ΑΡΘΡΟ

του Παναγιώτη Χατζηγεωργίου

Δικηγόρου

Γραμματέα της Ν.Ε. Δράμας της ΔΗΜΑΡ

 

 

  • «Διαπληκτιζόμενος» με τον φίλο δρ. Κοινωνιολογίας Γιώργο Σιακαντάρη

 

 

Όπως τονίζει σε άρθρο του στο Βήμα με τίτλο «Οι δύο πόλοι της προόδου» (Βήμα, 14.10.2018) ο δρ. Κοινωνιολογίας, προσωπικός φίλος και σύντροφός μου στη ΔΗΜΑΡ και το ΚΙΝΑΛ, Γιώργος Σιακαντάρης, «τα σοσιαλδημοκρατικά και κεντροδεξιά μοντέλα διακυβέρνησης στη μεταπολεμική Ευρώπη, όπως και στις ΗΠΑ, που ακολουθούσαν κεϋνσιανές πολιτικές στηρίζονταν στο τρίπτυχο «υψηλές δαπάνες, προοδευτική φορολογία, λελογισμένες αυξήσεις μισθών».

Έτσι «οι διαφορές τους όσον αφορά το ρόλο επέμβασης του κράτους ή την έκταση του δημόσιου τομέα δεν άγγιζαν τον πυρήνα και την ουσία της προαναφερόμενης πολιτικής. Αυτή η σύγκλιση των δύο κύριων πόλων της πολιτικής ζωής στην εποχή της αφθονίας (1953 – 1971)» κατά τον Σιακαντάρη, «συνοδεύονταν με αποτελέσματα συνεχούς ανόδου του βιοτικού επιπέδου και γι αυτό δεν αμφισβητούνταν ουσιαστικά, ενώ η Ριζοσπαστική Αριστερά και Δεξιά, ζούσαν στιγμές απίστευτης ήττας».

Η κατάσταση αλλάζει βαθμιαία από το 1971 και εφεξής όταν ουσιαστικά ξεκινά η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Αποφασίζεται τότε «η ελεύθερη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ακολουθεί το 1989 «η συναίνεση της Ουάσιγκτον». Το προαναφερόμενο τρίπτυχο που αποτέλεσε τη βάση μια ουσιαστικά εφαρμοσμένης «σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής» διαλύθηκε εκ βάθρων. «Δίδεται προτεραιότητα στην επίπεδη φορολόγηση, στην απελευθέρωση των τραπεζών που από μόνο καταθετικές μετατρέπονται και σε επενδυτικές, στην ελευθερία κίνησης χρηματιστηριακών κεφαλαίων (δομημένα ομόλογα), στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, στις ιδιωτικοποιήσεις. Από το 1971 έως το 2008 κυριάρχησε η προτεραιότητα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων ως μοχλός προόδου. Όπως κατά το 1953-1971 η Κεντροδεξιά είχε γίνει εν μέρει μέτοχος του «σοσιαλδημοκρατικού τρίπτυχου», το 1971-2008 η Σοσιαλδημοκρατία έγινε εν μέρει, μέτοχος της συναίνεσης της Ουάσιγκτον».

Κατά τον Γιώργο Σιακαντάρη όμως «και οι δύο πόλοι είχαν έναν κοινό στόχο: την πρόοδο των κοινωνιών και των ατόμων, όπως καθένας «διάβαζε» την πρόοδο αυτή. Συνεπώς δεν συγκρούονταν στο πεδίο πρόοδος ή συντήρηση, αλλά στο πεδίο δύο διαφορετικών αντιλήψεων για το τι είναι πρόοδος και πως αυτή επιτυγχάνεται. Παραγωγή ως βάση για την αναδιανομή ο σοσιαλδημοκρατικός πόλος, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και μείωση κρατικών δαπανών ως βάση για τη μεγέθυνση της πίτας ο κεντροδεξιός – νεοφιλελεύθερος πόλος… Υπό αυτή την έννοια οι δύο πόλοι δεν ήταν ο ένας στρατηγικός αντίπαλος του άλλου».

