Για μείωση στις νοσηλείες πολιτών κάτω των 40 ετών, κάνουν λόγο οι ειδικοί, τονίζοντας πως η πλειονότητα των ασθενών με κορωνοϊό που χρειάζονται διασωλήνωση είναι ανεμβολίαστοι.
Μιλώντας στον ΣΚΑΪ, ο καθηγητής Πνευμονολογίας Νίκος Τζανάκης είπε χαρακτηριστικά πως «νοσηλεύουμε ανθρώπους πάνω από 70 ετών, κατά κανόνα ανεμβολίαστους με σοβαρές ασθένειες. Αυτοί οι άνθρωποι λίγο να κρυολογήσουν, το υποκείμενο νόσημα θα τους οδηγήσει αναγκαστικά σε άσχημη έκβαση».
«Τα μέτρα έχουν εστιαστεί καλύτερα. Η επέκταση του ωραρίου στα εστιατόρια θα αραιώσει τον κόσμο», πρόσθεσε. Όπως είπε, «πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον ιό χωρίς να καταστρέψουμε την οικονομική και κοινωνική ζωή».
Ο ίδιος επεσήμανε, όμως, ότι πρέπει να παλέψουμε με τα όπλα που έχουμε.
«Πιο ήπια η νόσηση από τη μετάλλαξη Όμικρον»
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Ιατρικής του ΕΚΠΑ Στέλιος Λουκίδης ανέφερε πως «έχουν μειωθεί σημαντικά οι πολίτες ηλικιών 30-40 ετών που χρειάζονται νοσηλεία. Έτσι οι άνθρωποι που είναι στα νοσοκομεία έχουν πολλά υποκείμενα νοσήματα και κατά 90% είναι ανεμβολίαστοι», υπογραμμίζοντας ότι η θνητότητα μπορεί να αυξάνεται από την ίδια τη νόσο, αλλά και από την πιθανότητα αποσυντονισμού των υποκείμενων νοσημάτων, κάτι που σε μακρές νοσηλείες οδηγεί στο θάνατο.
«Οι περισσότεροι θάνατοι είναι από τη μετάλλαξη Δέλτα, παρότι οι εισαγωγές με βάση τους ελέγχους είναι κατά 90% Όμικρον», πρόσθεσε -μιλώντας στο Mega- ο Στέλιος Λουκίδης, τονίζοντας πως το γεγονός αυτό μπορεί αν αλλάξει και το ποσοστό της θνητότητας.
Για την πιθανότητα να νοσήσει κάποιος με κορωνοϊό και να χρειαστεί νοσηλεία μετά από μεγάλο διάστημα από κάποιο σύμπτωμα του κορωνοϊού, ο καθηγητής Ιατρικής του ΕΚΠΑ υπογράμμισε πως το φαινόμενο αυτό, το long Covid, διαρκεί περίπου ένα τρίμηνο ή εξάμηνο.
Τέλος, ο κ. Λουκίδης αναφέρθηκε και στη σταδιακή άρση των μέτρων, τονίζοντας ότι θα πρέπει να μάθουμε να «συμβιώνουμε» με τον κορωνοϊό για αρκετό διάστημα. «Είναι πιο ήπια η νόσηση από τη μετάλλαξη Όμικρον, σίγουρα το 1/4 των περιστατικών είναι νέοι άνθρωποι, άρα έχουμε μικρότερη πιθανότητα να δούμε δυσμενείς προγνωστικές εξελίξεις», τόνισε και συμπλήρωσε πως ανάλογα με τον αριθμό των κρουσμάτων που ανακοινώνεται καθημερινά, δεν σημειώνεται ανάλογη αύξηση των εισαγωγών στα νοσοκομεία.
«Υπάρχει ένα ποσοστό εισαγωγών, που παραμένει σταθερό, και το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τις εισαγωγές που παρατηρήσαμε σε ανάλογες εξάρσεις και της βρετανικής μετάλλαξης, αλλά και της Δέλτα» κατέληξε ο κ. Λουκίδης.
Σημειώνεται, ότι νέα μείωση στον αριθμό των ασθενών με COVID-19 που νοσηλεύονται διασωληνωμένοι καταγράφηκε χθες. Μέσα σε μία εβδομάδα ο αριθμός των διασωληνωμένων έχει υποχωρήσει σημαντικά από 679 που ήταν την περασμένη Πέμπτη σε 605 χθες. Μεταξύ των ασθενών που νοσηλεύονται διασωληνωμένοι, 483 (79,83%) είναι ανεμβολίαστοι ή μερικώς εμβολιασμένοι και 122 (20,17%) πλήρως εμβολιασμένοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι, για τους ειδικούς γιατρούς, όσοι έχουν κάνει δύο δόσεις του εμβολίου και έχουν περάσει επτά μήνες από τη χορήγηση της δεύτερης δόσης δεν λογίζονται ως πλήρως εμβολιασμένοι.
Γκάγκα: Οι άνθρωποι του ΕΣΥ ο πιο σημαντικός κρίκος
«Είναι λάθος να χρησιμοποιούνται οι θάνατοι στην πανδημία μικροπολιτικά», ανέφερε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Ασημίνα Γκάγκα, παρεμβαίνοντας στη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας στη Βουλής.
