάνθηκαν στα επίπεδα του 0,6% – 0,8% για το έτος 2018.

Επιπλέον, τις τελευταίες μέρες γίναμε κοινωνοί μιας, ως φαίνεται, ανεξέλεγκτης πρακτικής των τραπεζών, σχετικά με την χρέωση τραπεζικών υπηρεσιών, ακόμη και όσων μέχρι πρόσφατα παρέχονταν δωρεάν. Ενδεικτικά αναφερόμαστε σε άρθρο της «Καθημερινής» της 9.10.2019 με τίτλο «Τράπεζες: Χρεώνουν την έκδοση του PIN και την ανανέωση της κάρτας» στο οποίο χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι: «Η πίεση για βελτίωση της κερδοφορίας από τη μια και η προσπάθεια να στρέψουν την πελατεία τους στη χρήση ηλεκτρονικών μέσων συναλλαγών, που έχουν χαμηλότερα λειτουργικά κόστη από τα παραδοσιακά, έχουν ωθήσει τις τράπεζες να επιβάλλουν πλήθος χρεώσεων. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, τα έσοδα από προμήθειες ως ποσοστό της συνολικής οργανικής κερδοφορίας αυξάνονται».

Από τα παραδείγματα που αναφέρονται προκύπτει ότι οι τράπεζες χρεώνουν 3 ευρώ για την επανέκδοση του PIN, ενώ με προμήθεια 5 ή 6 ευρώ επιβαρύνεται η ανανέωση της χρεωστικής κάρτας, ακόμη και αν αυτή οφείλεται σε κλοπή! Με βάση δε το γράφημα που παρατίθεται στο άρθρο, σε βάθος τριετίας οι 4 συστημικές τράπεζες έχουν καταφέρει μέχρι και τον διπλασιασμό της κερδοφορίας από τη χρέωση τραπεζικών συναλλαγών (ως ποσοστό των συνολικών λειτουργικών τους εσόδων), συναλλαγών που αφορούν και την χρήση εκ μέρους των πολιτών ηλεκτρονικών μέσων συναλλαγής.

ΕΠΕΙΔΗ είναι εμφανές ότι η κυβέρνηση ευελπιστεί μέσω της ενίσχυσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών να αυξηθούν τα έσοδα, προκειμένου να καλυφθεί μέρος από το δημοσιονομικό κενό.

ΕΠΕΙΔΗ για την ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών θα προβεί στην αύξηση του ορίου των ηλεκτρονικών συναλλαγών για το «χτίσιμο» του αφορολόγητου.

ΕΠΕΙΔΗ, τα ύψος των επιτοκίων των καρτών όχι μόνο δεν αποτελεί κίνητρο αλλά λειτουργεί εντέλει αποτρεπτικά για αγορές μέσω πιστωτικών καρτών και την ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών λαμβάνοντας υπόψη και την μεγάλη απόκλιση μεταξύ του ύψους του επιτοκίου για αγορές μέσω πιστωτικών καρτών και του επιτοκίου καταθέσεων.

ΕΠΕΙΔΗ, οι ηλεκτρονικές συναλλαγές συνεπάγονται υψηλό κόστος για τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες.

ΕΠΕΙΔΗ, σημειώνεται ταυτόχρονη «εναρμόνιση» όλων των τραπεζών στην ίδια τιμολογιακή πολιτική, φαινόμενο που θα πρέπει να εξεταστεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Ερωτώνται οι κ.κ Υπουργοί:

  1. Σε ποιες πρωτοβουλίες θα προβούν τα Υπουργεία Οικονομικών και Ανάπτυξης & Επενδύσεων σε συνεργασία με την Ένωση Τραπεζών & την ΤτΕ προκειμένου να πραγματοποιηθεί η αποκλιμάκωση των επιτοκίων των πιστωτικών καρτών και του κόστους παροχής υπηρεσιών συναλλαγών με ηλεκτρονικά μέσα, έτσι ώστε να ενισχυθούν οι δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής αλλά και να απαλλαχθούν τόσο οι καταναλωτές όσο και οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες από υπερβολικές επιβαρύνσεις;
  2. Θα ληφθούν μέτρα έναντι της «εναρμόνισης» των τραπεζών στην ίδια τιμολογιακή πολιτική που υπονομεύει κάθε έννοια ανταγωνισμού, σε βάρος των κατόχων καρτών των ελληνικών τραπεζών;