ΧΑΡΑ ΚΕΦΑΛΙΔΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΤΑΞΗΣ ΠΑ.ΣΟ.Κ. – ΔΗΜΑΡ Ν. ΔΡΑΜΑΣ

Συνέντευξη παραχώρησε την Παρασκευή 4 Αυγούστου η Βουλευτής Δράμας Χαρά Κεφαλίδου στο διαδικτυακό ραδιόφωνο της ΕΡΤ «Φωνή της Ελλάδος» και την εκπομπή «H Ελλάδα στον κόσμο», με τους δημοσιογράφους Γ. Διονυσόπουλο και Θ. Ψαλιδόπουλο.

Ακολουθούν τα κύρια σημεία της συνέντευξης:

-Σχετικά με την κατάθεση και ψήφιση των νομοσχεδίων μετά την αξιολόγηση

Η τελευταία μέρα λειτουργίας της Βουλής κλείνει με ένα μπαράζ νομοθετημάτων. Μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης η Κυβέρνηση προσπαθεί να αλλάξει ατζέντα με νομοσχέδια που πιστεύει ότι μπορούν να αναδείξουν την πολιτική της πρόταση. Φέρνει στη Βουλή σωρεία νομοθετημάτων και τροπολογιών που η προχειρότητά τους τρομάζει και αιφνιδιάζει ακόμη και τις ομάδες των πολιτών στις οποίες απευθύνεται. Θυμίζω την αποκαλυπτική φράση του κου Γαβρόγλου «ούτε βήμα πίσω από το νομοθέτημά μας» προσπαθώντας να επιβάλλουν τη δική τους ατζέντα.

Ήταν πολιτική απόφαση της Κυβέρνησης ο χρόνος που χρειάστηκε για να κλείσει η αξιολόγηση η οποία θα έπρεπε να έχει κλείσει ένα χρόνο πριν.

Κανείς δεν πρέπει να μηδενίζει κάποια θετικά πράγματα που μπορεί να έχουν καλύτερη προοπτική συνολικά για τη χώρα και με σωστούς χειρισμούς. Το γεγονός ότι βγήκαμε στις αγορές, το ότι χαλαρώνουμε τα capital controls είναι ένα θετικό σήμα. Όμως αυτό πρέπει να έχει συνέχεια και σταθερότητα γιατί απευθυνόμαστε σε έναν λαό που οκτώ χρόνια τώρα έχει κάνει φιλότιμες προσπάθειες για να κάνουμε ένα βήμα μπρος.

Δεν μπορούμε να νομοθετούμε ερήμην κάποιων δεδομένων. Δηλαδή ο καθαρός πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών έχει υποχωρήσει κατά 40% και έχουν αυξηθεί οι ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά 330 εκ.ευρώ – ουσιαστικά αυτά που χρωστάει το Ελληνικό Δημόσιο στους ιδιώτες. Όλα αυτά πρέπει να τα συνεκτιμούμε, να βλέπουμε τις θετικές κινήσεις αλλά και την κοινωνία στην οποία απευθυνόμαστε, ρημαγμένη από τη φοροκαταιγίδα που έχει επιβάλει αυτή η Κυβέρνηση, με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και ένα ασφυκτικό οικονομικό πλαίσιο.

Αυτό που ζούμε τώρα τελευταία είναι μια προσπάθεια ενόψει της ΔΕΘ να μπορέσει ο κ. Τσίπρας να δείξει ότι το παράλληλο πρόγραμμα που έχει αυτή η Κυβέρνηση, της «πρώτης φοράς Αριστεράς» μπορεί να υλοποιηθεί.

Δεν πρέπει να ξεχνάτε τα προβλήματα που έχει αυτή η Κυβέρνηση. Έχει ένα συνέταιρο, τον κ. Καμμένο, ο οποίος έχει δημιουργήσει ουκ ολίγα προβλήματα το τελευταίο διάστημα. Το μεγάλο ερωτηματικό πώς θα συνεχίσει να πορεύεται η Κυβέρνηση αυτή, είναι κάτι που θα το δούμε στην πορεία.

Το τοπίο που διαμορφώνεται από το φθινόπωρο είναι πολυπαραγοντικό με δύσκολες εξισώσεις που πρέπει να λυθούν.

-Για το γενικότερο ευρωπαϊκό κλίμα και τις γερμανικές εκλογές

Οι γερμανικές εκλογές, εδώ και πάρα πολύ καιρό, ξέρουμε ότι δε θα αλλάξουν σε τίποτα τις εξελίξεις σε σχέση με την Ελλάδα και τα δικά μας προβλήματα. Αυτό είχε πέσει στο τραπέζι για συζήτηση όταν ο κ. Τσίπρας, αυταπατώμενος για άλλη μια φορά, θεωρούσε ότι μια αλλαγή σκυτάλης στη Γερμανική Διοίκηση θα μπορούσε να σημαίνει «ευνοϊκότερους όρους σε σχέση με το Ελληνικό ζήτημα».

