ΑΡΘΡΟ
Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά
ATPL
AIRLINE PILOT
B737NG AIRBUS 320
Η γεωπολιτική της Τουρκιάς (Μέρος Γ’)
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Το προφητικό κείμενο του καθηγητή Κοντογιώργη έχει ως εξής:
Εξωτερική πολιτική και περιφερειακή ασφάλεια
Η συμπλήρωση δέκα χρόνων αφότου η Τουρκία επέβαλε τη δική της πραγματικότητα στην Κύπρο, ήρθε να επιβεβαιώσει συγχρόνως την κατάρρευση της εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια του μεταπολέμου. Πολιτικής, που, όπως είδαμε, υπαγορεύτηκε μονοσήμαντα από το γεγονός της εξάρτησης και επέβαλε η ανάγκη στήριξης του παραπαίοντος κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος της χώρας με την εισαγωγή πρόσθετης ασφάλειας από την προστάτιδα (του καθεστώτος) Δύση.
Η αναπόφευκτη αυτή πολιτική, που νομιμοποιήθηκε στο εσωτερικό με τη γνωστή διόγκωση της κατασταλτικής περιοχής του κράτους, έμελλε να διαρκέσει και όταν ακόμα η ανθρωπότητα ξεπέρασε τον ψυχρό πόλεμο και η ελληνική κοινωνία εισήλθε οριστικά στην περίοδο της οικονομικής απογείωσης.
Δεν είναι στις προθέσεις μας να αναλύσουμε το φαινόμενο. Η επισήμανσή του, όμως, κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να διαφανεί ο ρόλος της μονοκρατορικής οργάνωσης και λειτουργίας της πολιτικής διαδικασίας, που έζησε η χώρα μέχρι και την πρόσφατη μεταπολίτευση, για την ανάπτυξή του.
Το ενδιαφέρον στην ελληνική εξωτερική πολιτική είναι ότι ήδη από τα μέσα προς το τέλος του μεσοπολέμου, αυτή, απομακρύνεται σταδιακά από τις σταθερές που επέβαλε η δυναμική του 1909 προς όφελος μιας στρατηγικής προσαρμοσμένης ολοένα και περισσότερο στις επιταγές του εσωτερικού καθεστώτος. Η προσαρμογή αυτή γίνεται εμφανέστερη και συγκεκριμενοποιείται στο κοινωνικό πρόβλημα, μετά τον πόλεμο, ως αποτέλεσμα της διεθνούς συγκυρίας, του εμφυλίου και εννοείται του χαρακτήρα της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Το μέλλον και τα ειδικότερα προβλήματα του ελληνισμού (όπως το Κυπριακό) δεν μπορούν πια παρά να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο και στο όνομα μιας άκαμπτης όσο και «καθεστωτικής» αντίληψης για τη δυτική αλληλεγγύη.
Η κεμαλική Τουρκία, από την πλευρά της, διείδε την πορεία προς τον «δυτικού» τύπου εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη να αρθρώνεται στη βάση μιας στενής αλληλεξάρτησης και συμπληρωματικότητας με την ελληνική περίπτωση και φιλία. Η πολιτική αυτή, που φαίνεται να υιοθετήθηκε από τις άρχουσες κεμαλογενείς ομάδες της γειτονικής χώρας, χαρακτήριζε οπωσδήποτε την ουσία των ελληνοτουρκικών σχέσεων σ’ όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου.
Το Κυπριακό, ωστόσο, αποτέλεσε για τα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα της Τουρκίας το έναυσμα προς την κατεύθυνση μιας αναθεώρησης της προβληματικής που όφειλε να διέπει το περιεχόμενο της ζωτικής της περιοχής. Στην πραγματικότητα και μέχρι σήμερα η άποψη για τη συμπληρωματικότητα των δύο χωρών στην πορεία προς τον αστικό εκσυγχρονισμό δεν άλλαξε ουσιαστικά. Μεταβλήθηκε όμως ποιοτικά στο μέτρο που η τουρκική πλευρά διείδε σ’ αυτήν και μάλιστα διεκδίκησε τη δυνατότητα να διαμορφώνει το περιεχόμενό της. Να διαμορφώνει, με άλλα λόγια, τις βασικές επιλογές της ελληνικής πολιτικής. Το σχέδιο Ατσεσον ή η ομοσπονδιακή πρόταση του Ισμέτ Ινονού στόχευαν απλώς στη δορυφοροποίηση της Κύπρου υπό τη σκιά της τουρκικής δυναστείας. Πράγμα που επιτεύχθηκε στην εντέλεια με την εισβολή του Αττίλα.
