ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Χρυσόστομος: Αδελφοί μου, σας εκάλεσα για να ξεκινήσουμε το κοπιαστικό μας έργο. Έχουμε να κάνουμε πολλά. Είμαι σίγουρος ότι κι εσείς το θέλετε πολύ και θα σταθείτε δίπλα μου.

Πρώτα πρώτα πρέπει να χτίσουμε σχολεία τηρώντας τις νουθεσίες του Πατροκοσμά. Μόνο, όσοι μαθαίνουν γράμματα, καταλαβαίνουν την αξία της ελευθερίας. Είδατε τι κάνανε οι κατακτητές μόλις μας σκλαβώσανε; Έκλεισαν τα σχολεία, έδιωξαν τους δασκάλους, κυνήγησαν τους ιερείς, πήραν τις εκκλησίες μας και τις κάνανε τζαμιά. Αυτή πρέπει να είναι η πρώτη μας φροντίδα. Ύστερα θα πρέπει να χτίσουμε νοσοκομείο, εκκλησίες, να ιδρύσουμε φιλανθρωπικούς συλλόγους, να οργανώσουμε αθλητικούς αγώνες. Γερό μυαλό σε γερό σώμα, έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Πρέπει να γυμνάσουμε τους νέους μας. Ίσως χρειαστεί κάποτε να πάρουν το τουφέκι στο χέρι. Βλέπω πολύ άγριες τις διαθέσεις των κομιτατζήδων.

Προεστός Αναστασιάδης: Άγιε πάτερ και Δέσποτα, τα φλογερά σου λόγια μ’ έκαναν ακόμη πιο δυνατό. Δεν είμαστε πια μόνοι. Έχουμε τον ηγέτη μας. Θα σταθούμε δίπλα σας. Θα ανταποκριθούμε σε ό,τι μας ζητήσετε. Μπορούμε να βρούμε χρήματα. Αυτό θα είναι υπόθεση δική μας, έστω κι αν μας απειλήσουν με φυλακή, εξορία, ακόμη και με θάνατο.

Προεστός Κονδυλίδης: Άγιέ μας, από σήμερα πια δεν είμαστε ραγιάδες. Μας μεθύσατε με τον αισιόδοξο λόγο σας. Δεν μας αγγίζει πια ο φόβος. Πιστοί στο προσκλητήριό σας θα πουλήσουμε και το σακάκι μας ακόμη. Δε φοβόμαστε πια κανένα. Για την πίστη και την Ελλάδα κάθε θυσία είναι ευλογημένη από το Θεό.

Χρυσόστομος: Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι θα άκουγα, όσα άκουσα. Ήξερα καλά ότι ερχόμουν να ποιμάνω γνήσιους ορθόδοξους χριστιανούς και Έλληνες μέχρι το μεδούλι τους, που ξέρουν καλά να αγωνίζονται για το Χριστό και την πατρίδα. Σας δίνω λοιπόν την ευλογία μου και σύντομα θα ανταμώσουμε για να δούμε τις λεπτομέρειες της δράσης μας.

(Φεύγουν οι προεστοί και εμφανίζεται ο αρχιδιάκονος Θεμιστοκλής Χατζησταύρου από τη διπλανή αίθουσα).

Χρυσόστομος: Άκουσες, αδελφέ Θεμιστοκλή, τη συζήτησή μας.

Θεμιστοκλής: Την άκουσα όλη, Σεβασμιώτατε, και συγκινήθηκα βαθύτατα. Δε θα είναι μάταιος ο αγώνας σας. Δεν περίμενα τέτοια παλληκαριά. Αρχίζω να αισιοδοξώ.

Χρυσόστομος: Καθημερινά, αδελφέ μου, καταφθάνουν στο γραφείο μου πιστοί, που μου αναγγέλλουν διώξεις, βασανιστήρια, ατιμώσεις, λεηλασίες και δολοφονίες από τους κομιτατζήδες.

Είναι καιρός πια να αφήσουμε τις ήπιες αντιδράσεις και να προχωρήσουμε σε δυναμικές κινήσεις.

Θεμιστοκλής: Τι έχετε στο μυαλό σας, Άγιε Πάτερ;

Χρυσόστομος: Σκέφτομαι να οργανώσουμε μια νέα Φιλική Εταιρεία και να μυήσουμε όλους εκείνους που το λέει η καρδιά τους, για να αντιμετωπίσουμε τους κομιτατζήδες. Φωτιά στη φωτιά, αδελφέ Θεμιστοκλή! Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να τους αντιμετωπίσουμε.

Θεμιστοκλής: Πολύ επικίνδυνη η ιδέα σας, Σεβασμιώτατε!

