ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

Άρχοντος Ιερομνήμονος του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Τακτικού Μέλους της Ε.Π.Μ.

 

 

Eμείς οπίσ’ θα κλώσκουμες ‘ς εκείνα τα στερέας,

τ’ εγνώριμα, τα έμορφα, τα πανταλαλεμένα

ξάν’ με τ’ αληγορόπλεα καράβε αρματωμένα

τραντέλλενοι, δρακέλλενοι και δρακελλενοπούλε.

(Εμείς πίσω θα γυρίσουμε σ’ εκείνες τις στεριές

τις γνώριμες, τις όμορφες τις χιλιοτραγουδισμένες,

πάλι με τα γoργοτάξιδα καράβια αρματωμένα,

τριάντα φορές Έλληνες, Έλληνες γενναίοι

γενναίων Ελλήνων παιδιά).

Τούτοι οι στίχοι του Ποντίου Παλαμά, του Ηλία Τσιρκινίδη, απόσπασμα και απόσταγμα από τη γεμάτη ηθικό, εθνικό, χριστιανικό και πατριωτικό άρωμα ποιητική συλλογή του «Δοξολογία», απεικονίζουν ανάγλυφη την ποντιακή ψυχή λίγα χρόνια μετά την απάνθρωπη και ανήκουστη στην ανθρώπινη ιστορία γενοκτονία.

Η νοσταλγία των μυρωμένων και αγιασμένων εκείνων χωμάτων, όπου ο Ελληνισμός τρεις ολόκληρες χιλιετίες συνέχισε πορεία θριάμβου, όχι βαρβαρικού, μα πορεία πνεύματος και ανατάσεως εθνικής, καθώς και το νέο περιβάλλον καθόλου σχεδόν ευνοϊκό, αφού η θέση της αρχαίας Μορμώς δόθηκε στον Πόντιο πρόσφυγα, όπως σαφέστατα δηλώνει η ακόλουθη φράση: «Κάτσε φρόνιμα, γιατί θα φωνάξω τον πρόσφυγα να σε πάρει!», φράση απειλητική της ντόπιας μάνας προς τον ατίθασο κανακάρη της, αλλά και οι ειρωνικοί και ταυτόχρονα υβριστικοί χαρακτηρισμοί «αούτηδες» τουρκόσποροι και «παστρικές», γαλούχησαν και συντήρησαν για μια δεκαετία το «νόστιμον ήμαρ».

Τούτου του ονείρου μεταλλικός απόηχος είναι και η «Δοξολογία» του αείμνηστου Ηλία Τσιρκινίδη. Μπορεί εκείνο το όνειρο, που σμίλεψαν χείλη νοσταλγίας και που ελάχιστα το διέστελλε από την πραγματικότητα η ψυχή της αδικοξεριζωμένης γενιάς, να μην πήρε σάρκα και οστά, όμως ενσαρκώθηκε σε μιαν άλλη μορφή με στοιχεία θετικά όχι μόνο για τον Ελληνισμό της αγιοτόκου Ανατολής, που ανέδιδε ανθρωπιά και πίστη βαθιά στο Θεό , σεβασμό ζηλευτό στη ζωογόνα παράδοση, αλλά και για τον ίδιο τον ντόπιο Ελληνισμό, τον αιμόφυρτο από τα ανελέητα βόλια των εχθρών της ανθρωπιάς, που με την ψυχή όμως στητή κι ολόρθη και παρά τη θέλησή του επέστρεψε στην πρώτη μητέρα γη.

Στο σημείο αυτό θεωρώ χρήσιμο να επισημάνω ότι κορυφαίοι Πανεπιστημιακοί Δάσκαλοι εκφράστηκαν υμνητικά για τα θετικά στοιχεία , τα οποία τόσο απλόχερα πρόσφεραν οι Έλληνες του Πόντου στον ντόπιο Ελληνισμό. Κι ας δούμε τώρα τι έγραψε στη σελ. 278. του περιοδικού «Χρονικά του Πόντου», ο σοφός (και πάνω απ’ όλα άνθρωπος) Πανεπιστημιακός Δάσκαλος Δημ. Λουκάτος:

«Πρόσφυγες! Πόσες φορές το σκέφθηκα με τύψεις πως δεν φερθήκαμε, όπως έπρεπε, οι άλλοι Έλληνες μαζί τους! Τους κάναμε συχνά να ντρέπονται να πουν πως είναι πρόσφυγες. Τους είπαμε τουρκόσπορους και τους κοιτάζαμε με μίσος, όταν δεν ψήφιζαν το κόμμα μας. Δεν τους δεχτήκαμε με στοργή κι όμως ο ερχομός τους στην Ελλάδα, η εγκατάστασή τους ανάμεσά μας στάθηκε σταθμός στην ιστορία της καινούργιας μας ζωής.