Η ίδια σταθερά στις επιδιώξεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στο Αιγαίο δεν αμφισβητεί, για την ώρα τουλάχιστον, τα όρια της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας σε καμιά περίπτωση. Στόχος και εδώ είναι η διαμόρφωση ενός είδους συμμετοχής σχέσης (ο περίφημος συνεταιρισμός στον «ορυκτό» πλούτο του Αιγαίου, η διεκδίκηση της αμυντικής ευθύνης της περιοχής αυτής κτλ.) η οποία θα της εξασφαλίζει συγχρόνως ένα δικαίωμα και μια δυνατότητα παρέμβασης στην ευρύτερη πολιτική της Ελλάδας. Μια συμμετοχική σχέση, επομένως, που μακροχρόνια μόνο θα αποτρέπει κάθε αμφισβήτηση της ηγετικής της θέσης στην περιοχή, αλλά και θα κατοχυρώνει τη «φινλανδοποίηση» της Ελλάδας. Κάθε αμφισβήτηση, εκ μέρους της, θα εισάγει άμεσα το πρόβλημα του εδαφικού της ακρωτηριασμού.
Ώστε, μπροστά στην ισότιμη συμπληρωματικότατα που επιδίωξε η κεμαλικής έμπνευσης τουρκική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα, η σημερινή Τουρκία επιδιώκει μια «δορυφορική» συμπληρωματικότητα, με κύριο γνώρισμα τη συνεταιρική συμμέτοχη της γειτονικής χώρας στα πράγματα της Ελλάδας και της Κύπρου. Είναι το μέγιστο που θα μπορούσε να επιδιώξει τη στιγμή αυτή.
Η διαφοροποίηση είναι εμφανής, όχι όμως και τα αίτια που την προκάλεσαν. Διακινδυνεύοντας μια αναπόφευκτη σχηματοποίηση, θα επισημαίναμε, πρωταρχικά, την ποιοτική απόσταση που χωρίζει τον κεμαλικό εκσυγχρονισμό από την αστική ανάπτυξη που συντελείται στην Τουρκία στις μέρες μας. Ο ένας, θεσμικός κυρίως, επιχειρεί να μετατάξει τη χώρα από το μεσαίωνα στο σύγχρονο κόσμο. Η άλλη, βασικά οικονομική και κοινωνική, ατενίζει το σύγχρονο κόσμο από τη σκοπιά του φιλόδοξου εταίρου.. Ενός εταίρου που η κρίση της Μέσης Ανατολής και η δυναμική είσοδος πολλών αραβικών χωρών στον παγκόσμιο καταμερισμό του πλούτου του επιτρέπει να διεκδικήσει αποτελεσματικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας συντελείται σε μια εποχή που η διεθνής τη διατύπωση εθνικών πρωτοβουλιών και επιβάλλει την ανάδειξη περιφερειακών δυνάμεων.
Οπωσδήποτε η νέα τουρκική εξωτερική πολιτική παρουσιάζει έναν υψηλό δείκτη συνθετότητας, στον οποίο οφείλει κανείς να ξεχωρίσει ορισμένα βασικά στοιχεία, όπως:
α. Την ανασφάλεια του κοινωνικού κάθε αποτέλεσμα της σχετικής υπανάπτυξης και ρευστότητας, και συνακόλουθα τη συντριπτική παρουσία του στρατού στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή. β. Τα προβλήματα των εθνικών Μειονοτήτων, ιδιαίτερα το Κουρδικό, και σε μικρότερη έκταση των εδαφικών διεκδικήσεων από τρίτες χώρες (όπως η Συρία). Τα προβλήματα αυτά θα τεθούν με ακόμα μεγαλύτερη οξύτητα στο μέλλον, στο μέτρο που θα αναπτύσσονται οι μειονοτικές επαρχίες και το Μεσανατολικό θα μετασχηματίζεται, γ. Οι ιδιομορφίες της εδαφικής γειτνίασης με την ΕΣΣΔ. δ. Η ταυτότητα της κρίσης στο Κυπριακό και στο Αιγαίο. Ενώ στα δυτικά και νοτιοδυτικά της σύνορα η Τουρκία επιχειρεί μια διεύρυνση του ζωτικού της χώρου, στην Ανατολή ακολουθεί μια πολιτική αυστηρής προσήλωσης στο στάτους κβο.