Οι ευρωπαϊκές στρατηγικές είναι εθνικές. Στη Γερμανία όποιος κι αν εναλλάσσεται στην εξουσία, υπάρχει μια εθνική στρατηγική. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η Ευρώπη δεν αλλάζει, έχει συγκεκριμένους κανόνες και συγκεκριμένο πλαίσιο λειτουργίας με το οποίο συνεννοείται και διαπραγματεύεται. Δε μπορεί η Ελλάδα κάθε φορά να αιφνιδιάζεται. Με αυτούς τους όρους πρέπει να πορευτούμε και εμείς τηρώντας τις υποσχέσεις μας.

-Για τη συνεργασία του γερμανικού SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Γερμανικό Κόμμα) στον ευρωπαϊκό ορίζοντα και της ΔΗΣΥ

Μη θεωρείται ότι αυτό είναι τυχαίο. Έχει γίνει πολύ μεγάλη προσπάθεια από τη μεριά της ΔΗΣΥ σε επίπεδο ευρωπαϊκών συμμαχιών. Το SPD και η ΔΗΣΥ ανήκουμε στη μεγάλη οικογένεια των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών. Έχουν γίνει πολλές παρεμβάσεις από την κα Γεννηματά και αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η χώρα μας από τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές.

Η τάση συνεννόησης των σοσιαλιστικών ευρωπαϊκών δυνάμεων με αυτές της αριστεράς είναι κάτι που δεν ισχύει στην Ελλάδα. Η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι επέλεξε τη συνεργασία με την παράταξη των ΑΝΕΛ δημιουργώντας ένα εθνικολαϊκιστικό μόρφωμα.

Βλέπουμε τις αμφισημίες που υπάρχουν στους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σε επίπεδο νομοθετικού έργου. Στα θέμα της ιθαγένειας, του μεταναστευτικού, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της ίδρυσης ή μη τζαμιού. Ας αποφασίσει ο ΣΥΡΙΖΑ τι ακριβώς θέλει να είναι. Έξω με ευρωπαϊκό προφίλ και στην Ελλάδα με εθνολαϊκιστικό, μπερδεύοντας ακόμα και τους ψηφοφόρους του.

-Για την Κεντροαριστερά

Η κρίση έχει καταρρακώσει τη μεσαία τάξη, έχει διαλύσει το χώρο των μικρομεσαίων, των ελεύθερων επαγγελματιών, των επιστημόνων, των αγροτών. Αυτή είναι η βάση στην οποία στηρίχτηκαν τα σοσιαλιστικά κόμματα για να απευθυνθούν, να νομοθετήσουν.
Η κρίση τα έχει ανατρέψει όλα αυτά. Πρέπει να ξαναδιαβάσουμε τους καινούργιους όρους, την κοινωνία και την οικονομία. Χρειάζονται νέες προσεγγίσεις και συντεταγμένες κινήσεις στα μεγάλα θέματα.

Μέχρι τώρα υπήρχαν καθυστερήσεις, τριβές, ασυνεννοησίες. Μετά το πρόσφατο Συνέδριο έχει μπει ένα πλαίσιο, ένα χρονοδιάγραμμα για τη δημιουργία μιας ενιαίας προοδευτικής παράταξης που την έχει ανάγκη η χώρα και ο κόσμος. Ανάμεσα σε έναν καταστροφικό ΣΥΡΙΖΑ και μια συντηρητική Νέα Δημοκρατία. Εκεί έχουμε το μεγάλο ατού ότι συμμετέχει σε όλο αυτό το εγχείρημα ο συνταγματολόγος κ. Αλιβιζάτος πο υμε την προσωπική του ιστορία λειτουργεί καταλυτικά στο να υπάρχει διαφάνεια.

Το τελευταίο διάστημα οι Συνταγματολόγοι είναι πολύ χρήσιμοι, όπου η διάκριση των εξουσιών και ο τρόπος με τον οποίο η Κυβέρνηση πορεύεται, τους καταστούν απαραίτητους και χρήσιμους για το επόμενο χρονικό διάστημα.

-Για το θέμα ηγεσίας του χώρου της Κεντροαριστεράς

Το εγχείρημα της Κεντροαριστεράς είναι δύσκολο και σύνθετο. Θέλει μεγάλη προσπάθεια από όλους με φρέσκο και σαφή πολιτικό λόγο, στα ζητούμενα της Ελλάδας του 2017, μετά από οκτώ χρόνια κρίση.

Δεν είναι αμελητέο το ποιος θα σηματοδοτήσει ως επικεφαλής την καινούργια πορεία, όμως το πιο σημαντικό είναι τι έχεις να πεις στον κόσμο, πώς θα λύσεις τα προβλήματά του σε μια εξαιρετικά δύσκολη καθημερινότητα, με υψηλά ποσοστά ανεργίας στους νέους που φεύγουν στο εξωτερικό με ανησυχητικούς ρυθμούς.