ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ. ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ «Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΣΙΦΟΙΝΙΣΣΗΣ ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΟΠΗ (1917-2017)» ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΔΡΑΜΑΣ

  • Η εκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης πραγματοποιήθηκε ακριβώς 100 χρόνια από την σύληση της Ιεράς Μονής Εικοσιφοινίσσης από τους Βούλγαρους (27 Μαρτίου 1917)

 

 

ΡΕΠΟΡΤΑΖ

ΣΠΥΡΟΣ ΛΑΤΣΑΣ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΙΟΥΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 27 Μαρτίου, στο αμφιθέατρο του Δημοτικού Ωδείου Δράμας η παρουσίαση του επετειακού τόμου του Καθηγητή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης κ. Γεωργίου Παπάζογλου «Η λεηλασία της Εικοσιφοινίσσης Εκατό χρόνια από την κλοπή (1917-2017)», το οποίο εκδόθηκε από την Ιερά Μητρόπολη Δράμας.

Για το βιβλίο μίλησαν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος, ο Πανοσιολογιώτατος γέροντας Νικόδημος ο Αγιοπαυλίτης και ο συγγραφέας κ. Γεώργιος Παπάζογλου, ενώ στην εκδήλωση συμμετείχε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Δράμας «Οι Ρίζες μας».

Όπως ανέφερε ο Σεβασμιώτατος κ. Παύλος η επιλογή της ημερομηνίας της εκδήλωσης δεν έγινε τυχαία, αλλά ενέχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό, καθώς 100 χρόνια πριν ήταν η «αποφράς ημέρα της σύλησης της Μονής της Παναγίας της Εικοσιφοινίσσης». Μάλιστα, το βιβλίο θα παρουσιαστεί εκ νέου μέσα στη χρονιά σε νέα εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη, «για να αναδειχθεί ακόμη περισσότερο το γεγονός αυτό», όπως υπογράμμισε ο Μητροπολίτης Δράμας.

Παρόντες στην εκδήλωση ήταν ο Αντιπεριφερειάρχης Δράμας κ. Αργύρης Πατακάκης, Δημοτικοί Σύμβουλοι του Δήμου Δράμας, ο πρώην Υπουργός και πρώην Βουλευτής κ. Γιώργος Καλατζής, ο πρώην Υπουργός, πρώην Βουλευτής και πρώην Δήμαρχος Δράμας κ. Θωμάς Μαργαρίτης, εκπρόσωποι αρχών και συλλόγων, καθώς και εκπρόσωποι του ιερού κλήρου.

 

«Συνεχίζουμε τον αγώνα»

 

