Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ ΚΑΙ Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ RAYCAP ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΑΝ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΤΗΡΙΟ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΖΟΝΤΑΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΣΤΗ ΔΡΑΜΑ

  • Μόνιμη παρουσία στη Δράμα του Μουσείου Μπενάκη, το οποίο θα πραγματοποιεί σε ετήσια βάση δύο με τρεις εκθέσεις στο «Σαντιρβάν»
  • Δηλώσεις για την έκθεση του Γ. Μαγγίνη, Επιστημονικού Διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, και της Μ. Βερύκοκου, Επιμελήτριας Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Συλλογής του Μουσείου Μπενάκη

Ένας νέος χώρος πολιτισμού είναι πλέον διαθέσιμος για τους πολίτες της Δράμας, καθώς από την Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022 ο εκθεσιακός χώρος «Σαντιρβάν» στο κέντρο της πόλης, στη συμβολή των οδών Άρμεν και Αγαμέμνονος, είναι επισκέψιμος για το κοινό, φιλοξενώντας έκθεση του Μουσείου Μπενάκη με τίτλο «Διά τα κειμήλια της Μικράς Ασίας». Συγκεκριμένα, η έκθεση περιλαμβάνει 41 εκκλησιαστικά αντικείμενα, κειμήλια των προσφύγων από την Μικρά Ασία και πραγματοποιείται, με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, μετά από τη συνεργασία του Μουσείου Μπενάκη με την εταιρεία Raycap, η οποία είχε την πρωτοβουλία μετατροπής του «Σαντιρβάν» σε χώρο πολιτισμού, αναβαθμίζοντας με αυτόν τον τρόπο τον πολιτισμό στη Δράμα.

Η ιστορία του «Σαντιρβάν»

Αρχικά το κτίσμα, ένα παλίμψηστο της πρόσφατης ιστορίας της Δράμας, ήταν οθωμανικό τέμενος, με τον μιναρέ να χρονολογείται στο β’ μισό του 15ου αιώνα. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή της εισόδου, ανακαινίστηκε το 1806 και παρέμεινε ως τέμενος μέχρι το 1922, αναφερόμενο ως Σαντιρβάν Τζαμί.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, από το 1922 μέχρι το 1927, φιλοξένησε οικογένειες προσφύγων, ενώ από το 1927 έως το 1981 αποτέλεσε τον χώρο έκδοσης της ιστορικής τοπικής εφημερίδας «Θάρρος». Το 1983 κηρύχτηκε διατηρητέο μνημείο, όμως στην πορεία των χρόνων και με την κατάπτωση της στέγης, καταστράφηκε.

Το 2012 αγοράστηκε από την Raycap, η οποία αποκατέστησε το μνημείο ως χώρο πολιτισμού, κατεδάφισε δύο όμορες πολυκατοικίες, από τις οποίες η μεσοτοιχία της μίας είχε χτιστεί πάνω στα παράθυρα του μνημείου και ψηφιοποίησε το αρχείο της εφημερίδας «Θάρρος» με ελεύθερη πρόσβαση για όλους στον ιστότοπο του αρχείου.

«Δια τα κειμήλια της Μικράς Ασίας»

Η διάρκεια της έκθεσης «Δια τα κειμήλια της Μικράς Ασίας» στο «Σαντιρβάν» είναι από τις 9 Δεκεμβρίου 2022 έως τις 6 Μαρτίου 2023. Ώρες λειτουργίας: Πέμπτη, Παρασκευή: 10:00-14:00 και 18:00-20:30, Σάββατο, Κυριακή: 11:30-14:30 και 17:30-20:30. Με τη νέα χρονιά θα υπάρχει η δυνατότητα επίσκεψης και σχολείων στον εκθεσιακό χώρο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τίτλος της έκθεσης «Δια τα κειμήλια της Μικράς Ασίας» προέρχεται από τίτλο της εφημερίδας «Θάρρος», η οποία στεγάστηκε για δεκαετίες στο «Σαντιρβάν», με το σχετικό δημοσίευμα να έχει γίνει στις 20 Ιανουαρίου του 1925.

