Η πρόσφατη αναφορά του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου στο θέμα της επιστροφής των κλεμμένων κειμηλίων από τα μοναστήρια της Βόρειας Ελλάδας δεν αφορά μια απλή υπόθεση.
Τον προηγούμενο αιώνα ύστερα από συνεχείς επιδρομές βουλγαρικών δυνάμεων, ιδιαίτερα το 1917 και την περίοδο 1941-1944, μοναστήρια όπως αυτό του Τιμίου Προδρόμου Σερρών καταστράφηκαν εκ θεμελίων.
Σύμφωνα με το ιστορικό της Μονής, τον Ιούνιο του 1917, οι Βούλγαροι επιδρομείς, ύστερα από πολλές λεηλασίες στο χώρο της Μακεδονίας, χτύπησαν στο μοναστήρι του Προδρόμου. Οι μοναχοί εξορίστηκαν όλοι ως όμηροι στη Βουλγαρία, ενώ ανάμεσα στην κτηματική περιουσία που είχε συληθεί, συγκαταλέγονταν 1500 τόμοι με έντυπα βιβλία, πλήθος από χειρόγραφα, βυζαντινά χρυσόβουλλα, πατριαρχικά σιγίλλια, σουλτανικά φιρμάνια και πλείστα ιερά σκεύη υψηλής τέχνης και μεγάλης αξίας.
Την πρώτη αυτή λαφυραγώγηση ακολούθησε και δεύτερη κατά τα έτη 1941 -1944. Κατά το χρονικό διάστημα αυτό οι μοναχοί της Μονής είχαν εκδιωχθεί, και την Διοίκηση της είχαν αναλάβει οι Βούλγαροι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αφαιρεθούν εικόνες πολύ παλαιές ανεκτιμήτου αξίας και οτιδήποτε άλλο είχε απομείνει από την πρώτη λεηλασία. Συντάχθηκε δε πρωτόκολλο παραλαβής υπογεγραμμένο από τους Βουλγάρους, το οποίο ανέφερε λεπτομερώς όλα τα υπεξερεθέντα και παρανόμως κατασχεθέντα.
Όλα τα κλοπιμαία μεταφέρθηκαν και τις δύο φορές στην Βουλγαρία.
Μετά την λήξη των εχθροπραξιών και σύμφωνα με την συνθήκη ειρήνης που υπεγράφη (Συνθήκη του Νεϊγύ 1919) θα έπρεπε να επιστρέψουν όλα τα κλεμμένα στην Ιερά Μονή, όμως με παράβαση των κανόνων της συνθήκης τα συληθέντα χειρόγραφα και κειμήλια δεν επεστράφηκαν ποτε.
Όσο γιά τα αφαιρεθέντα από την δεύτερη επιδρομή του 1941-1944, μετά την λήξη του πολέμου στάλθηκαν στη Γενική Διεύθυνση δημοσίου Λογιστικού Διεύθυνση ΙΧ τμήμα Β΄ και στην Ελληνική Αντιπροσωπεία της Διασυμμαχικής Επιτροπής στην Σόφια κατάλογοι με τα κλοπιμαία, οι οποίοι συντάχθηκαν σύμφωνα με το πρωτόκολλο παραλαβής. Τους καταλόγους συνόδευε το αίτημα για επιστροφή των κλοπιμαίων στην Ιερά Μονή, το οποίο αίτημα ποτέ δεν ικανοποιήθηκε.
Το μεγαλύτερο μέρος των χειρογράφων φυλάσσονται σήμερα στο Κέντρο Σλάβο-Βυζαντινών Σπουδών Ivan Dujcev στη Βουλγαρία και κάποια λιγοστά μικρότερης αξίας βρίσκονται στην Εθνική βιβλιοθήκη στην Αθήνα. Όσο για τα ιερά σκεύη, κειμήλια, παλιες εικόνες και ότι άλλο αφαιρέθηκε από το Καθολικό και το Σκευοφυλάκιο της Μονής, βρίσκονται σε μουσεία της Βουλγαρίας και στο μοναστήρι της Ρίλα.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗΣ ΕΠΙΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ 1917
Ο πολυγραφότατος ιερομόναχος Γαβριήλ Κουντιάδης, ένας από τους τελευταίους Πατέρες της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών ο οποίος έζησε και τις δύο επιδρομές των Βουλγάρων ( 1917 & 1941) διήγείται στο βιβλίο του «Σύντομος Ιστορικη Επισκοπησις της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρων» για την λεηλασιά του 1917:
«Μόλις τον Ιούνιο του 1917 ήρχισαν να αγριεύουν τα πράγματα, και τότε εφηρμόσθη το σατανικό και ληστρικό εκείνο σχέδιο του εκτοπισμού του άρρενος πληθυσμού εις Βουλγαρίαν και της διαρπαγής και λεηλασίας της κινητής των κατοίκων περιουσίας. Ακριβώς εις τας 27 και28 Ιουνίου του 1917 εξετόπισαν και ημάς από την Μονήν, 19 τον αριθμό άτομα, και μας έστειλαν κατ’αρχάς με συνοδίαν στρατιωτών έως εις τας Σέρρας . Εκεί εμείναμε επί πέντε ημέρας και νύκτας κλεισμένοι μέσα εις την φυλακήν. Κατόπιν αφού μας αφήρεσαν όλα τα χρήματα όπου είχαμε μαζί μας και ατομικά και της Μονής, μας έστειλαν μερικούς εις την Δράμαν, και τους άλλους κατευθείαν εις την Βουλγαρίαν. Τα δε χρήματα που μας επήραν εις τας Σέρρας, ήσαν τα εξής :Λίραι Τουρκίας χρυσαί 980, και Δραχμαί Ελληνικαί εις χαρτονομίσματα 30.000
Από την Δράμαν, όσοι μείναμε ανεχωρήσαμενμετά δύο περίπου μήνας σιδηροδρομικώς διά την Βουλγαρίαν. Τα παθήματα που υπεφέραμεν εκεί , και τας στερήσεις και τας ταλαιπωρίας που δοκιμάσαμεν επί 15 και πλέον μήνας δεν περιγράφονται όλα αυτά.
Τέλος κατά τον Οκτώβριον του 1918 επανήλθομεν εις την Μονήν μας τελείως εξαντλημένοι και απογυμνωμένοι. Τότε εύρομενη την Μονήν ερημαγμένην και κατεστραμένην. Τα δωμάτια όλων μας ήταν εντελώς ξεγυμνωμένα, η πλούσια Βιβλιοθήκη της Μονής μας, με τα αρχαία και πολύτιμα χειρόγραφα της, και τους παλαιούς Κώδικας της, και με όλα τα επίσημα έντυπα βιβλία της, είχεν εντελώς εκκενωθή