ην ομιλία του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος ανέφερε: «Η Ανατολική Μακεδονία υπέστη τα πάνδεινα κατά την απαισίου μνήμης Β’ Βουλγαρική Κατοχή, των ετών 1916-1918. Η οδυνηρή αυτή περίοδος, πλήρης αιμάτων, λιμοκτονιών και ομηριών δυστυχώς είναι πολύ λίγο γνωστή στους Έλληνες, στους Ανατολικομακεδόνες και ιδιαιτέρως στους νέους. Ούτε μια εκδήλωση από την πολιτεία, ούτε μένα μνημόσυνο επιτελείται για τις χιλιάδες των θυμάτων, ούτε μια αφιερωματική στήλη ή μνημείο στήθηκε στις πρωτεύουσες πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας για να υπενθυμίζει τη θυσία των πατέρων μας. η σκληρή, οδυνηρή και απάνθρωπη αυτή περίοδος χαρακτηρίζεται από την ανεπανόρθωτο πολιτιστική καταστροφή που υπέστη η Μονή και βεβαίως από τις χιλιάδες των θανάτων λόγω της προσχεδιασμένης λιμοκτονίας των κατοίκων και της εκτοπίσεως χιλιάδων στη Βουλγαρία, όπου οι περισσότεροι από αυτούς, λόγω της απάνθρωπης μεταχείρισης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις εργασίες και τα καταναγκαστικά έργα άφησαν τα κόκαλά τους στους τόπους εκείνους. Μόνο κάποια τοπικό μοιρολόγια διασώζουν το δράμα αυτό των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας». Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στον εκτοπισμό του κλήρου της περιοχής, σημειώνοντας: «Θα πρέπει να τονίσουμε τον εκτοπισμό όλου σχεδόν του κλήρου της Ανατολικής Μακεδονίας. 200 και πλέον ιερείς οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα αυτά, επειδή παρέμειναν πιστοί στην κανονική Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ελληνική εθνικότητά τους». Ακόμη, ο Μητροπολίτης κ. Παύλος επεσήμανε ότι το 2016 Μητρόπολη αφιέρωσε το εγκόλπιο ημερολόγιό της στη Β’ Βουλγαρική Κατοχή, με τη δημοσίευση σχετικών κειμένων, όμως, «δυστυχώς στα σχολικά εγχειρίδια δεν υπάρχουν αυτά κείμενα». «Μια αξιοπρεπής εκπαιδευτική πολιτική από την ελληνική πολιτεία θα επέβαλε τουλάχιστον τμηματικά, κατά τόπους, να διδάσκεται η τοπική ιστορία στα παιδιά μας» πρόσθεσε ο Σεβασμιώτατος Δράμας.

Όπως είπε «Η αδιαφορία μας είναι γενική. Δεν φταίνε μόνο οι πολιτικοί. Δεν φταίνε μόνο οι σήμερα κυβερνώντες, αλλά και οι προηγούμενες Κυβερνήσεις, ανεξαιρέτως χρώματος και εθνικού, πατριωτικού φρονήματος», ενώ τόνισε ότι φταίμε «και εμείς που αδιαμαρτύρητα δεχόμαστε να γίνονται αυτά τα πράγματα». «Είναι συνολική η ευθύνη όλων μας για την αποψίλωση της παιδείας μας από την τοπική μας και την εθνική μας ιστορία, για αυτό και βεβαίως θα υποστούμε και όλες τις συνέπειες αυτής της μετ’ επιγνώσεως αμάθειας», υπογράμμισε ο Μητροπολίτης Δράμας.

Στη συνέχεια της ομιλίας του ο Σεβασμιώτατος κ. Παύλος ανέφερε: «Η 27η Μαρτίου του 1917 πλήγωσε βαθιά την ακριτική μας Επαρχία που βίωνε το δεύτερο χρόνο της δεύτερης βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918). Βούλγαροι υπό την αρχηγία του Τεοντόρ Πανίτσα και την “επιστημονική” καθοδήγηση του Βλαδίμηρου Σις, λεηλάτησαν την σεβασμιώτερη μονή της Μακεδονίας, την πατριαρχική και σταυροπηγιακή μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου της Εικοσιφοινίσσης του όρους Παγγαίου. Τα ιερά κειμήλια της μονής, ιερά σκεύη, άγια λείψανα, πολυέλαιοι, κανδήλες, οι περγαμηνοί και χαρτώοι κώδικες, βίαια αποσπάσθηκαν, μεταφέρθηκαν στην Σόφια και έκτοτε παραμένουν εκεί και χωρίς εντροπή προβάλλονται και εκτίθενται ως αριστουργήματα του “βουλγαροβυζαντινού πολιτισμού”. Αρκετά από αυτά διοχετεύθηκαν από τους πρωτεργάτες της ασυλλήπτου μεγέθους ανήθικης κλοπής στους ευρωπαϊκούς δημοπρατικούς οίκους και από αυτούς σε συλλογές διαφόρων ιδρυμάτων και ιδιωτών ανά τον κόσμο. Με παρέμβαση της Κυρίας Θεοτόκου διασώθηκε η θαυματουργός αχειροποίητος εικόνα Της, αναγκαστικά εγκαταλειφθείσα στον νάρθηκα του Καθολικού, αφού βάρυνε τόσο, ώστε δεν μπόρεσαν να την συμπεριλάβουν στα κλοπιμαία, αφού φυσικά αφήρεσαν τον αργυροεπίχρυσο επενδυτή της (αρχές 14ου αιώνα, επισκευή 1529).