Μαζί με τις συνήθειές τους, τις γνώσεις τους, τις λαϊκές τους τέχνες, έφεραν στην Ελλάδα την πλατύτερη σκέψη τους, την απέραντη ανατολίτικη ψυχή τους, τη φιλόξενη καρδιά τους, όλο καλωσύνη και ανθρωπιά. Μπείτε στο σπίτι τους να χαρείτε το νοικοκυριό τους, το καλαίσθητο και καθαρό. Καθήστε σταυροπόδι στο τραπέζι τους και θ’ ακούσετε από τους γέρους τους σοφά ρητά, πλατιές και βιβλικές ιστορίες.

Χαρείτε τη διάλεκτό τους με τα φθογγολογικά παιχνίδια της, καμαρώστε τα παιδάκια τους, που σκορπισμένα στης Ελλάδας τα πέρατα, ανάμεσα πολλές φορές σε ξενόγλωσσους, παίζουν τα πανελλήνια παιχνίδια τους. Μονάχα έτσι θα τους γνωρίσετε καλά και θα βρείτε τότε πραγματική χαρά πλάι στους ανθρώπους τους καλόβουλους και υπομονετικούς, που μας περίμεναν μακρόθυμα τόσον καιρό, ώσπου να τους αγαπήσουμε. Δεν έπαψαν ούτε στιγμή να δουλεύουν για τον τόπο μας.

Στη συγκινητική τους προσπάθεια, να ξαναστήσουν το νοικοκυριό τους, έκαμαν μεγάλο καλό στην Ελλάδα. Ζωντάνεψαν τη χέρσα γη, ξελόγγωσαν τα προβούνια, γέμισαν από σιτάρι και καπνά τις αποθήκες μας.

Στον τραγικό γυρισμό μας από το Αλβανικό μέτωπο, πρώτοι αυτοί μας άνοιξαν την αγκαλιά και στάθηκαν για μας πατρίδα και γονιοί, μας έδωσαν κουράγιο ν’ αντικρύσουμε τη νέα μας ζωή. Και μόνο για τούτο το φέρσιμό τους αξίζει να βλέπουμε τους πρόσφυγες με θαυμασμό και ευγνωμοσύνη, να τους κοιτάζουμε μ’ αγάπη και στοργή σαν αδελφούς, να το ‘χουμε χαρά ότι ζουν ανάμεσά μας».

Ένας άλλος λάτρης της ανεκτίμητης ποντιακής προσφοράς, ο αείμνηστος και σοφός καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο Νικ. Ανδριώτης, Ίμβριος ο ίδιος, απ’ τις περιοχές του μεγάλου και αλύτρωτου Ελληνισμού, με πλατιά όραση και υψηλή ευαισθησία και με δύναμη να βλέπει πέρα από τις εποχές και να αισθάνεται τους καημούς των αιώνων έγραψε: «Όταν η Μικρασιατική καταστροφή συνέτριψε τη Μεγάλη Ιδέα και διέλυσε τα όνειρα της επιστροφής του Γένους στα εδάφη της ιστορικής μας κληρονομιάς και τα απομεινάρια του άλλοτε μεγάλου Ελληνισμού του Πόντου βρέθηκαν με την ψυχή στο στόμα, ριγμένα στ’ ακρογιάλια της μητροπολιτικής Ελλάδας, το πικρό ψωμί της ξενιτιάς δεν αρκούσε στην ξερριζωμένη γενιά για να βαστάξει την οδύνη του μυριόστομου θρήνου της φυλής μας «Ναϊλλοί εμέν’ την άκλερον ναϊλλοί εμέν’ τη μάρσαν» η σπαραγμένη ψυχή της φυλής περισσότερο κι από το ψωμί και το νερό πεινούσε και διψούσε τον άρτο της παρηγοριάς, το βάλσαμο της εγκαρδίωσης. Και τότε σαν άνθος άνοιξαν τα φυλλοκάρδια τής ξερριζωμένης γενιάς και ξεκίνησαν οι πνευματικοί ήρωες, που σαν άγγελος Θεού έφεραν στα χείλη της τη δροσιά του βάλσαμου. Ο καθένας τη δωρεά, που του χάρισε η μοίρα. Άλλος τις ιστορικές περγαμηνές της γνήσιας ελληνικής καταγωγής, όπλο ακαταμάχητο κατά της υπεροψίας των εντόπιων. Άλλος τα χρονικά της ιστορίας του Πόντου, σελίδες χρυσές της ελληνικής διάρκειας. Άλλος την άδολη ελληνική γλώσσα του, τη γραμματική της και το λεξικό της, κειμήλια περισπούδαστα της γλωσσικής μας συνέχειας. Άλλος τα ποντιακά ήθη, έθιμα και παραδόσεις, θησαυρό ανεκτίμητο της ελληνικής λαογραφίας.

Όλα μαζί είναι ένα θαυμάσιο πολύπτυχο της ιδιοτυπίας της ποντιακής ζωής, του πιστού, του ηρωικού, του ανένδοτου Ελληνισμού των Ποντίων και του αδιάπτωτου ονείρου τους για την ανάσταση του Γένους. Τιμή και δόξα σ’ όλους αυτούς τους γνωστούς και τους αφανείς ιερομνήμονες του ελληνικού φρονήματος και της ελληνικής επιστήμης».

(συνεχίζεται…)