Μόνιμη η παρουσία του Μουσείου Μπενάκη στη Δράμα

Η συγκεκριμένη έκθεση αποτελεί την απαρχή ευρύτερης συνεργασίας της εταιρείας Raycap και του Μουσείου Μπενάκη, το οποίο θα πραγματοποιεί σε ετήσια βάση δύο με τρεις εκθέσεις στον πολιτιστικό χώρο «Σαντιρβάν», έχοντας ουσιαστικά μόνιμη παρουσία στην πόλη της Δράμας.

Γιατί επιλέχθηκε το συγκεκριμένο θέμα της έκθεσης

Σε σχετική ανακοίνωση του Μουσείου Μπενάκη για την έκθεση «Δια τα κειμήλια της Μικράς Ασίας» αναφέρεται πως: «Η Δράμα και η ευρύτερη περιοχή της αποτελούν έναν από τους προορισμούς των προσφύγων από τη Μικρά Ασία την περίοδο 1922-1924. Αρχικά, οι περισσότεροι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν προσωρινά σε μνημεία και ναούς αλλά και σε σπίτια και τζαμιά που άφησαν οι μουσουλμάνοι της περιοχής όταν έφυγαν στο πλαίσιο της Ανταλλαγής Πληθυσμών. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οικογένειες προσφύγων κατοίκησαν και στο Σαντιρβάν. Είναι λοιπόν άρρηκτη η σύνδεση του μνημείου με την προσφυγιά και τη Μικρά Ασία, από όπου προέρχονται τα εκκλησιαστικά κειμήλια σε τούτην την έκθεση».

Για τους λόγους που επιλέχθηκε το συγκεκριμένο θέμα της έκθεσης από το Μουσείο Μπενάκη, αλλά και τη συνεργασία που αναπτύχθηκε μέχρι αυτή να πραγματοποιηθεί, μίλησε στην εφημερίδα «Εργασία… συν», ο κ. Γιώργος Μαγγίνης, Επιστημονικός Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη. Συγκεκριμένα ο κ. Μαγγίνης ανέφερε: «Πριν από περίπου ενάμιση χρόνο ο κ. Αποστολίδης μάς κάλεσε και μας μίλησε για τούτο εδώ τον χώρο, του οποίου η ανακαίνιση είχε ολοκληρωθεί θαυμάσια, όπως διαπιστώσαμε, και υπήρχε ήδη αρκετή έρευνα δημοσιευμένη για τον χώρο. Ήταν ένας χώρος τεκμηριωμένος, θαυμάσια ανακαινισμένος και αναζητήσαμε από κοινού τρόπους να του προσδώσουμε μια πολιτιστική χρήση, με την ευρύτερη έννοια. Δηλαδή να είναι ένας χώρος πολιτισμού στο κέντρο της Δράμας. Η επιθυμία ήταν κατ’ αρχήν για έκθεση, δηλαδή ένα κλασικά μουσειακό προϊόν, κάτι που τα μουσεία κάνουν, κάνουν εκθέσεις και κάτι που να συνδέεται με τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, με αυτή την επέτειο, η οποία βέβαια έχει και ένα ιδιαίτερο βάρος στη Δράμα, μια πόλη με ένα σημαντικό πληθυσμό προσφυγικής καταγωγής, ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού.

Οπότε, τότε η συζήτηση έγινε κατ’ αρχήν με την κα Εβίτα Αράπογλου, επιμελήτρια της μεγάλης έκθεσης που “τρέχει” τώρα στο Μουσείο Μπενάκη για τη Μικρά Ασία, και σκεφτήκαμε ότι θα μπορούσαμε ίσως κάποιο από το σχετικό υλικό που είχαμε ανακαλύψει στη διάρκεια της έρευνας της έκθεσης, να το φέρουμε στη Δράμα. Η πρόθεσή μας ήταν βασικότατα να είναι μια μουσειακού επιπέδου έκθεση. Θα μπορούσαμε να κάνουμε φωτογραφίες. Θα μπορούσαμε να κάνουμε όμορφα βίντεο. Εμείς θέλαμε να φέρουμε όμως, τα “ασημικά”, τα καλά πράγματα. Κι αφού είπαμε για “ασημικά”, είπαμε κυριολεκτικά ότι θα φέρουμε τα ασημικά.