Δεν αρκέσθηκαν όμως σε αυτά και στις 24 Ιουνίου του ίδιου έτους επανήλθαν και λεηλάτησαν την μονή παίρνοντας και πάλι όσα τους είχαν διαφύγει, και οδήγησαν στην εξορία ομήρους τους 26 πατέρες της μονής, όπου ως κακούργοι και κάτω από απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης εργάσθηκαν σε καταναγκαστικά έργα στο Σεβλίεβο, στην βόρεια Βουλγαρία, υβριζόμενοι, λοιδορούμενοι, χλευαζόμενοι, ραπιζόμενοι, ξυλοκοπούμενοι μέχρι το τέλος σχεδόν του 1918. Ο αείμνηστος προηγούμενος της αγιορείτικης μονής Διονυσίου μακαριστός γέροντας Γαβριήλ παραστατικά περιέγραψε τα της απάνθρωπης μεταχειρίσεώς των, αφού ως νέος μοναχός ευρισκόμενος στην Εικοσιφοίνισσα, λόγω του διακονήματός του στο μετόχι της μονής του στο Ορφάνι της Καβάλας, βίωσε το δράμα μαζί με διακόσιους και πλέον κληρικούς της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Κατά δεν την τρίτη βουλγαρική Κατοχή 1941-1944 οι Βούλγαροι παρέδωσαν στην φωτιά το οικοδομικό συγκρότημα της μονής. Και πάλι με θαύμα της Παναγίας μας διασώθηκε ο ναός της με την ιερή εικόνα και το περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Και όλα αυτά από “αδελφούς” ορθοδόξους χριστιανούς! “Φείσαι, Κύριε, της ασεβείας αυτών”.

Έκτοτε παρήλθε ολόκληρος αιώνας και, δυστυχώς, οι απόγονοι των εγκληματησάντων κατά της μονής δεν αποκατέστησαν την ιεροσυλία και για αυτό καθίστανται κοινωνοί της. Το γράφω όχι ως σχήμα λόγου, αλλά ως απτή πραγματικότητα. Ο διευθυντής του Εθνολογικού και Ιστορικού Μουσείου της Σόφιας κ. Bozidar Dimitrov προ ετών αφήρεσε όλα τα άγια λείψανα από τις περίτεχνες λειψανοθήκες της μονής που αναίσχυντα “φυλάσσονται” εκεί και τα διαχειρίζεται αυτοβούλως. Τις οίδε που ευρίσκονται σήμερα! Πού ακούστηκε αυτό; Ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος για την ασφαλή διαφύλαξή τους να ιεροσυλεί επάνω στα ιερά αυτά αντικείμενα, που τα σεβάστηκαν και οι Οθωμανοί ακόμα! Τι έκαναν για την ασέβεια αυτή οι κυβερνήσεις της Βουλγαρίας και της Ελλάδος;».

Κάνοντας ειδική αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα ο Μητροπολίτης Δράμας το χαρακτήρισε ως «οδυνηρότατο κεφάλαιο» και πρόσθεσε: «Να φανταστείτε πρόσφατα, στην Αθήνα, σε ένα πάρα πολύ επίσημο γεύμα, επισημότερο δεν θα μπορούσε να υπάρχει, όπου παρέδωσα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον τόμο αυτό, ένας εκ των συνδαιτυμόνων, όταν έγινε η κουβέντα λέει “τώρα θα ανοίξουμε κι άλλο θέμα; Έτσι κι αλλιώς, ας έχουν κι αυτοί έχουν λίγα”. Του λέω “πολύ ωραία μιλάς, τότε ας έχουν και οι Τούρκοι δυο νησιά. Τόσα έχουμε”. “Αυτό είναι άλλο”, μου λέει. Όταν οι ταγοί μας τα αντιμετωπίζουν τα ζητήματα αυτά κατά αυτόν τον τρόπο, απογοητεύεσαι».