«Μετά το 2008», αναφέρει στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο του ο Γιώργος Σιακαντάρης, « δεν υπάρχει το κλασσικό τρίπτυχο, αλλά ούτε και η συναίνεση της Ουάσιγκτον. Τώρα καμία από τις δύο παραπάνω αντιλήψεις περί προόδου δεν κυριαρχεί, χάνουν δύναμη και οι δύο. Περισσότερο οι σοσιαλδημοκράτες… Ο Βασιλιάς – διάκριση, Αριστερά – Δεξιά είναι γυμνός. Και από μια άποψη όντως είναι… Χρειάζεται να ξαναντυθεί με μοντέρνα ένδυση, για να μη στέργουν να καλύπτουν με δικά τους ψιμύθια αυτή τη γύμνια μετά τη μεταπολεμική τους συντριβή, ριζοσπαστική Δεξιά και Ακροδεξιά αφενός και Αριστερά αφετέρου». Παραθέτει ο καθηγητής Σιακαντάρης άρθρο δημοσιευμένο στο «Sosial Europe», που φανερώνει ότι ο ριζοσπαστικός λόγος της ακροδεξιάς υπερακοντίζει ακόμη και τον αντίστοιχο της αριστεράς τόσο για την οικονομία, όσο και πολύ περισσότερο για το μεταναστευτικό. Πολύ περισσότερο ακόμη το λόγο της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροδεξιάς, δηλαδή όλη τη μεταπολεμική αφήγηση της προόδου της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Τα κύρια λοιπόν ερωτήματα που τίθενται κατά τον Γιώργο Σιακαντάρη, είναι πως μπορεί η σοσιαλδημοκρατία σήμερα να απαντήσει και να πείσει στα σύγχρονα προβλήματα διακυβέρνησης, στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Η επάνοδος δηλαδή της διάκρισης Αριστερά – Δεξιά με νέους όμως όρους και προφανώς όχι με όρους ριζοσπαστικού αριστερισμού.

Κατ’ αρχήν βεβαίως και δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει με το πλαίσιο της συλλογιστικής και του προβληματισμού, όπως το θέτει ο δρ. Κοινωνιολογίας κ. Σιακαντάρης. Πράγματι οι δύο κύριοι και καθοριστικοί πόλοι της πολιτικής ζωής στη γηραιά ήπειρο σοσιαλδημοκρατία και κεντροδεξιά, καθόρισαν τις τύχες των λαών της για δεκαετίες, πέτυχαν την ειρήνη και συνεργασία των ευρωπαϊκών χωρών, τη συνεχή πρόοδο και καλυτέρευση της ζωής των ανθρώπων για τις μεταπολεμικές γενιές.

Τις τελευταίες όμως δεκαετίες, το άγχος των ηγεσιών να εκσυγχρονίσουν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματά τους και να συμπορευτούν με τις επιταγές των καιρών, οδήγησε σε υποχώρηση του ιδεολογικού οπλοστασίου της σοσιαλδημοκρατίας, των αρχών και αξιών της. Η σοσιαλδημοκρατία όχι μόνο υποχώρησε ιδεολογικά, αλλά και υπέστη εκλογική καθίζηση. Αποδέχθηκε την παντοκρατορία των τραπεζών, του λεγόμενου καζινοκαπιταλισμού, την κυριαρχία των αγορών επί της πολιτικής, την ιδιωτικοποίηση των πάντων, την απορύθμιση της αγοράς εργασίας.

Έτσι λοιπόν οι διαφορές μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και κεντροδεξιάς όχι απλά έγιναν δυσδιάκριτες, αλλά συχνά – πυκνά καλούνταν στην Κυβέρνηση σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα για να θεσπίσουν «σκληρά» φορολογικά και εν γένει αντιλαϊκά μέτρα, τα οποία εν πολλοίς δεν τολμούσαν ή δεν μπορούσαν να θεσπίσουν κεντροδεξιές Κυβερνήσεις. Έτσι βαθμιαία επήλθε η απαξίωση της σοσιαλδημοκρατίας, η διάρρηξη των στενών δεσμών που υπήρχαν μεταξύ των σοσιαλιστικών – σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων αφενός και των συνδικάτων, αλλά και μεγάλων τμημάτων του λαού αφετέρου. Το αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών, του νεοφιλελευθερισμού – όπως αποκαλέστηκε- ήταν να γίνονται οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Οι ανισότητες μεταξύ λαών και χωρών, αλλά και εντός των ίδιων των χωρών ακόμη και των ανεπτυγμένων μεγεθύνονται αντί να συγκλίνουν, χώρες και λαοί ολόκληροι φτωχοποιούνται.

