ΑΡΘΡΟ
Του Θεόφιλου Ξανθόπουλου
Βουλευτή Ν. Δράμας
Τομεάρχη Δικαιοσύνης ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ
Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις, λέει το γνωστό απόφθεγμα. Αλλά και αυτό φρόντισε να το διαψεύσει η «Ελληνική ιδιαιτερότητα». Βρισκόμαστε στα μέσα Αυγούστου και αντί για τα «μπάνια του Λαού» η χώρα βρίσκεται στη δίνη του σκανδάλου των υποκλοπών. Πρόκειται για ένα πολιτικό γεγονός τεράστιας σημασίας, γεγονός που ήδη προοικονομεί πολιτικές εξελίξεις.
Η Κυβέρνηση βιώνει μία μείζονα κρίση και είναι η πρώτη φορά που δεν μπορεί να επικαλεσθεί το επιχείρημα ότι είναι εισαγόμενη. Είναι κρίση με ονοματεπώνυμο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το γεγονός ότι αρχικά η ΕΥΠ και στη συνέχεια άγνωστο ποιος, με τη χρήση παράνομου και πανάκριβου κακόβουλου λογισμικού, που το διαχειρίζονται υπηρεσίες με κρατική κάλυψη, παρακολουθούσε ή αποπειράθηκε αντίστοιχα να παρακολουθήσει έναν δημοσιογράφο (Κουκάκης) και τον αρχηγό του 3ου πολιτικού κόμματος (Ανδρουλάκης) βάλει ευθέως κατά του πυρήνα του Κράτους Δικαίου και υπονομεύει τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, όπως αυτά αποτυπώνονται στο ισχύον Σύνταγμα αλλά και σε όλη την έννομη τάξη της Ε.Ε.
Οι πολιτικές εξελίξεις είναι πλέον ραγδαίες. Αλλά και οι νομικές παράμετροι της υπόθεσης έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Κατ’ αρχάς η υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων αλλά και η χρήση τους αποτελούν ποινικά αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα, που επισύρουν ποινή κάθειρξης έως δέκα έτη (άρθρο 370 Π.Κ.). Επομένως οι όποιοι χειριστές του κακόβουλου λογισμικού κινδυνεύουν, πλέον των λοιπών, και με κακουργηματικές κατηγορίες. Η μηνυτήρια αναφορά του κ. Ανδρουλάκη στον Α.Π. αποτέλεσε το έναυσμα της ποινικής διαδικασίας. Αναμένουμε με αγωνία τα αποτελέσματα.
Περαιτέρω ο άρτι επιλεγείς Εισαγγελέας του Α.Π. κ. Ισ. Ντογιάκος παράγγειλε προκαταρκτική εξέταση, την οποία θα διενεργήσει ο ίδιος προσωπικά, όχι για την ουσία των καταγγελιών αλλά για τη διαρροή στοιχείων που εμπεριέχονται σε άκρως απόρρητα κρατικά έγγραφα. Αυτό βεβαίως δεν αναιρεί την υποχρέωσή του να διερευνήσει πρωτίστως το σύννομο ή όχι της άρσης προστασίας του τηλεφωνικού απορρήτου των δύο συγκεκριμένων πολιτών διότι αυτό επιτάσσει η αναζήτηση της αλήθειας.
Τέλος, το θέμα των προϋποθέσεων της άρσης προστασίας, ήτοι το θεσμικό πλαίσιο που τις διέπει, θα πρέπει να αποτελέσει πεδίο διακομματικής συνεννόησης γιατί πρόκειται για μείζον θέμα, στο οποίο διασταυρώνονται οι ανάγκες περιφρούρησης και προστασίας των εθνικών συμφερόντων με την ανάγκη τήρησης των συνταγματικών προβλέψεων και των ατομικών δικαιωμάτων. Ατυχώς και στο πεδίο αυτό η Κυβέρνηση δείχνει τις προθέσεις της. Άρον, άρον χωρίς καμία διαβούλευση, εν μέσω θέρους, με τη Βουλή υπολειτουργούσα, καταθέτει ΠΝΠ, με την οποία θέλει να ρυθμίσει μονομερώς τα της λειτουργίας της ΕΥΠ. Η πρόθεσή της να «κλείσει» όπως όπως την υπόθεση των υποκλοπών είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Ασφαλιστική δικλείδα για καταχρηστικές πρακτικές της ΕΥΠ και για διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών αποτελεί η επαναφορά της δυνατότητας της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) να ενημερώνει τους Πολίτες για το εάν έχουν υποστεί παρακολούθηση. Η τροπολογία που έχουμε καταθέσει ως Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. προέβλεπε να καθορίζεται ως κανόνας η υποχρεωτική ενημέρωση του αιτούντα πολίτη και να περιοριστεί ουσιωδώς το πλαίσιο μη ενημέρωσής του. Η δε αναδρομικότητα της διάταξης, ενόψει ιδίως των υφισταμένων συνθηκών, προσφέρει στη διαφάνεια και θωρακίζει τα δικαιώματα των πολιτών. Φυσικά η Κυβέρνηση απέρριψε την τροπολογία. Αλλά τι να περιμένει κανείς από τη συντηρητική παράταξη, όταν εξέχων Βουλευτής της, πρώην Υπουργός Δικ/νης, νυν Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων δικαιολογεί την παρακολούθηση Ελλήνων Μουσουλμάνων Βουλευτών επικαλούμενος λόγους Εθνικής Ασφαλείας; Και μετά τα όσα ειπώθηκαν εξακολουθεί να παραμένει μέλος της Κ.Ο. και δεν διαγράφεται;
*Το άρθρο του κ. Ξανθόπουλου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα ieidiseis.gr