Ο Μητροπολίτης Δράμας, συνέχισε την ομιλία του, λέγοντας: «Η μαύρη αυτή επέτειος μάς οδήγησε στην έκδοση του τόμου αυτού, ώστε να επικαιροποιηθεί το γεγονός, να ξυπνήσουν υπνώττουσες συνειδήσεις –κυρίως των κρατικών φορέων- και να εργασθούν για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Ο συγγραφέας καθηγητής κ. Γεώργιος Παπάζογλου, πέραν της επιστημονικής εξειδίκευσής του, παρουσιάζει με μεθοδικότητα την τύχη των κειμηλίων και πού βρίσκονται αυτά σήμερα. Για πρώτη φορά καταγράφονται αναλυτικά τα βιογραφικά των πρωταγωνιστών της κλοπής, η εκμετάλλευσή τους από βουλγαρικής και ό,τι έγινε από ελληνικής πλευράς για την υπόθεση αυτή, για πρώτη φορά δίδεται η υπόθεση της λεηλασίας και μέσα από βουλγαρικές πηγές, μέσα από την φωνή και την γραφίδα των πρωταγωνιστών Βουλγάρων. Η προσεκτική ανάγνωση θα διαφωτίσει την σκοτεινή αυτή πλευρά της υπόθεσης και θα εξαχθούν ανάλογα συμπεράσματα, θετικά και αρνητικά, για όσα έγιναν. Και όσες αστοχίες έγιναν και σε τοπικό επίπεδο, αλλά και γενικότερα από την επιστημονική κοινότητα στο ζήτημα αυτό.

Ο κ. Παπάζογλου δεν εργάσθηκε μόνο ως επιστήμονας αλλά και βιωματικά, όπως σε προσωπική προς εμένα επιστολή στις 19 Μαρτίου 2016 γράφει:

“(…) Τον πόνο που νοιώθετε τον ένοιωθα για πολλά χρόνια, και το θέμα των κλοπών είναι κάτι που κατάφερα να το κρύψω τα τελευταία χρόνια στο πίσω του μυαλού μου, και νόμιζα πως πια το ξεπέρασα. Για μας, που από παιδιά ζήσαμε στις υπώρειες του Παγγαίου, η μονή είναι μέρος από την ζωή μας. Στην μονή με πήγε η μακαρίτισσα η μάννα μου πρώτη φορά δύο χρονών με κάρο. Κοιμόμασταν έξω από την μονή, παιδιά, στα πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου, κατακαλόκαιρο κάτω από τα δένδρα. Στην Παναγία, στην μονή, ανέβηκε να ανάψει λαμπάδα ‘σαν το μπόι της’, όπως έμαθα αργότερα, η μακαρίτισσα η μάννα μου, το είχε φαίνεται τάμα, χωρίς να μου το πει, όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Η μονή περιέθαλψε στην τρίτη βουλγαρική Κατοχή για μέρες τον μακαρίτη ξεριζωμένο από την Προύσα πατέρα μου, και από την άλλη, μαζί με όλα αυτά, να έχω σφαγμένο από τους Βουλγάρους τον αδελφό του παππού μου Αβραάμ το 1916 στα χρόνια της λεηλασίας και σκοτωμένο τον αδερφό της μάννας μου το 1944 στον Στρυμώνα από τους Βουλγάρους πάλι, παιδί 23 χρονών, Αβραάμ και αυτόν στην μνήμη του σφαγμένου θείου του το 1916, Αβραάμ και τον μικρό αδελφό μου, στην μνήμη του σκοτωμένου θείου μας.

