ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

 

Τα καπνόφυλλα στέγνωσαν στον ήλιο, αρμαθιάστηκαν, κρεμάστηκαν και περίμεναν την επεξεργασία τους στο τέλος του Φθινοπώρου. Στο άπλεκτο καθιστικό καθισμένες οκλαδόν οι κυρίες του σπιτιού, χωρίς να λείπουν και οι βοηθοί, επιδίδονταν στη διαλογή των φύλλων.

Χώριζαν με προσοχή τα μαξούλια από τις κότρες (φύλλα κατώτερης ποιότητας με χαμηλή εμπορεύσιμη τιμή), που τις λέγανε και ρεφούζια. Ύστερα τα κάνανε παστάλια. Στο τέλος της ημέρας ο νοικοκύρης τα τοποθετούσε με προσοχή στους γύρους σχηματίζοντας μικρούς πύργους.

Ακολουθούσε η δεματοποίηση και η τοποθέτησή τους στο σαλόνι.

Εδώ τελείωνε η επεξεργασία των φύλλων, ενώ η αγωνία για το μέλλον της σοδειάς κορυφωνόταν. Η Λαμπρή πλησίαζε και καμιά είδηση πότε θα αρχίσει η επίσκεψη των εμπόρων δεν υπήρχε. Οι μεσίτες, συνήθως ντόπιοι, έκαναν που και που την εμφάνισή τους. Δυστυχώς οι προθέσεις τους δεν ήταν αγαθές. Φρόντιζαν με πλάγιο τρόπο να πληροφορηθούν ποιανού η σοδειά δεν ήταν καλής ποιότητας. Καλούσαν τον καπνοπαραγωγό και του πρότειναν χαμηλή τιμή για την αγορά. Κι εκείνος, κάτω από την πίεση του χρέους στην Αγροτική Τράπεζα και στον παντοπώλη, υπέκυπτε στο φόβο μήπως μείνει απούλητη η σοδειά του. Και τότε;…

Το έγκλημα, με ηθικό αυτουργό, είχε συντελεσθεί. Η είδηση διοχετεύτηκε έντεχνα στο Ανηλιοχώρι. Άνοιξε η τιμή του καπνού στο χωριό. Εύλογη η αγανάκτηση και η οργή από όσους διέθεταν εξαιρετικής ποιότητας παραγωγή. Να κρατήσουν άμυνα μήπως και πετύχουν καλύτερη τιμή ή να υποκύψουν στον έμμεσο εκβιασμό; Ιδού το ερώτημα!

Τους πίεζε το χρέος στην Αγροτική Τράπεζα, αλλά και οι καιρικές συνθήκες. Η παραγωγή έχανε βάρος ή, αν ήταν βροχερός ο καιρός, την απειλούσε η μούχλα. Κι ακόμη τους πίεζε η προετοιμασία για τη νέα παραγωγή. Έπρεπε να ετοιμαστούν τα καπνοφυτώρια για τη νέα σπορά, το πότισμα των σπόρων, το ξεβοτάνισμα από τα παράσιτα χόρτα, το ράντισμα για την προστασία από τον περονόσπορο. Διχασμένο το μυαλό. Στην παλιά σοδειά, που τους ήταν φόρτωμα δυσβάσταχτο και στην προετοιμασία για τη νέα. Ασφαλώς δεν έλειπαν και οι κατάρες για αυτούς, που τους έκλεβαν τον ιδρώτα.

Η φτώχεια μεγάλωνε και μαζί περίσσευαν οι υποχρεώσεις. Η ζωή στο Ανηλιοχώρι δυσκόλεψε. Το φάσμα της πείνας άρχισε να πλανάται. Ο κλήρος ο γεωργικός τεμαχίζονταν με τη δημιουργία νέων νοικοκυριών. Αναζητούνταν λύση για έξοδο από τη δυστυχία. Και η λύση στις αρχές του ’60 βρέθηκε. Άκουγε στο όνομα μετανάστευση. Κακή, όμως αναγκαία. Ευλογία την ονομάσανε κάποιοι, άλλοι την

είπανε κατάρα. Νιοι και νιες πήραν των ομματίων τους για τα ξένα: Γερμανία, Βέλγιο, Αυστραλία, Βραζιλία, Καναδάς. Στις πέντε γωνίες του πλανήτη βρέθηκαν τα νιάτα και οι μεσήλικες του Ανηλιοχωριού, αφήνοντας πίσω τους παιδιά και ανήμπορους γονείς, που δεν τους έφταναν τα γηρατειά, μα και φορτώθηκαν και το ρόλο του άτυπου γονέα.

(συνεχίζεται…)