Καθώς στο βήμα είχαν προηγηθεί βουλευτές της αντιπολίτευσης που έθεσαν το ζήτημα του αριθμού των νεκρών στην Ελλάδα στην πανδημία, με χαρακτηριστική την αναφορά του Γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Τζανακόπουλου ότι τουλάχιστον οι μισοί θα βρίσκονταν εν ζωή, αν η κυβέρνηση είχε στηρίξει ουσιαστικά το ΕΣΥ, η αναπληρώτρια υπουργός επισήμανε ότι τα τελευταία 10 χρόνια μειωνόταν συνεχώς το προσωπικό, οι εξοπλισμοί, οι απολαβές των υγειονομικών και το σημαντικότερο, υπήρξε μεγάλη διαρροή ιατρών στο εξωτερικό. «Αρα πολλά χρόνια το ΕΣΥ δεν ήταν σε καλή κατάσταση και η πανδημία βρήκε το σύστημα με προσωπικό λιγότερο, γηρασμένο και με λίγα μέσα», είπε η κ. Γκάγκα που επισήμανε ότι σχέδιο υπήρξε έγκαιρα, το προσωπικό εργάστηκε ενωμένο και το πρώτο κύμα της πανδημίας πήγε πολύ καλά, διότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έλαβε μέτρα προληπτικά, έλαβε μέτρα νωρίς, μαζί και το lock down, και τα νοσοκομεία μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν το πρώτο κύμα αποτελεσματικά. «Η πανδημία αντιμετωπίστηκε εξαιρετικά καλά στο πρώτο κύμα», είπε και πρόσθεσε ότι το δεύτερο κύμα, κυρίως στη Β. Ελλάδα, ήταν εξαιρετικά βαρύ, με αθρόες εισαγωγές αλλά τα προβλήματα των αναγκών στα νοσομεία αντιμετωπίστηκαν, και υπήρξαν θάνατοι αλλά «ποτέ δεν φτάσαμε το επίπεδο των θανάτων στην Ιταλία».
«Η Πολωνία, μια χώρα με ένα καλό σύστημα υγείας, έχει 2746 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκων, το Βέλγιο έχει 2454 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους. Η Ιταλία έχει 2404 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους. Η Αγγλία έχει 2260 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους. Η Ελλάδα έχει 2120 θανάτους ανά εκατομμύριο. Ναι είναι πολλοί οι θανάτοι. Σαφώς είναι πολλοί. Σαφώς όμως δεν είναι οι περισσότεροι στην Ευρώπη», είπε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας και υπογράμμισε ότι έχουν γίνει τεράστια βήματα εν μέσω πανδημίας, για τη στήριξη του ΕΣΥ. Η κ. Γκάγκα επισήμανε ότι το 80% των θανάτων είναι ανεμβολίαστοι, οι θάνατοι σε νεότερους ανθρώπους είναι λίγοι και πρόσθεσε: «Για όλους τους ανθρώπους του ΕΣΥ που παλεύουν για να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, είναι φοβερό να χρησιμοποιούνται οι θάνατοι μικροπολιτικά. Πρέπει να δούμε όλοι μαζί πως μπορούμε να βοηθήσουμε. Αυτό πρέπει να κάνουμε. Το να χρησιμοποιούμε τους θανάτους για πολιτικούς λόγους είναι λάθος. Ο συμπαγέστερος και ο πιο σημαντικός κρίκος, στην αντιμετώπιση της πανδημίας, είναι οι άνθρωποι του ΕΣΥ που εδώ και δύο χρόνια συνεχώς και χωρίς διάλειμμα».
«Πρόληψη υπήρξε, σχέδιο υπήρξε, πάνω από διπλάσια έγιναν τα κρεβάτια στις ΜΕΘ, προσλήφθηκαν πάνω από 12.000″, είπε η αναπληρώτρια υπουργός που απάντησε και στο ερώτημα γιατί δεν προσλαμβάνονται περισσότεροι εντατικολόγοι: “Πολύ απλά σας λέω, ότι δεν τους έχουμε. Η εταιρεία εντατικολογίας μετράει λιγότερους εντατικολόγους από αυτούς που έχουμε ανάγκη. Οι ιατρικές ειδικότητες δεν είναι κάτι που μπορεί να πατήσεις ένα κουμπί και να τους έχεις την επόμενη μέρα. Για να έχουμε εντατικολόγους πρέπει να φροντίσουμε να βάλουμε σε πρόγραμμα εκπαίδευσης γιατρούς που έχουν ήδη μια άλλη ειδικότητα. Πρέπει λοιπόν να υπάρξει ένα σχέδιο. Αυτό το σχέδιο δεν είναι ότι δεν το έχει αυτή η κυβέρνηση. Δεν υπήρχε σχέδιο στις προηγούμενες κυβερνήσεις. Εμείς αλλάζουμε τον τρόπο των ειδικοτήτων. Ξεκινάμε να συνδέσουμε τις ειδικότητες που παράγουμε με τις ανάγκες των ανθρώπων».
Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ / kathimerini.gr