Και ο παππούς μου, πατέρας της μάννας μου, όμηρος στην Βουλγαρία, στα τάγματα εργασίας, με τον Πολύκαρπο και τον Γέρο – Γαβριήλ, ήταν στο μετόχι της Διονυσίου στο Ορφάνι, όταν οι Βούλγαροι, για να κάνουν κασόνια για τα κλοπιμαία, κατέστρεψαν τις πόρτες και τα παράθυρα του μετοχίου.

Καταλαβαίνω τον πόνο σας, διότι τον έζησα και εγώ και, επιτρέψτε μου να πω, με μεγαλύτερη διάρκεια να βλέπω κάποιους (…) να συμμετέχουν με τιμή στο Δ.Σ. ενός κλεπταποδόχου βουλγαρικού Κέντρου ή άλλους Έλληνες να δημοσιεύουν κείμενα του τύπου ‘ας μείνουν τα κειμήλια και τα χειρόγραφα στην Σόφια, εμείς έχουμε πολλά’, λες και ήταν του πατέρα τους.

Μιλήσατε για ελγίνεια, δημοσίευσε στο σαλόνι της κείμενό μου η Ελευθεροτυπία το 1997, τρεις σελίδες, με φωτογραφίες των κλεμμένων κειμηλίων και με τίτλο: Τα ελγίνεια της Μακεδονίας – Κλεμμένοι θησαυροί μας στο Μουσείο της Σόφιας. Μιλήσατε για το Χρονολόγιο του Νεοφύτου. Όταν σε καιρούς χαλεπούς έψαχνα με φίλους Αυστριακούς έμμεσα για στοιχεία από την μεριά των Βουλγάρων, βρήκα το ημερολόγιο των κλοπών στην περιοχή μας το 1916/17, καθώς ακολουθούσαν τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Το ημερολόγιο των κλοπών κατέγραφε βουλγαριστί ένας Βούλγαρος στρατιώτης, δάσκαλος που τον χρησιμοποιούσαν οι Κατσάρωφ και Ζλατάρεφ για γραμματέα (…)”.

Θεώρησαν λοιπόν επιβεβλημένο καθήκον την έκδοση του τόμου αυτού, αφού ως επόπτης της μονής, δηλαδή εκπρόσωπος του κυρίαρχη αυτής, του Οικουμενικού Πατριάρχου, έχω χρέος να διασφαλίσω τα δίκαιά της και έτσι να φανώ αντάξιος της ευθύνης που ανέθεσε στους κατά καιρούς Μητροπολίτες της Δράμας η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία. Τον Δεκέμβριο του 2016 χαρήκαμε την χειρονομία της Λουθηρανικής Θεολογικής Σχολής του Σικάγου, η οποία μόλις πληροφορήθηκε την ιστορία του κώδικα 1421 που κατείχε, τον επέστρεψε στην μονή. Από την θέση αυτή ευχαριστώ βαθύτατα τον πρόεδρο της Σχολής Δρ. James Nieman για την βαθύτατα χριστιανική αυτή πράξη δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση σε όλους εκείνους που κατέχουν χειρόγραφα και κειμήλια της μονής. Ισόβια ευγνωμοσύνη οφείλω και προς το δικηγορικό γραφείο του κ. Γεωργίου Τσουγκαράκη στη Νέα Υόρκη και στους συνεργάτες του, για την ανιδιοτελή, πατριωτική και ελληνοπρεπή συμμετοχή τους στον αγώνα της δικαίωσης της μονής. Ούτε ένα δολλάριο δεν πήραν για τις προσφερθείσες υπηρεσίες των».

«Αφού επαινέσω και ευχαριστήσω τον συγγραφέα κ. Γεώργιο Παπάζογλου για την έμπονη από κάθε πλευρά τεκμηριωμένη επιστημονικά εργασία του, θα εκφράσω τον απεριόριστο σεβασμό μου στο πρόσωπο της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου. Ο Παναγιώτατος σταθερά και στιβαρά βρίσκεται σημαιοφόρος στον αγώνα, όπως έχει άλλωστε καθήκον και υποχρέωση, για την κληρουχία αυτή του Οικουμενικού Θρόνου.

