ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

ΜΝΗΜΕΣ ΑΝΕΞΙΤΗΛΕΣ

«Τα άψυχα, όσο κι αν δεν μιλούν, όμως κρύβουν συναισθήματα»

 

Γεννήθηκα σ’ ένα τουρκόσπιτο σε καιρούς δύσκολους. Το είχε κτίσει ποιος ξέρει πότε ένας Τούρκος αγάς. Διώροφο με μεγάλο χαγιάτι και ευρύχωρο σαλόνι. Κεραμοσκεπές με χοντρά ημιπελεκημένα δοκάρια και ανατολικό προσανατολισμό. Αιωνόβιο πρέπει να ήταν, αφού το πάτωμα του δευτέρου ορόφου από την πολυχρησία έχασκε σε αρκετά σημεία του.

Στο ισόγειο είχε ένα υπνοδωμάτιο σανιδοστρωμένο με εντοιχισμένο τζάκι. Ήταν ταυτόχρονα και κουζίνα. Το άλλο μέρος το χρησιμοποιούσε η ξεριζωμένη από τα άγια χώματα του Πόντου οικογένεια του παππού μου παπά Αριστοτέλη Ηλιάδη από το Αντρεάντων Αμισού του Πόντου με τα παιδιά του Αφροδίτη και Γιώργο, δύο από τα οκτώ, που του έμειναν. Τα άλλα χάθηκαν στον Πόντο, όπως απειράριθμα άλλα βλαστάρια του Πόντου, ανηλεή θύματα των αιμοδιψών αλλοθρήσκων, έμειναν αλειτούργητα, βορά των ορνέων, προς δόξαν της πολιτισμένης ανθρωπότητας, που προέταξε οικονομικά της συμφέροντα από την ανθρωπιά.

Δεν έζησα για πολύ καιρό σε τούτο το μισοερειπωμένο σπίτι. Ο φιλόπονος πατέρας μου Καλλίστρατος με τη συμβία του Αφροδίτη έχτισαν με ιδρώτα και αίμα διώροφο πέτρινο σπίτι στο έμπα του χωριού. Εκεί πέρασα τα εφηβικά μου χρόνια. Όμως συχνά επισκεπτόμουν και το σπίτι, όπου γεννήθηκα. Εκεί εξακολουθούσε να διαμένει ο παππούς μου με την πρεσβυτέρα συμβία του Μαρία και το γιο του, το στερνοπαίδι του, τον Γιώργο. Το επισκεπτόμουν για να γεύομαι το νέκταρ των αναμνήσεών του από την αγιοτόκο Ανατολή. Και οι αναμνήσεις του δεν ήταν μόνο νέκταρ, ήταν και πικρότατο το φαρμάκι, που μάτωναν την εφηβική μου ψυχή.

Με γοήτευαν οι αναμνήσεις του, ηδείς και πικρές, γι’ αυτό και οδήγησαν τη σκέψη μου να τις καταγράψω. Ήταν ένας πακτωλός πονεμένης ιστορίας και ταυτόχρονα ερεθίσματα υπερηφάνειας για τον Ελληνισμό, που επί αιώνες υφίσταντο τη βαρβαρότητα των απολίτιστων ορδών της Ανατολής, όμως δεν λιποψύχησαν, στάθηκαν στητοί κι ολόρθοι διατηρώντας στη χόβολη της ψυχής τους τις δύο υψηλές αρετές: την ορθόδοξη πίστη και τον αγέραστο και ακμαιότατο Ελληνισμό. Και με τις δύο αυτές αρετές επιβιώσανε.

Κι ύστερα με τη συνέργεια των Δυνατών της Δύσης, άφησαν πίσω τους ιερά προσκυνήματα, ηρώων και μαρτύρων κοιμητήρια, ιερά τεμένη παιδείας, με κυρίαρχη

θεματική τη διδασκαλία της μουσικότατης ελληνικής γλώσσης και της πίστης στο θεό της αληθινής αγάπης.

Κι όλο τούτο το νέκταρ, αλλά και το κώνειο, που έρεε από το στόμα του ηδυεπούς παππού μου, το διατήρησα ανεξίτηλα στη μνήμη μου για να τα αποτυπώσω ως φοιτητής πια κατά τους θερινούς μήνες, όταν μου το επέτρεπε η ενασχόλησή μου με την καπνοκαλλιέργεια, στον πάνω όροφο της νεόδμητης κατοικίας μας.

Έφυγα αναγκαστικά από τη μόνιμη διαβίωσή μου στην πατρική κατοικία, λόγω διορισμού μου στην εκπαίδευση! Έχασα τη ζεστασιά του πατρικού σπιτιού. Ξένος σε ξένο σπίτι. Πόση ζεστασιά μπορείς να νιώσεις μ’ έναν άψυχο χώρο, με τον οποίο δεν σε συνδέουν ευχάριστες ή και δυσάρεστες μοιραία αναμνήσεις; Ο ήλιος του Ανηλιοχωρίου δροσερός φώτιζε τη ψυχή σου και της έδινε ζωντάνια, της έδινε έμπνευση για να την κάνεις ιστορίες στη διάθεση των συνανθρώπων σου.

Και τώρα η αυλή χορτάριασε κι ο κήπος με τα λιόδεντρα και τις ροδιές σκεπάστηκε με αγριόφυτα.

Ο παντοκαταλύτης χρόνος δεν λησμόνησε τη χωρίς έλεος επέλασή του. Αυτός είναι ο ωμός νόμος της ζωής, η φθορά, όταν χάνονται οι φωνές από το περιβάλλον. και μαζί κατακλύζει τη ψυχή από πόνο ανίατο. Αναγκαστική υπακοή στον πανίσχυρο και ανελέητο και παντοκαταλύτη χρόνο.

Αυτός είναι ο αξεθώριαστος νόμος της ζωής. Δεν έχεις παρά να πειθαρχήσεις στα κελεύσματά του.