Όπως ορθά επισημαίνει ο φίλος Γιώργος Σιακαντάρης, η σοσιαλδημοκρατία, πάντοτε είχε ως στόχο την αύξηση της παραγωγής έτσι ώστε να καταστεί δυνατόν μέσω της αναδιανομής να οδηγηθεί η κοινωνία σε άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτό τουλάχιστο ακόμη και τις τελευταίες δεκαετίες δεν το λησμόνησε. Ενώ η κεντροδεξιά – νεοφιλελευθερισμός προσχώρησε πλήρως στη λογική του καζινοκαπιταλισμού, ότι δηλαδή μέσα από τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και τη μείωση των κρατικών δαπανών θα έχουμε μεγέθυνση της οικονομίας και άρα θα έχουμε και κοινωνικές πολιτικές. Για τη σοσιαλδημοκρατία, όπως συχνά τονίζει ο Σιακαντάρης, το κοινωνικό κράτος είναι μοχλός ανάπτυξης, δεν είναι ούτε επιδοματική πολιτική, όπως θεωρεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε χαμένα λεφτά, όπως θεωρεί η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Κατά συνέπεια φίλε Γιώργο, ανεξάρτητα από το αν και οι δυο αυτές πολιτικές οικογένειες (σοσιαλδημοκρατία και κεντροδεξιά) θέλουν και αποβλέπουν στην πρόοδο των ανθρώπων (σημ. άλλωστε μπορεί και ένα ακροδεξιό κόμμα να ισχυρίζεται το ίδιο), σημασία έχει τι πολιτικές επαγγέλλονται και εφαρμόζουν όταν καλούνται στην Κυβέρνηση, για να αποφασίσουμε αν κάποιος είναι εν δυνάμει συνοδοιπόρος μας ή ιστορικός και στρατηγικός μας αντίπαλος. Και η Κεντροδεξιά, ιδίως μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες (νεοφιλελευθερισμός) δεν μπορεί να θεωρηθεί εν δυνάμει συνοδοιπόρος της σοσιαλδημοκρατίας στον αγώνα της για ένα κόσμο καλύτερο, που δεν γνωρίζω αν θα είναι κάποτε σοσιαλιστικός, αλλά θα έχει τουλάχιστον στοιχεία του. Η κεντροδεξιά λοιπόν θα είναι πάντα ιστορικός και στρατηγικός αντίπαλός μας.

Από την άλλη η σοσιαλδημοκρατία προφανώς και θα πρέπει να εκσυγχρονίζεται, να ανανεώνεται διαρκώς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να μελετήσει και το παρελθόν της και να ξαναβάλει στο ιδεολογικό της οπλοστάσιο, αρχές και αξίες που επί Μπλέρ και Σρέντερ θεωρήθηκαν άχρηστο έρμα και πετάχτηκαν από τη φαρέτρα της, ενώ σήμερα κάποιοι (π.χ. Κόρμπιν, Σάντερς) επαναφέρουν επιχειρήματα και προτάσεις, που θεωρούνται ελκυστικές, επαναδραστηριοποιούν πολίτες και νεολαία. Άλλωστε πολιτική δεν κάνουμε μόνο για τη διανόηση, αλλά και κυρίως για τις πλατιές λαϊκές μάζες που έχουν ανάγκη από ένα καλύτερο κόσμο, δουλειά, καλύτερες συνθήκες ζωής.

Όσον αφορά το ζήτημα της συνεργασίας σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και κεντροδεξιάς για να αποτρέψουν εθνικολαϊκιστικές και ακροδεξιές δυνάμεις να αυξήσουν τις δυνάμεις τους και να διαλύσουν την ΕΕ, βεβαίως, οι όποιες διαφορές δεν θα σταθούν εμπόδιο σε μια τέτοια συνεργασία απέναντι στον κοινό εχθρό.

Τα εθνικολαϊκιστικά και ακροδεξιά κόμματα που συνεργάζονται εν όψει των επικείμενων ευρωεκλογών, που κηρύσσουν το μίσος και έχουν στόχο τη διάλυση της ΕΕ είναι ο κοινός εχθρός κάθε δημοκράτη, προοδευτικού, φιλελεύθερου Ευρωπαίου Πολίτη.