Με δυναμικές –πλην όμως ευγενικές- παροτρύνσεις προς την βουλγαρική πολιτική ηγεσία χρόνια τώρα ζητά την αποκατάσταση. Αυτήκοος εγενόμην, κατά την τελευταία επίσημη στην Σόφια επίσκεψή του (7-10 Νοεμβρίου 2015), της προτροπής μπροστά στον εξοχώτατο τότε Πρόεδρο της Βουλγαρίας κ. Ρόσεν Πλεβνελίεφ, την στιγμή που του απένειμε το ανώτατο παράσημο του βουλγαρικού κράτους ενώ, και για λόγους αβρότητος, θα μπορούσε να σιωπήσει, μίλησε σθεναρά για το ζήτημα αυτό, με τόλμη και παρρησία. Εθαύμασα το μεγαλείο του πρώτου του Γένους και αισθάνθηκα υπερήφανος για τον μεγάλο αυτόν πνευματικό ηγέτη.

Δυστυχώς η ελληνική πλευρά αντί να πατήσει επάνω στο σταθερό αυτό βάθρο και να επανεκκινήσει την υπόθεση, απέτυχε δημοσιογραφικά να αναδείξει το γεγονός και το μεγαλείο των στιγμών που διαδραματίστηκαν στο προεδρικό μέγαρος της γείτονος χώρας. άλλη μια θλιβερή επιβεβαίωση της πνευματικής μας παρακμής και μικρότητας.

Ευχαριστίες εγκάρδιες οφείλω προς τον υπεύθυνο του εκδοτικού οίκου “Μυγδονία” κ. Αθανάσιο Καγιά και τους συνεργάτες του, για την άρτια επετειακή έκδοση και τον στολισμό του τόμου», πρόσθεσε ο Σεβασμιώτατος κ. Παύλος.

Ακόμη, επεσήμανε ότι «συνεχίζουμε τον αγώνα», καθώς έχουν εντοπιστεί 3-4 χειρόγραφα σε πανεπιστήμια της Αμερικής και γίνονται οι επαφές για την επιστροφή τους, ενώ ταυτόχρονα «προσπαθούμε να πείσουμε τους Έλληνες αξιωματούχους για τη Βουλγαρία που είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι». Παράλληλα, ανέφερε ότι έχει γίνει μελέτη αποκατάστασης της Μονής, με δωρεά της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, και αυτή η μελέτη «βρίσκεται στους προθαλάμους του ΚΑΣ» (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο).

 

«Επιβολή εθνικής παρουσίας μέσω της καταστροφής πολιτιστικών αγαθών»

 

Σε δηλώσεις του ο συγγραφέας του βιβλίου και Καθηγητής Πανεπιστημίου κ. Γεώργιος Παπάζογλου σημείωσε: «Συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη λεηλασία της Εικοσιφοινίσσης. Ήταν ίσως η μεγαλύτερη λεηλασία παγκοσμίως τον προηγούμενο αιώνα. Με βάση την ευκαιρία, η Μητρόπολη και ειδικότερα ο Σεβασμιώτατος ανέλαβε πρωτοβουλία πριν από 2-3 χρόνια να βγει ένας τόμος επετειακός ακριβώς για τη συμπλήρωση των 100 ετών. Σήμερα στην ουσία δεν τιμούμε, θυμόμαστε τα γεγονότα και προσπαθούμε μέσα από την μνήμη να προχωρήσουμε στην κατάσταση».

