ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Τα ίδια περίπου θα σημειώσει με υπερηφάνεια και σε κάποια από τις πολλές επιστολές του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο: «Είμαι ευτυχής, διότι έπεσα εν τη εκτελέσει του καθήκοντος, το οποίον μοι ενεπιστεύθη η Μήτηρ Εκκλησία. Εστάλην εν τω μέσω ποιμνίου, το οποίον πολλά υπέφερεν και εξακολουθεί να υποφέρη. Εστάλην όπως στηρίξω τας καρδίας των ανθρώπων εκείνων, ων η ζωή είχεν εξαρτηθή από την μάχαιραν των πολεμίων του Γένους και της Εκκλησίας μας. Και αν σήμερον λυπούμαι, διότι αφήνω την επαρχίαν ταύτην, λυπούμαι, διότι αφήνω ημιτελές το έργον της περιφρουρήσεως, της εμψυχώσεως του ποιμνίου μου, το οποίον καταδιώκεται σήμερον πανταχόθεν».

Στο μητροπολιτικό μέγαρο συγκεντρώνονται οι Δημογέροντες της Δράμας καθώς και αντιπρόσωποι από όλο τον Νομό για να αποφασίσουν για την περαιτέρω στάση τους.

Συγκινητική η απόφασή τους. Θα συνοδεύσουν και θα προστατεύσουν τον αοίδιμο Χρυσόστομο μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Είναι διατεθειμένοι και να θυσιασθούν ακόμη για χάρη του Μητροπολίτου τους.

Και ενώ οι Δημογέροντες βρίσκονται ακόμη στο μητροπολιτικό μέγαρο, καταφθάνουν δυο άμαξες. Υπεροπτικοί και σκαιότατοι αντιπρόσωποι των τουρκικών Αρχών κατέρχονται από τις άμαξες και εμφανίζονται προ τού Χρυσοστόμου. Του ζητούν να ανέβη σε μια από αυτές και να φύγει για το σιδηροδρομικό σταθμό.

Και τότε αγέρωχος, όπως πάντα, ο Χρυσόστομος απαντά στους αυθάδεις εκτελεστές της εντολής της τουρκικής εξουσίας ότι απαξιοί να επιβιβασθεί στα τουρκικά οχήματα και ότι επιθυμία του είναι να μεταβεί πεζός στον σιδηροδρομικό σταθμό.

Πράγματι σε λίγο ο Χρυσόστομος με κάθυγρα τα μάτια και σπαραγμό ψυχής παίρνει το δρόμο του μισεμού. Και τότε το χριστεπώνυμο πλήρωμά του, που τον ελάτρευε αφάνταστα, βουβό και θλιμμένο τον ακολουθεί.

Τόπος αληθινού προσκυνήματος γίνεται ο χώρος του σιδηροδρομικού σταθμού. Τρεις ολόκληρες ώρες χρειάσθηκαν για να αποχαιρετήσουν οι Δραμινοί τον αοίδιμο Χρυσόστομο. Ένας ένας πέρασαν όλοι από μπροστά του για να του φιλήσουν το χέρι και να δεχθούν την ευλογία του. Και εκείνος με την ψυχή βουρκωμένη τους φιλούσε στο μέτωπο.

Δεν τον ενδιέφερε η τύχη του ύστερα από την κατάσχεση της προσωπικής του αλληλογραφίας. Του συνέθλιβε την ψυχή η τύχη του ποιμνίου, που άφηνε ανυπεράσπιστο πια στο στόμα των λύκων.

Η αντιορθόδοξη και ανθελληνική προπαγάνδα θα οργίαζαν ανενόχλητα πια. Η πίεση συνειδήσεων, οι θρησκευτικοί καταναγκασμοί, οι απειλές, οι εμπρησμοί, οι δολοφονίες Ελλήνων ορθοδόξων θα ήταν πια κάτι συνηθισμένο και χωρίς φραγμό, αφού ο μεγάλος αντίπαλός τους, ο αοίδιμος Χρυσόστομος είχε τεθεί εκτός μάχης.

Αυτά λοιπόν ήταν εκείνα που καταμάτωναν την ψυχή του μεγάλου εκείνου προμάχου της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού που αψηφώντας τη ζωή του διεξήγαγε ένα ρωμαλέο αγώνα εναντίον των εχθρών του Ελληνισμού. Έτσι μια ακόμη πτυχή του γενικού τουρκικού προγράμματος με τη βοήθεια των φιλοτουρκικών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων υλοποιήθηκε με επιτυχία.

Η Δράμα έχασε τον προστάτη της, τη στιγμή ακριβώς που τον χρειαζότανε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Η μετάθεση του Χρυσοστόμου αποτέλεσε πηγή εμπνεύσεως για τον μεγάλο νεοέλληνα ποιητή Σουρή.

Έμαθα πως ανεκλήθη

μέσω τόσης καταιγίδος

και της Δράμας ο Δεσπότης.

Κι ιδού, φώναζαν τα πλήθη,

του Χριστού και της πατρίδος

λειτουργός και στρατιώτης.

Νάτος ο Μητροπολίτης

με τα χέρια σηκωμένα

τους αγώνας ευλογεί

και με μάτια βουρκωμένα

χαίρε, λέγει, ηρώων γη.

Προσπαθήσαμε να δώσουμε όσο ήταν δυνατόν πιο ανάγλυφη τη μορφή του σεπτού εκείνου ιεράρχου που δεν τον έσκιασαν του νιζάμη μήτε οι λόγχες μήτε τα μαχαίρια, που πάντα απτόητος αγωνίσθηκε τον γιγάντιο αγώνα για την ελληνική Ελευθερία και την παγίωση της Ορθοδοξίας.