ΑΡΘΡΟ
Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά
ATPL
AIRLINE PILOT
B737NG AIRBUS 320
Το κείμενο αυτό γράφεται μιας και η επίσημη Εκκλησιά της Ελλάδος για ακόμη μια φορά βάζει το δικό της αυτογκόλ, μιας και τα δικά της γαλουχημένα, γαλαντόμα και από καλές εύπορες και στοιχειοθετημένων αρχών τέκνα, αυτά τα παιδιά είναι που προφασίζονται εν αμαρτίες πολλές, συνδεδεμένες με την πανδημία στο όνομα της οποίας η Εκκλησιά φέρεται να αποτελεί έναν από τους μεγάλους κινδύνους μετάδοσης του ιού. Και ξαφνικά, άθελά μου, φαντάζομαι το τι θα γινόταν εάν ήταν στην Κυβέρνηση η «Πρώτη φορά Αριστερά», το τι συνάξεις, το τι κατάρες για τους άθεους Αριστερούς, το τι από άμβωνα πύρινοι λόγοι για τους κάπηλους της Θρησκείας. Και το βόλι ή το φιλί του Ιούδα ήρθε από το δικό τους παιδί ή καλύτερα από την «Δεξιά του Κυρίου», δηλαδή την Κυβέρνηση της Ν.Δ. Αυτό που με ενοχλεί ήταν, είναι και θα είναι η υποκρισία.
Διαβάστε το χρονολόγιο σχέσεων και τομών Κράτους και Εκκλησίας με γνώμονα την δίκη σας προσθετική γνώση σε ένα θέμα που επί δεκαετίες επί δεκαετιών έρχεται στην επικαιρότητα.
2.8.1829: Το ΙΑ’ Ψήφισμα της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους αποφασίζει ότι το Κράτος θα αναλάβει την εκκλησιαστική περιουσία και από τα έσοδά της θα διατίθενται ποσά «εις βελτίωσιν του Ιερατείου» και για την εκπαίδευση των νέων.
17.4.1833-2.5.1833: Η Εκκλησιαστική Επιτροπή, την οποία συγκρότησε ο αντιβασιλέας Georg Maurer, εισηγείται ένα σχέδιο απόσπασης της Εκκλησίας στην Ελλάδα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ίδρυσης αυτοκέφαλης Εκκλησίας του ελληνικού βασιλείου.
15.7.1833: Αρχίζει τις εργασίες στο Ναύπλιο Σύνοδος 22 Επισκόπων, την οποία συγκάλεσε με πρωτοβουλία της η Αντιβασιλεία, με συμμετοχή εν ενεργεία Ιεραρχών που βρίσκονταν μέσα στο ελληνικό βασίλειο, καθώς και Ιεραρχών διωγμένων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Σπυρίδων Τρικούπης παρουσιάζει τις προτάσεις της Αντιβασιλείας για δημιουργία αυτοκέφαλης Εκκλησίας, οι οποίες υπογράφονται από τους επισκόπους χωρίς γνώση και συναίνεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τις επόμενες ημέρες και άλλοι Επίσκοποι συνυπέγραψαν (οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν «εμπερίστατοι», διωγμένοι από τα οθωμανικά εδάφη).
23.7.1833: Η Αντιβασιλεία εκδίδει, χωρίς απόφαση του Οικουμενικό Πατριαρχείου, βασιλικό διάταγμα που ανακηρύσσει την «ανεξαρτησία» της ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, η οποία έχει πλέον δογματική και όχι διοικητική ενότητα με το
Οικουμενικό Πατριαρχείο. Καθορίζει ως διοικητικό αρχηγό της τον καθολικό βασιλέα Όθωνα, ενώ η Εκκλησία διοικείται πνευματικά από συλλογικό όργανο Επισκόπων (Ιερά Σύνοδο του Βασιλείου του Ελλάδος) και στις συνεδριάσεις του υποχρεωτικά παρευρίσκεται ο Βασιλικός Επίτροπος, καθώς «κάθε πράξης γενομένη εν απουσία του είναι άκυρος». Καμία απόφαση της Ιεράς Συνόδου δεν εκτελείται χωρίς την έγκριση της κυβερνήσεως. Η παρουσία της κυβέρνησης στις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου μέσω του Βασιλικού Επιτρόπου καταργήθηκε το 1977 με τον νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας (νόμος 590/1977). Η Εκκλησία βρίσκεται πλέον σε απόλυτη εξάρτηση από το Κράτος.