Περιγράφοντας τα γεγονότα ο κ. Παπάζογλου ανέφερε: «Αυτό που γίνεται στις μέρες μας στη Συρία, στην Παλμύρα, ή έγινε παλαιότερα, πριν από μερικά χρόνια, στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν, όπου διάφοροι προσπάθησαν μέσα από την καταστροφή πολιτιστικών αγαθών να επιβάλλουν τη δική τους παρουσία, την εθνική παρουσία. Αυτό έκαναν οι Βούλγαροι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και όχι μόνο στις αρχές, αλλά από το 1870 ως και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προσπάθησαν να αφελληνίσουν την περιοχή για να τονίσουν τη δική τους παρουσία και με βάση αυτό το πράγμα να έχουν μια έξοδο στο Αιγαίο, κυρίως μια έξοδο στο χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας, που τον θεωρούσαν προέκταση της κοιλάδας που φτάνει μέχρι τη Σόφια. Είναι κάτι που δεν νομίζω ότι έχει φύγει από το πίσω μέρος του μυαλού τους ως σήμερα». Ειδικότερα, μιλώντας για τα κλεμμένα κειμήλια της Μονής, ο κ. Παπάζογλου επεσήμανε: «Έχουν βρεθεί σε όλο σχεδόν τον κόσμο, αλλά ο κύριος κορμός συνεχίζει να υπάρχει στη Σόφια. Κειμήλια εκκλησιαστικά, χειρόγραφα, σκεύη, τα οποία προέρχονται από την Εικοσιφοίνισσα και συνεχίζουν να βγαίνουν σε δημοπρασίες από μεγάλους οίκους κειμήλια κλεμμένα από την Εικοσιφοίνισσα κυρίως, αλλά και από την περιοχή μας ευρύτερα».

Σχετικά με το αν υπάρχει προοπτική επιστροφής, ο κ. Παπάζογλου τόνισε: «Προοπτική να επιστρέψουν υπάρχει και για αυτό γίνεται αυτό που γίνεται σήμερα. Ήδη πριν από έναν χρόνο περίπου έγινε μια πρώτη επιστροφή, τουλάχιστον από αμερικανικό πανεπιστήμιο, με βάση κινήσεις που έχει κάνει ο Σεβασμιώτατος και ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο. Βοηθούμε, όσο γίνεται, στην ενημέρωση του συγκεκριμένου δικηγορικού γραφείου. Πιστεύουμε ότι θα έχουμε θετικά νέα τουλάχιστον για όσα έχουν πουληθεί και βρίσκονται σε αμερικάνικα πανεπιστήμια.

Τέλος, μιλώντας για την προσωπική του σχέση με την Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσης, ο κ. Παπάζογλου ανέφερε: «Η σχέση με το Μοναστήρι, όπως πιθανότατα όλων, ξεκινάει από τα παιδικά χρόνια, πόσο μάλλον που κείνα τα χρόνια, όταν εμείς πηγαίναμε στο σχολείο δεν ανέβαινε αυτοκίνητο. Όταν πρωτοανέβηκε αυτοκίνητο του ΚΤΕΛ έγινε υποδοχή του οδηγού ως να υποδεχθήκαμε αυτόν που πήγε στο φεγγάρι. Σε καιρούς δύσκολους πηγαίναμε στη Μονή. Οι πατεράδες μας σε πολύ δύσκολες εποχές έβρισκαν καταφύγιο στο Μοναστήρι. Υπάρχει ένας δεσμός, ένας σύνδεσμος και η ενασχόληση με το Μοναστήρι δεν είναι τωρινή. Το πρώτο χειρόγραφο το οποίο ανακάλυψα ήταν το 1982. Στη Βιέννη. Το χειρόγραφο στο οποίο τελευταίος υπέγραφε ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης, όταν ήταν εδώ Δεσπότης. Αυτό εκλάπη όχι από την Εικοσιφοίνισσα, αλλά από την Μητρόπολη της Δράμας τότε πάλι από τους Βούλγαρους και αυτό βρίσκεται τώρα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Σόφιας, στη Βιβλιοθήκη Κυρίλλου και Μεθοδίου».