Η πολιτική αυτή μολονότι από πρώτη άποψη μοιάζει αντιφατική, στην πραγματικότητα παρουσιάζει εξαιρετική συνέπεια. Συνέπεια εσωτερική, σε σχέση με τη γεωγραφία της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας και τα μειονοτικά. Συνέπεια επίσης εξωτερική. Η τουρκική πολιτική φαίνεται να γνωρίζει ότι προβλήματα ζωτικού χώρου και διεκδικήσεων δεν έχουν, σήμερα, αντικείμενο παρά στο περιβάλλον του ίδιου συνασπισμού. Για την περίπτωση, στο εσωτερικό του δυτικού συνασπισμού. Τόσο γιατί διαφορετικά (λ.χ, ένα ζήτημα με τη Βουλγαρία) θα συνεπέφερε την άμεση εμπλοκή των δύο κόσμων, όσο και ειδικότερα επειδή η γειτνίαση με την ΕΣΣΔ κατέχει έναν υψηλό συντελεστή επιφύλαξης κατά τη διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής (λ.χ. στις σχέσεις με τη Συρία).
Στο πλαίσιο του δυτικού συστήματος το πρόβλημα για τη Μεγάλη Δύναμη θα ήταν, υπό διαφορετικές συνθήκες, αρκετά απλό. Χωρίς την Ελλάδα θα προωθούσε στην περιοχή μια πολιτική ανάδειξης της Τουρκίας σε αδιαμφισβήτητο παράγοντα και κυματοθραύστη της σοβιετικής διείσδυσης στη Μέση Ανατολή. Με την Ελλάδα επίσης στο δυτικό σύστημα θα προτιμούσε ασφαλώς συναντίληψη και συμμετοχή των δύο χωρών σ’ ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αστυνόμευσης της περιοχής. Με δεδομένη τη σημερινή πραγματικότητα το NATΟ θα επιθυμούσε απλώς τη συντήρηση μιας στοιχειώδους ισορροπίας ανάμεσα στην Ελλάδα και Τουρκία. Με τρόπο ώστε η βούληση της Τουρκίας, να αναδειχθεί σε πρωταρχική περιφερειακή δύναμη, να εξελιχθεί ομαλά, χωρίς τριγμούς για τα ευρύτερα συμφέροντα των δυτικών στην περιοχή. Για τη Δύση, και για την Τουρκία, η πολιτική αυτή προϋποθέτει εξ ορισμού τη διατήρηση της Ελλάδας στο καπιταλιστικό στρατόπεδο.
Η ΕΣΣΔ, από την πλευρά της, μολονότι δεν φαίνεται να έχει λόγους να επιθυμεί την αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας στην περιοχή, ακολουθεί μια πολιτική ειρήνης με πρωταρχικό ζητούμενο τη διατήρηση του στάτους κβο, ιδιαίτερα στα στενά και στο Αιγαίο. Πολιτική που, βραχυπρόθεσμα, ευνοεί την Τουρκία -αφού αρνείται στην Ελλάδα το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο- ενώ μακροπρόθεσμα δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί τις συνέπειες μιας διεύρυνσης, της τουρκικής επιρροής στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Οπωσδήποτε, τόσο η ΕΣΣΔ όσο και οι ΗΠΑ συγκλίνουν στη διατήρηση ενός καθεστώτος ειρήνης στην περιοχή, που θα απέτρεπε τη μετακίνηση της έντασης από τη Μέση Ανατολή προς Βορράν στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ και στο υπογάστριο του ανατολικού συνασπισμού. Για την Κύπρο αυτό σημαίνει τη διαιώνιση της τουρκικής κατοχής ή το λιγότερο μια μορφή συνομοσπονδίας που θα συνεταίριζε τους Τουρκοκύπριους και στη νότια Κύπρο. Για το Αιγαίο, τη συντήρηση μιας υποβοσκουσας κρίσης που, αργά ή γρήγορα, η γειτονική χώρα θα επιδιώξει να επωφεληθεί.