Το Μουσείο είχε την ευτυχία, όταν άνοιξε το 1931, να στεγάσει μια θαυμάσια συλλογή αντικειμένων, κειμηλίων, τα οποία είχαν φέρει μαζί τους, με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Αυτά τα κειμήλια, επειδή οι συνθήκες στις οποίες στεγάστηκαν οι πρόσφυγες ήταν δύσκολες και ανασφαλείς πολλές φορές, τα συνέλεξε το κράτος και τα εμπιστεύτηκε σε τρία μεγάλα ελληνικά μουσείο. Το Μουσείο Μπενάκη πήρε τα εκκλησιαστικά σκεύη. Αυτά τα πολύ σημαντικά κειμήλια εκτίθενται στο Μουσείο εδώ και δεκαετίες, αποτελούν μέρος της συλλογής του και είναι μια από τις μεγάλες κληρονομιές που έφεραν στον τόπο μας οι πρόσφυγες. Μέσα από τη μελέτη τους, στην οποία συνάδελφοι έχουν αφοσιωθεί εδώ και δεκαετίες, μπορούμε να δούμε τη ζωή αυτών των ανθρώπων, την κοινωνία των ελληνικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας, τις χαρές, τις λύπες, τις δύσκολες στιγμές, όλα αυτά τα πράγματα.

Οπότε σκεφτήκαμε ότι αυτό θα μπορούσαμε να μοιραστούμε με το κοινό της Δράμας και αυτού του νέου χώρου, του “Σαντιρβάν”. Θα ήταν δηλαδή μια εξαιρετική περίσταση να δείξουμε αυτό τον θησαυρό στη Βόρεια Ελλάδα για πρώτη φορά, αλλά και να τον δούμε με κάποιες οπτικές ενδιαφέρουσες, σύγχρονες οπτικές. Όχι δηλαδή μόνο σαν υπέροχα έργα τέχνης, αλλά και σαν τεκμήρια κάποιων πτυχών της καθημερινότητας των ανθρώπων».

Ο κ. Μαγγίνης ευχαρίστησε ιδιαίτερα την οικογένεια Αποστολίδη και τη Raycap, «η οποία πραγματικά εμπιστεύτηκε το Μουσείο και ήταν από τις μια θερμότερες και καλύτερες συνεργασίες» και πρόσθεσε: «Ο χώρος λειτουργεί σε ένα εξαιρετικά υψηλό μουσειακό επίπεδο. Ελέγξαμε κάθε πτυχή της ασφάλειας για τα αντικείμενα, της ασφάλειας των επισκεπτών, την υγρασία, τη θερμοκρασία. Είναι ένα θαυμάσιο μουσείο ήδη και το ότι έχει και τέτοιο ιστορικό βάρος και τη σύνδεση βέβαια και με τους πρόσφυγες, όπου στεγάστηκαν εδώ, και με την εφημερίδα “Θάρρος”, τον κάνει ακόμη πιο γεμάτο νόημα, ακόμη πιο σημαντικό για εμάς». Επίσης, ο Επιστημονικός Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη εξέφρασε ευχαριστίες προς την κα Ελένη Δελαγραμμάτικα – Μπακάλου από την εταιρεία Raycap, με την οποία είχαν στενή συνεργασία, τους επιστημονικούς συμβούλους και τους ανθρώπους που εργάστηκαν για την τεχνική υλοποίηση της έκθεσης.

