ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
«Αυτή η γη δεν έμεινε σε κανένα και σ’ εμάς θα μείνει;» (θυμόσοφος λαϊκός λόγος)
Πρωτάκουσα τον παροιμιακό αυτό λόγο όντας έφηβος από τα χείλη του αείμνηστου παππού μου, ιερέα Αριστοτέλη Ηλιάδη, θύμα της ανελέητης και τραγικής Μικρασιατικής καταστροφής. Και ήταν ο λόγος του κατακλείδα σε μια μακρά συζήτηση, που είχε μ’ έναν ξεριζωμένο συγχωριανό του.
Προκομμένοι κι οι δυο εκεί στον ευλογημένο κι αγιασμένο Πόντο, ήρθαν στη μητέρα Ελλάδα με την ψυχή χιλιοπληγωμένη απ’ όσα απάνθρωπα και βάρβαρα έζησαν από τους ανελέητους νεοτούρκους.
Άπληστος ο Σουρμενίτης μπόρεσε με την υπομονή, επιμονή και κυρίως την εργατικότητά του ν’ αποκτήσει ένα κτήμα, που μέσα σε λίγα χρόνια το έκανε έναν μικρό παράδεισο. Είχε μέσα όλα τα καλούδια, που συχνά τα μοίραζε στους γείτονές του. Ποτέ δεν διανοήθηκε να εκμεταλλευθεί συνάνθρωπό του. Ό,τι κατάφερε, το κατέφερε με τον ιδρώτα του. Είχε κερδίσει τον σεβασμό των συντοπιτών του. Λόγος πικρός δεν έβγαινε από το στόμα του. Και το πάθος του κι η εργατικότητα, που κάποτε έφτανε στα όρια της υπερβολής.
Αυτό το πάθος του το γνώριζε καλά ο παπα Αριστοτέλης, γι’ αυτό και του εξέφρασε το θυμόσοφο λόγο καθώς ο Σουρμενίτης ονειρευόταν να στήσει ένα νέο κτήμα στη νέα του πατρίδα. Γράμματα αρκετά ξέρεις, του έλεγε. Σκέψου πόσοι πέρασαν από αυτή τη γη, την αγάπησαν, τη λάτρεψαν, την πόνεσαν, την καταπόνησαν και καταπονήθηκαν μαζί της. Κάποιοι με τη βία και το αίμα σφετερίστηκαν και τη γη, που ανήκε σε άλλους. Στέρησαν ακόμη και την μπουκιά από το στόμα των άλλων και ετσιθελικά τους οδήγησαν στην πείνα, την εξαθλίωση και την ταπείνωση. Τους έκαναν ψωμοζήτες, ενώ εκείνοι είχαν στο τραπέζι τους και του πουλιού το γάλα, που λέει και ο λόγος.
Πίστεψαν πως περνούσαν τις πιο ευτυχισμένες ημέρες της ζωής τους. Η έγνοια τους ήταν κυρίως στο πώς θα ικανοποιήσουν το σαρκίο τους. Πέτρωσαν τη ψυχή τους και έδωσαν την ευκαιρία στα πάθη τους να θεριέψουν! Έχτισαν μέσα τους έναν κόσμο απατηλής ευτυχίας, έγιναν αλαζονικοί, περιφρόνησαν όσους δεν στάθηκαν τυχεροί να καρπωθούν την ύλη, όσους δεν μπόρεσαν να ικανοποιήσουν την ψευδαίσθητη χαρά του στομάχου.
Και όμως το κύλισμα των χρόνων διέψευσε την απατηλή ευτυχία τους. Διαπιστώσανε πως χτίσανε παλάτια στην άμμο. Πώς ό,τι κέρδισαν με αθέμιτο τρόπο είναι προσωρινή κατάκτηση. Ήταν μια φενάκη, που γρήγορα θρυμματίστηκε κι έγινε σκόνη.
Γι’ αυτό, λοιπόν, φίλε Σουρμενίτη, μην είσαι πλεονέκτης. Αρκέσου σ’ όσα σου αρκούν για να ζήσεις υποφερτά. Και ξέρε το καλά πως τούτη η γη δεν μας ανήκει. Απλώς τη δανειζόμαστε για λίγους χρόνους. Κι ύστερα τη χάνουμε.