Με τις συνθήκες αυτές η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει να επιλέξει ανάμεσα στον «ειρηνικό συμβιβασμό» που, είτε αναφέρεται στη δυτική συνοχή (για τη Ν.Δ.), είτε στις αναγκαιότητες της ειρήνης στην περιοχή (για το Κ.Κ.Ε.), θα υποθηκεύει σημαντικά συμφέροντα και μακροχρόνια την ανεξαρτησία της χώρας. Και στη δυναμική πολιτική, που ανάγεται σε συσχετισμούς ισχύος στο τοπικό επίπεδο αλλά και στη διεθνή σκακιέρα.
Η πολιτική αυτή θα πρέπει να αντιμετωπίζει τα ελληνοτουρκικά στη συνολικότητά τους, δηλαδή κάτω από μια συγκεκριμένη χρονική προοπτική και οπωσδήποτε σε σχέση, αφενός, με τα μείζονα προβλήματα της γειτονικής χώρας και αφετέρου με τα στρατηγικά συμφέροντα των Μεγάλων στον κόσμο και στην περιοχή. Χωρίς άλλο η δρομολόγηση μιας περισσότερο ισόρροπης για την Ελλάδα λύσης στο Κυπριακό τώρα δεν θα επιτευχθεί με τη διπλωματία των εκκλήσεων στο δίκαιο, την ηθική ή την καλή θέληση των Μεγάλων. Ούτε όμως και με την παγίδευση της χώρας στο δίλημμα της στρατηγικής σημαντικότητας της Τουρκίας, δηλαδή της επιλογής ανάμεσα σ’ αυτήν και στην Ελλάδα.
Μια δυναμική πολιτική δεν μπορεί παρά να αποβλέπει στη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου πολιτικού λόγου που θα ανάγεται:
Πρώτον, στον προοπτικό χαρακτήρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων (και της Κύπρου) σε αναφορά με τη θέση της Ελλάδας ως κοινωνίας και ως ανεξάρτητου κράτους.
Δεύτερον, σε μια συνεπή προσπάθεια αναβάθμισης της εξωτερικής θέσης της χώρας στον οικονομικό, αμυντικό και πολιτικό τομέα.
Και τρίτον, στη συνεκτίμηση των στρατηγικών εκείνων συμφερόντων των υπερδυνάμεων που η επίκληση ή η άμεση διακινδύνευση θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις, ή θα τις ανάγκαζαν να παρέμβουν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο και να συνεργαστούν.
Αν οι προϋποθέσεις αυτές θα συνθέτουν συγχρόνως το σκηνικό μιας μεθοδικά μελετημένης και σχεδιασμένες μείζονος έντασης στην περιοχή αιχμής ή όχι, είναι ένα ζήτημα που αφορά την πολιτική ηγεσία. Αυτή είναι καλύτερα από κάθε άλλον τοποθετημένη για να γνωρίζει ή να σταθμίσει πότε θα προκόψει η απευθείας διακινδύνευση ζωτικών συμφερόντων των υπερδυνάμεων.
Από την πλευρά της πολιτικής ανάλυσης επισημαίνεται απλώς το ιστορικό προηγούμενο των εθνικών μας θεμάτων και οι αναλογίες που θα μπορούσε να αντλήσει κανείς από αυτά.
Οπωσδήποτε, η παραίτηση από τις δυνατότητες που θα προσέφεραν στη χώρα η διεθνής της θέση και η διεθνής συγκυρία, μ’ άλλα λόγια η εξακολούθηση μιας πολιτικής που απλώς νομιμοποιείται εσωτερικά και νομιμοποιεί το κοινωνικό σύστημα στα συμφέροντα του (η περίπτωση της Ν.Δ.) ή συγκεκριμένους στόχους εξωτερικής πολιτικής (το Κ.Κ.Ε.), δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να αποτρέψουν τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων στο Κυπριακό τώρα και στο Αιγαίο ή τη Θράκη αργότερα.