Τι περιλαμβάνει η έκθεση

Η έκθεση «Δια τα κειμήλια της Μικράς Ασίας» είναι διαρθρωμένη σε τρεις ενότητες, ενώ πέρα από τα εκκλησιαστικά κειμήλια των προσφύγων, υπάρχουν και τρεις προβολές, οι οποίες ζωντανεύουν μνήμες και πλαισιώνουν τα αντικείμενα στον ιστορικό αυτόν χώρο. Μάλιστα, μία εξ αυτών των προβολών παρουσιάζει υλικό από τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη Δράμα.

Η κα Μάρα Βερύκοκου, Επιμελήτρια Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Συλλογής του Μουσείου Μπενάκη, μιλώντας στην εφημερίδα «Εργασία… συν» για το περιεχόμενο της έκθεσης, σημείωσε: «Η έκθεση παρουσιάζεται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα αφορά την κοινωνική ζωή μέσα από την εκκλησιαστική τέχνη κι αυτό που θέλαμε να αναδείξουμε ήταν τα ίδια τα αντικείμενα και τη χρησιμότητά τους στην καθημερινότητα των χριστιανικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας. Υπάρχουν κάποια εξαιρετικά αντικείμενα, αλλά επιπλέον πλαισιώνονται με μια θαυμάσια προβολή που δείχνουμε φωτογραφίες από αυτές, αν θέλετε, τις πρακτικές, τις τελετές, τους γάμους, τις βαφτίσεις, τις λιτανείες και πως εντάσσονται τα αντικείμενα μέσα σε αυτές τις φωτογραφίες.

Η δεύτερη ενότητα αφορά τον γόνιμο διάλογο μεταξύ δυτικής τέχνης και οθωμανικής τέχνης, γιατί μεγάλα εργαστήρια σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αργυρούπολη, στη Σμύρνη, στην Τραπεζούντα, είχαν την ευχέρεια να έχουν καλλιτέχνες, δημιουργούς, που να έχουν επισκεφτεί τη Δύση, να γνωρίζουν όλες αυτές τις όμορφες λεπτομέρειες της δυτικής τέχνης και να έχουν καταφέρει να τα εντάξουν πολύ όμορφα σε εκκλησιαστικά αντικείμενα.

Η τρίτη ενότητα, που επίσης πλαισιώνεται με μια προβολή, αφιερωμένη στα επιγραφές των αντικειμένων, ουσιαστικά μας δείχνει τους παραγγελιοδότες, τους χορηγούς και τους δημιουργούς, γιατί όλα τα αντικείμενα τα εκκλησιαστικά έχουν τις επιγραφές τους που αναφέρουν ποιος το χορήγησε, σε ποια εκκλησία, για ποιο λόγο, πότε. Και όχι μόνο ιδιωτικές χορηγίες, αλλά και συντεχνίες, όπως η συντεχνία των τσουκαλάδων που χορήγησε ένα δισκοπότηρο. Είναι αντικείμενα, τα οποία επιφανείς Έλληνες, που είχαν ένα πολύ καλό οικονομικό επίπεδο, μπορούσαν να παραγγείλουν τέτοιου επιπέδου αντικείμενα στα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τέλος, υπάρχει μια ακόμη προβολή που αφορά τους πρόσφυγες και τη Δράμα. Τους πρόσφυγες στη Μικρά Ασία, την εγκατάστασή τους στη Δράμα, την αφομοίωσή τους στην πόλη.

Ευχαριστούμε πάρα πολύ, δεν έχουμε λόγια να ευχαριστήσουμε, και τους ιδιώτες που μας προσέφεραν το υλικό για τις προβολές, τον κ. Κάζη, τον κ. Κασμερίδη, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, την Εταιρεία Ποντιακών Μελετών και φυσικά το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών για όλη αυτή τη βοήθεια που μας προσέφεραν. Παράλληλα, η κα Μπακάλη και ο κ. Σφακιανάκης, μαζί με την Ολυμπία Εξάρχου από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, μας βοήθησαν να τεκμηριώσουμε όλο αυτό το υλικό».