Με βάση στοιχεία του Ιουνίου 2023 στο φρέσκο γάλα χαμηλών λιπαρών, προκύπτει ότι η Ελλάδα με χαμηλότερη τιμή 1,12 ευρώ ανά λίτρο, είναι η τρίτη ακριβότερη χώρα μετά την Εσθονία (1,39 ευρώ ) και τη Σουηδία (1,21€).

Στην πρώτη θέση της ακρίβειας στην κατηγορία τροφίμων γάλα – τυρί – αυγά, βρίσκεται η Ελλάδα μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ με βάση την αγοραστική δύναμη, σύμφωνα με έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Σε υψηλά γενικά επίπεδα βρίσκονται και οι τιμές των λοιπών τροφίμων. Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία του 2022, όταν ο Δείκτης Ισοτιμιών Αγοραστικής Δύναμης στην ΕΕ 27 ισούται με 1, στην Ελλάδα διαμορφώνεται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ήτοι σε 0,8, ενώ αντίθετα τόσο για την κατηγορία τρόφιμα, όσο και για την κατηγορία Γάλα – Τυρί – Αυγά, δείκτης βρίσκεται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Συγκεκριμένα, στην κατηγορία Γάλα – Τυρί – Αυγά ο δείκτης στην Ελλάδα είναι ο υψηλότερος και ανέρχεται στο 1,4 σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Όσον αφορά το δείκτη τροφίμων, αυτός είναι στο 1,1 μέγεθος που φέρνει πάλι στη χώρα μας στις πρώτες θέσεις στην ΕΕ. Σε υψηλά επίπεδα, είναι και οι απόλυτες τιμές στο φρέσκο αγελαδινό γάλα.

Με βάση στοιχεία του Ιουνίου 2023 στο φρέσκο γάλα χαμηλών λιπαρών, προκύπτει ότι η Ελλάδα με χαμηλότερη τιμή 1,12 ευρώ ανά λίτρο, είναι η τρίτη ακριβότερη χώρα μετά την Εσθονία              (1,39 ευρώ ) και τη Σουηδία (1,21€). Ως προς την υψηλότερη τιμή για την κατηγορία αυτή η Ελλάδα είναι η δεύτερη ακριβότερη χώρα (2,22€), μετά την Εσθονία (2,39€).

Πληθωρισμός απληστίας

Να σημειωθεί ότι με βάση την έρευνα, τα κέρδη συμμετείχαν κατά 50% στον αποπληθωριστή του ΑΕΠ, το εργατικό κόστος κατά 35% (το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη) και οι φόροι κατά 15%. Οπως σημειώνει, μάλιστα, αν και οι τιμές παραγωγού βρίσκονταν τον Ιούνιο του 2023 σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν, η μείωση δεν έχει μεταφερθεί στον καταναλωτή ούτε καν σταδιακά.

Υπενθυμίζεται ότι, σήμα για συγκράτηση των επιχειρηματικών κερδών έχουν δώσει τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Μάλιστα το Γραφείο Προϋπολογισμού εστίασε, στη σχετική του ‘Έκθεση που αφορά το πρώτο τρίμηνο του 2023, λιγότερο στον έλεγχο των μισθολογικών αυξήσεων ως βασική παράμετρο μιας συνταγής κατά του πληθωρισμού, και περισσότερο στα επιχειρηματικά κέρδη.

Όπως τόνισε ο ρυθμός αύξησης των τιμών των τροφίμων, παραμένει σε διψήφιο νούμερο, ενώ την ίδια ώρα το φάσμα του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας αντιμετωπίζει το 26,3% των Ελλήνων πολιτών, έναντι ποσοστού 22% που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ, σύμφωνα με τελευταία στοιχεία της Eurostat για το 2022.

Παρά τη γενικά θετική εικόνα, σύμφωνα με το Γραφείο, οι οικονομικές προκλήσεις παραμένουν και συνδέονται κατά κύριο λόγο με την εξέλιξη του πληθωρισμού. Όπως έχει αναφερθεί επανειλημμένα σε προηγούμενες εκθέσεις του Γραφείου, ο πληθωρισμός έχει αναδιανεμητικές επιπτώσεις, δηλαδή βελτιώνει τη θέση κάποιων επιδεινώνοντας τη θέση κάποιων άλλων.

Να σημειωθεί ότι η Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή επικαλείται και το ΔΝΤ, σε πρόσφατη έρευνά του, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αναφέρει η Έκθεση, διαπιστώνει ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022 οφείλεται κατά 45% στα υψηλότερα επιχειρηματικά κέρδη, κατά 40% στις τιμές εισαγωγών και κατά μόλις 25% στην αύξηση των μισθών, ενώ η φορολογία είχε αρνητική επίδραση.

Το φαινόμενο έχει χαρακτηριστεί ως greedflation (πληθωρισμός ‘απληστίας’) και θέτει νέα διλήμματα στην αντιμετώπισή του.

Συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής εξαρτάται περισσότερο από τη συγκράτηση των επιχειρηματικών κερδών και λιγότερο από τον έλεγχο των μισθολογικών αυξήσεων. Με άλλα λόγια, χωρίς μείωση των περιθωρίων κέρδους, η επιστροφή του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και υψηλότερα επιτόκια, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα.

Σημαντικές θα είναι και οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού κατά το τρέχον έτος καθώς θα περιοριστεί η ευνοϊκή επίδραση στο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Στη διάρκεια του προηγούμενου έτους, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε οριακά κατά 3 περίπου δις ευρώ σε ονομαστικούς όρους (από 353,5 δις σε 356,3 δις) αλλά μειώθηκε εντυπωσιακά κατά πάνω από 23 ποσοστιαίες μονάδες σαν ποσοστό του ΑΕΠ (από 194,6% σε 171,3%). Η θετική αυτή εξέλιξη προήλθε από τη διαφορά μεταξύ του ρυθμού αύξησης του χρέους (επιτόκιο και καθαρός νέος δανεισμός) και του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης και δεν αναμένεται να επαναληφθεί, τουλάχιστον στην ίδια έκταση, κατά το τρέχον έτος.

Σημειώνεται ωστόσο ότι, παρά την επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης και τη μείωση του πληθωρισμού, η ονομαστική μεγέθυνση αναμένεται να παραμείνει υψηλότερη από το επιτόκιο αλλά σε σημαντικά μικρότερο βαθμό από πέρυσι. Επιπρόσθετα, η αποκλιμάκωση του μέσου πληθωρισμού θα επιβραδύνει και την αύξηση των φορολογικών εσόδων, κυρίως εκείνων που ακολουθούν τις αυξήσεις των τιμών, όπως ο ΦΠΑ.

Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός παρουσιάζει έντονη διαφοροποίηση σε επιμέρους κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Ενδεικτικά, στην κατηγορία των τροφίμων η μείωση είναι οριακή, από 12,3% σε 11,4%, στην κατηγορία της ένδυσης και υπόδησης παρουσιάζει αύξηση από 5% σε 12,2% ενώ στην κατηγορία της στέγασης βρίσκεται σε αρνητική περιοχή, στο – 13,3% από 36,1% πέρυσι (λόγω της μείωσης των τιμών ενέργειας).

Η διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού κάποιων βασικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα, επιβαρύνει το κόστος διαβίωσης των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, καθώς μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους δαπανάται σε τρόφιμα, και καθιστά απαραίτητη τη διατήρηση των έκτακτων εισοδηματικών ενισχύσεων με το ανάλογο δημοσιονομικό κόστος.

Πηγή: news247.gr