Χρυσόστομος: Είδες ποτέ, αδελφέ μου, να κατακτάται η ελευθερία χωρίς κίνδυνο και θυσίες; Αν δεν αντιδράσουμε δυναμικά, δεν θα αφήσουν ρουθούνι για ρουθούνι οι κομιτατζήδες. Προχθές με επισκέφθηκε ο καπνέμπορος Γρηγοριάδης και μου πρότεινε ότι θέτει στη διάθεσή μου το σπίτι του γι’ αυτό το σκοπό. Είναι ένα σπίτι στην οδό Παύλου Μελά, που δεν κινεί υποψίες. Τι λες; θα βοηθήσεις;

Θεμιστοκλής: Όχι μόνο δεν αρνιέμαι, αλλά είμαι και πρόθυμος να αναλάβω προσωπικά το έργο. Εσείς θα το παρακολουθείτε διακριτικά. Σας χρειαζόμαστε. Είμαι πρόθυμος να αναλάβω την αρχηγία και αποφασισμένος να υποστώ κάθε συνέπεια, όσο οδυνηρή κι αν είναι αυτή.

Χρυσόστομος: Σ’ ευχαριστώ, αδελφέ μου, για τη μεγάλη απόφασή σου. Ο Θεός να σ’ ευλογεί και να σε στηρίζει. Θα συνεννοηθώ με τον κύριο Γρηγοριάδη για να συναντηθείτε και να κανονίσετε τις λεπτομέρειες. Ξέρεις που ακριβώς βρίσκεται το σπίτι του. Μόνο προσοχή. Μην μας πάρουν είδηση και πάει χαμένος ο αγώνας, Θεμιστοκλή. Μην ανησυχείτε, Σεβασμιώτατε. Ο Θεός θα μας βοηθήσει κι όλα θα πάνε καλά. Αμέσως μετά τη συνάντησή μου με τον κ. Γρηγοριάδη θα σας ενημερώσω.

(Εγκαταλείπουν τη σκηνή και οι δυο – Ακολουθεί αφήγηση).

Ο Θεμιστοκλής Χατζησταύρου το επόμενο βράδυ ξεγλυστρά στο σπίτι του Γρηγοριάδη, που τον περιμένει με μισοφωτισμένο το σπίτι. Τον έχει ήδη ενημερώσει ο Χρυσόστομος σχετικά. Διαλέγουν ένα μικρό δωμάτιο, που βλέπει στον ακάλυπτο χώρο, λιτά στολισμένο, έχοντας στη μέση ένα τραπεζάκι. Επάνω o Θεμιστοκλής τοποθετεί ένα ευαγγέλιο κι ένα σπαθί.

Τρεις μέρες αργότερα ορκίζονται οι πρώτοι Μακεδονομάχοι. Τους ορκίζει ο Θεμιστοκλής και τους δωρίζει από ένα όπλο και αρκετές σφαίρες. Ξέρουν καλά το ρόλο τους. Θα είναι το αντίπαλο δέος των κομιτατζήδων.

Λίγες ημέρες αργότερα ορκίζεται ο νεαρός Άρμεν Κούπτσιος με τον πατέρα του Προκόπιο από το Βώλακα.

Δεν αργεί να γίνει το φόβητρο των κομιτατζήδων. Άριστος σκοπευτής, εξολοθρεύει αρκετούς κομιτατζήδες. Στο άκουσμα του ονόματός του φεύγουν πανικόβλητοι οι κομιτατζήδες. Παράλληλα όμως καταστρώνουν σχέδια για την εξόντωσή του.

Το Σεπτέμβριο του 1907 εξοντώνει τον αρχικομιτατζή Πλάστεφ κοντά στο Μυλοπόταμο. Για κακή του τύχη όμως συλλαμβάνεται από Τούρκους στρατιώτες και οδηγείται στις φυλακές της Δράμας και από εκεί στη Θεσ/κη όπου καταδικάζεται σε θάνατο από ειδικό στρατοδικείο. Μάταια ο Χρυσόστομος με τη βοήθεια των προκρίτων Δαβέλλα, Πέτσα, και Χατζηκυριακού αγωνίζεται να τον απελευθερώσει. Οι Άγγλοι, στους οποίους απευθύνθηκε για να μεσολαβήσουν, αδιαφορήσανε. Σιδηροδέσμιος οδηγήθηκε στη Δράμα και στις 14 Σεπτεμβρίου του 1907, ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, εκτελέστηκε δι’ απαγχονισμού από τα κλαδιά ενός γεροπλάτανου στην πλατεία της Δράμας. Ο πατέρας του ο γερο-Προκόπιος έσφιξε την καρδιά του. Δεν έκλαψε, δεν φώναξε. Τράβηξε ίσια για τη μητρόπολη για να συλλυπηθεί το Δεσπότη, που έχασε το πρωτοπαλλήκαρό του. Ο τραγικός πατέρας έδινε με τη στάση του το πορτρέτο του ήρωα Έλληνα που δεν θρηνεί, όταν η θυσία γίνεται για την ελευθερία της πατρίδας. Γινόταν δηλαδή το διαχρονικό σύμβολο του Έλληνα, που δε λογαριάζει το θάνατο μπροστά στη λευτεριά.

Ο νεαρώτερος ήρωας του Μακεδονικού Αγώνα μετακόμιζε από τον μάταιο κόσμο στο πάνθεο των ηρώων πλουτίζοντας την ιστορική μας δέλτο. Ο Δραμινός λαός τον θρήνησε με πόνο βαθύ. Γράφτηκαν ποιήματα υμνητικά της ανδρείας του.

Παραθέτουμε ένα τέτοιο ποίημα:

(συνεχίζεται…)