25.9.1833: Με διάταγμα της Αντιβασιλείας διαλύονται οι Ιερές Μονές που έχουν κάτω 6 μοναχούς και δημεύεται η περιουσία τους χωρίς αποζημίωση. Ο αριθμός τους υπολογίζεται από 426 έως 440 Μονές. Ο αντιβασιλέας Μaurer υπολόγιζε ότι το 1833 η έκταση της μοναστηριακής περιουσίας ανερχόταν στο 1/3 των «γαιών» της τότε ελληνικής επικράτειας. Προκαλούνται λαϊκές αντιδράσεις, ιδίως στην Πελοπόννησο, καθώς μοναχοί εκδιώκονται από τα μοναστήρια τους ή παραμένουν σε αυτά ως ενοικιαστές της κυβέρνησης, ιερά σκεύη εκποιούνται από το Κράτος και τα μοναστηριακά κτήματα περιέρχονται στις νομαρχίες.
1.12.1834: Η Αντιβασιλεία ιδρύει κρατικό φορέα (Εκκλησιαστήκαν Ταμείον) για τη διαχείριση της περιουσίας των διαλελυμένων Μονών.
29.6.1850: Το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχωρεί καθεστώς αυτοκεφαλίας και ιδρύει την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος με εδαφική δικαιοδοσία τα όρια του τότε ελληνικού βασιλείου (παλαιά Ελλάδα). Προβλέπει ότι η Εκκλησία αυτή θα πρέπει να διοικείται «ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως».
10.7.1852: Παρά την έκδοση του Πατριαρχικού Τόμου του 1850, η κυβέρνηση εκδίδει νόμους με αντίθετες ρυθμίσεις για τη διοίκηση της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος.
22.11.1875: Μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου των «Σιμωνιακών» από την Κυβέρνηση Χαρ. Τρικούπη, η Βουλή παραπέμπει σε δίκη 2 μέλη της προηγούμενης κυβέρνησης Δημ. Βούλγαρη (Υπουργούς Εκκλησιαστικών και Δικαιοσύνης Ιωάννη Βαλασόπουλο και Βασίλειο Νικολόπουλο) και τους Μητροπολίτες Κεφαλληνίας (Σπυρίδωνα Κομποθέκρα), Πατρών και Ηλείας (Αβέρκιο Λαμπίρη) και Μεσσηνίας (Στέφανο Αργυριάδη) με την κατηγορία ότι οι Υπουργοί δωροδοκήθηκαν από 4 υποψηφίους μητροπολίτες, ώστε να εκλεγούν στις 3 κενές Μητροπόλεις (Μεσσηνίας, Κεφαλληνίας, Πατρών). Καταδικάζονται σε ποινές φυλάκισης και προστίμου για τα αδικήματα της δωροδοκίας, εκβίασης και σιμωνίας (χειροτονίας με οικονομικό αντάλλαγμα). Οι τρεις Μητροπολίτες αργότερα παραιτήθηκαν (18.11.1877).
Οκτώβριος-Νοέμβριος 1901 (Ευαγγελικά): Η εφημερίδα Ακρόπολις δημοσιεύει σε συνέχειες την Καινή Διαθήκη μεταφρασμένη στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη. Φοιτητές παρακινούμενοι από καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών που υποστηρίζουν την καθαρεύουσα, ετοιμάζουν κινητοποιήσεις, καθώς θεωρούν βέβηλη την πρωτοβουλία της εφημερίδας. Γίνονται μεγάλες διαδηλώσεις στην Αθήνα.
3-4.11.1901: Οι διαδηλώσεις λαμβάνουν και πολιτικές διαστάσεις με τη συμμετοχή του κόμματος του Θεοδ. Δηλιγιάννη, και κατά τη διαδήλωση στους Στύλους Ολυμπίου Διός (7.11.1901) η Χωροφυλακή πυροβολεί το πλήθος, που προσπάθησε να κινηθεί προς την έδρα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, με νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Η εφημερίδα ζήτησε δημοσίως συγγνώμη, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Προκόπιος, όπως και η Κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη αναγκάσθηκαν να παραιτηθούν. Η
αναθεωρητική Βουλή προσέθεσε διάταξη στο Σύνταγμα του 1911 κατά την οποία απαγορεύεται η μετάφραση της Αγίας Γραφής χωρίς την άδεια της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και αργότερα στο Σύνταγμα του 1927 ότι απαιτείται και η άδεια της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος.
19.11.1909: Το κράτος ιδρύει δημόσιο φορέα, το Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείον, και ορίζει ως προσόδους του τα εισοδήματα των διατηρούμενων Μονών, που δεν διαλύθηκαν το 1833-1834, ενώ αποφασίζει και συγχωνεύσεις Μονών που είχαν τότε (1909) λιγότερους των έξι μοναχών. Δεν καταργείται ωστόσο το Εκκλησιαστικό Ταμείο του Όθωνα που κατέχει από το 1834 την περιουσία των διαλελυμένων 426 Μονών (μετονομάζεται σε Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο).
