ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Είχε μπει ήδη ο Δεκέμβρης και τα φυλλοβόλα δέντρα προσπαθούσαν να ξεφορτωθούν από το βάρος των γερασμένων και περιττών πια πνευμόνων τους. Οι δρόμοι της σιωπηλής πολιτείας γέμιζαν κάθε τόσο μ’ ένα παχύ στρώμα κίτρινων φύλλων, που καθιστούσαν επικίνδυνο το βάδισμα, ιδιαίτερα για τις μεγάλες ηλικίες, όταν έβρεχε.
Καθισμένος σε μια γωνιά της παλιάς ταβέρνας, που στήθηκε από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, ο Στρατής, έπινε γουλιά γουλιά το κεχριμπαρένιο κρασάκι του, που το συνόδευε λίγη καπνιστή ρέγγα. Δεν είχε σχεδόν καμιά επαφή με τους άλλους θαμώνες. Με το βλέμμα απλανές άφηνε τη μνήμη του ν’ αναπολεί το παρελθόν. Ν’ αναπολεί τα χρόνια εκείνα, που σχεδόν έφηβος, παρέα με τον παιδικό του φίλο Αρίστο, γύριζαν, μόλις σουρούπωνε, τα σπίτια των συγχωριανών του για να αναγγείλουν την έλευση του Σωτήρα του κόσμου! Όμορφες στιγμές χαραγμένες βαθιά στη μνήμη του.
Μα ήρθαν καιροί δύσκολοι! Έχασε τα γονικά του από το μαχαίρι του κατακτητή κι έμεινε αντάμα με τον μικρότερο αδελφό του, τον Στάθη, καλαμιά στον κάμπο. Τον Στάθη τον πήρε κοντά του ο μπέης του χωριού και προσπάθησε να τον τουρκέψει. Ο Στρατής βρέθηκε αντάμα με άλλα ορφανά στην αμερικανική αποστολή με προορισμό το Ζάππειο της Αθήνας. Εκεί πέρασε σχεδόν όλα τα εφηβικά του χρόνια. Κι ύστερα βρέθηκε σ’ ένα χωριό της Μακεδονίας, υπηρέτης σ’ έναν καλοστεκούμενο νοικοκύρη. Το μυαλό του δεν ξεκολλούσε από τον αδελφό του. Πόθος και καημός του να τον ξαναέβλεπε. Ήταν ό,τι του είχε απομείνει. Έκανε δική του οικογένεια. Ζούσε ήρεμα με τη συμβία του και τα τρία βλαστάρια του, που του χάρισε ο καλός Θεός! Όμως κάτι έσκιαζε την ψυχή του. Ο Στάθης. Αυτόν ήθελε να ξαναδεί κι ας έκλεινε τα μάτια του.
Το καρτούτσο είχε αδειάσει. Απορροφημένος στις σκέψεις του, δεν το πήρε είδηση. Έγνεψε του κρασοπώλη κι εκείνος έσπευσε να ανταποκριθεί. Τον έβλεπε κάθε τόσο στο κρασοπωλείο του και δίσταζε να τον ενοχλήσει. Δίσταζε να κάνει τη γνωριμία μαζί του, φοβούμενος την αντίδρασή του. Μα τούτη τη φορά το τόλμησε. –Πατριώτη, έρχεσαι συχνά στο ταβερνάκι μου. Δεν μιλάς με κανέναν. Είσαι συνέχεια σκεφτικός και θλιμμένος. Φαίνεσαι πολύ στενοχωρημένος. Κάτι πολύ σοβαρό σε βασανίζει, του είπε ο κάπελας.
Σήκωσε δειλά το βλέμμα του κι ατένισε τον κάπελα. Τον είδε βαθιά στα μάτια του. Κάτι σκίρτησε μέσα του, μα δεν εκδηλώθηκε. Στην πίεση του ταβερνιάρη ν’ ανοίξει την ψυχή του, υποχώρησε. Του είπε όσο μπορούσε πιο αναλυτικά την ιστορία του. Σκεφτόταν τον μικρό αδελφό του, τον Στάθη, που ήθελε πολύ να σφίξει στην αγκαλιά του κι ας πέθαινε. Όσο μιλούσε ο Στρατής κάποια αναστάτωση προκλήθηκε στην ψυχή του κάπελα. Όμως ήθελε ν’ ακούσει κι άλλα. Κι ο Στρατής δεν του στέρησε τη χάρη. Κάποια στιγμή ένα καυτό δάκρυ κύλησε στις αυλακωμένες παρειές του κάπελα. Άφησε το καρτούτσο στο σαρακοφαγωμένο τραπέζι κι έκατσε δίπλα στον ξένο. Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Τα είδε γκριζοπράσινα. Ναι, δεν έκανε λάθος. Ήταν μάτια συγγενικά. Ήταν μάτια αδελφικά! Ήταν τα μάτια του Στρατή! Τα αναγνώρισε κι ας πέρασαν κάποιες δεκαετίες! Όλα μπορούν ν’ αλλάξουν σ’ έναν άνθρωπο, μα τα μάτια όχι. Αυτά είναι ο καθρέφτης της ψυχής και του σώματος κι ας επιτίθεται χωρίς έλεος το γήρας.
Δεν του αποκαλύφθηκε ο κάπελας. Έκανε όμως το σταυρό του ατενίζοντας την εικόνα του Χριστού, ενώ τα καυτά δάκρυα περίσσευαν. Αμήχανος τον θωρούσε ο Στρατής. Τι συμβαίνει; Γιατί τέτοια ανάκριση; Ποιος είναι; Και γιατί κλαίει; Τι του θύμισα άραγε; αναρωτήθηκε ο Στρατής.
Άπλωσε τα δύο ροζιάρικα χέρια του ο Στάθης κι αγκάλιασε όσο μπορούσε πιο σφιχτά τον Στρατή, ενώ δεν μπορούσε να αρθρώσει καθαρά τις λέξεις: αδελφέ μου! Ευχαριστώ το Θεό, που σε ξαναείδα! Θα ζήσω κοντά σου. Μαζί σου, αφού δεν έχω κανέναν άλλο στον κόσμο! είπε και πνίγηκε στα δάκρυα συγκίνησης και χαράς ο Στάθης.
Έμειναν για ώρα αγκαλιασμένοι χωρίς λαλιά. Κι οι δυο δοξάζανε το Θεό για το μεγάλο δώρο Του. Μακρινή η ανάμνηση του τζαμιού και του ραμαζανιού. Δεν έβγαλε ποτέ από την ψυχή του την πίστη του στο Χριστό ο Στάθης, που μαζί με τον αδελφό του και τη φαμίλια του θα γιορτάζανε ύστερα από πολλά χρόνια σε λίγες ημέρες τη Γέννηση του Θεανθρώπου! Όμορφες ώρες! Συγκλονιστικά ανταμώματα. Παιχνίδια ζωής έστω και αργοπορημένα!
*Το άρθρο του κ. Χατζόπουλου πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εργασία… συν» στις 20 Δεκεμβρίου 2018