1916: Κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού, οι Μητροπολίτες χωρίζονται σε βενιζελικούς και βασιλόφρονες. Το Κίνημα Εθνικής Άμυνας (Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης) κατά τη διάρκεια του 1916 φυλακίζει, περιορίζει ή και εξορίζει αντιφρονούντες Επισκόπους σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, που έχει υπό τον έλεγχό του.
11.12.1916: Η «Εντολοδόχος Επιτροπή του Πανελληνίου Συνδέσμου Συντεχνιών» απευθύνει διά του τύπου πρόσκληση συμμετοχής του λαού και του κλήρου σε «Ανάθεμα» κατά του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Πεδίον του Άρεως. Η Ιερά Σύνοδος αποφασίζει ότι είναι αναρμόδια να εκδώσει απόφαση αφορισμού του Ελ. Βενιζέλου, αλλά επιτρέπει την παρουσία μελών της Ιεράς Συνόδου και του κλήρου της Αθήνας στη συμβολική τελετή λιθοβολισμού-αναθέματος κατά του Βενιζέλου (Πολύγωνο, 12.12.1916).
28.4.1917-10.5.1917: Ο Πρόεδρος της Προσωρινής Κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλος συγκαλεί στη Θεσσαλονίκη συνέλευση Επισκόπων (Συνέλευση Ιεραρχών της Νέας Ελλάδος) με συμμετοχή ιεραρχών κυρίως από τις Νέες Χώρες (Μακεδονία, Ήπειρο κ.λπ.) και την Κρήτη και λιγότερους από την υπόλοιπη Ελλάδα. Η φιλοβασιλική Ιερά Σύνοδος της Αθήνας δεν αναγνώρισε ως σύμφωνη με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας τη Συνέλευση Ιεραρχών της Νέας Ελλάδος και ξεκίνησε διαδικασίες πειθαρχικών διώξεων σε βάρος φιλοβενιζελικών κληρικών.
1917: Η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου αρνείται να ορκισθεί από τον φιλοβασιλικό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο και ορκίζεται από τον Αρχιμανδρίτη (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο). Ο Ελ. Βενιζέλος τροποποιεί τον καταστατικό νόμο της Εκκλησίας, εκδιώκει από τα καθήκοντά τους τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο και τους 4 Αρχιερείς, μέλη της Ιεράς Συνόδου, που ενέκριναν το Ανάθεμα, οι οποίοι εκτοπίζονται σε μοναστήρια όπου μένουν φρουρούμενοι. Η κυβέρνηση διόρισε νέα Ιερά Σύνοδο («αριστίνδην» Σύνοδο), μήνυσε όσους Αρχιερείς συμμετείχαν σε Αναθέματα στην Αθήνα και στις επαρχίες τους και συγκρότησε εκκλησιαστικό δικαστήριο με φιλοβενιζελικούς Επισκόπους, το οποίο τιμώρησε τους αντιφρονούντες Αρχιερείς.
29.12.1919: Η κυβέρνηση κηρύσσει ως απαλλοτριωτέα όλα τα τότε αγροτικά μοναστηριακά ακίνητα προκαλώντας αντιδράσεις της Εκκλησίας προς τον σκοπό αποκατάστασης των γεωργών, με πρόβλεψη αποζημίωσης σε προπολεμικές τιμές, η οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν καταβλήθηκε.
28.2.1920: Ψήφιση νέου Αγροτικού Νόμου (2052/1920), που επαναλαμβάνει τις απαλλοτριώσεις μοναστηριακών κτημάτων του 1917 και τις επεκτείνει σε όλη τη χώρα.
16.11.1920: Η νέα φιλομοναρχική Κυβέρνηση καθαιρεί τη φιλοβενιζελική Ιερά Σύνοδο και τον Αρχιεπίσκοπο Μελέτιο (Μεταξάκη), διορίζει νέα «αριστίνδην» Σύνοδο και επαναφέρει τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο. Διενεργούνται αντίστοιχες πειθαρχικές διαδικασίες σε βάρος των έκπτωτων φιλοβενιζελικών Επισκόπων, όπως έπραξαν και πριν το 1920 οι βενιζελικοί σε βάρος των φιλομοναρχικών Επισκόπων.
1922: Η Επαναστατική Κυβέρνηση αποφασίζει μαζικές απαλλοτριώσεις μοναστηριακών ακινήτων για την αποκατάσταση των προσφύγων. Απαλλοτριώνονται μεγάλα κτήματα, που δεν καταλήγουν ολόκληρα στους πρόσφυγες.
1926: Η Βουλή αναστέλλει το Σύνταγμα του 1911 και παραχωρεί όλες τις εξουσίες στον δικτάτορα Θ. Πάγκαλο, ο οποίος προβαίνει σε απαλλοτριώσεις περιουσιών Μονών χωρίς καταβολή αποζημίωσης.
(συνεχίζεται…)