ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

 

  • Απ’ όσα θυμάμαι

 

«Έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» (Αριστοτέλους, Ποιητική VI, 2-3)

Μνήμες ευχάριστε και γοητευτικές μου ξύπνησε η ανακοίνωση του προγράμματος των παραστάσεων αρχαίου δράματος από το Φεστιβάλ Φιλίππων, που φέτος το καλοκαίρι κλείνει αισίως εξήντα χρόνια ζωής.

Ειλικρινά νιώθω βαθιά συγκίνηση και ταυτόχρονα αναπόληση, που γυρίζω σχεδόν μισό αιώνα πίσω. Ήταν τότε, που ως διορισμένος στη Μέση Εκπαίδευση συνέχισα τη συνεργασία μου με τις τοπικές εφημερίδες (ΠΡΩΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ, ΘΑΡΡΟΣ, ΑΚΡΙΤΑΣ) αναλαμβάνοντας να παρουσιάζω, κοντά στα άλλα δημοσιεύματα, και τις θεατρικές παραστάσεις του Φεστιβάλ Φιλίππων, εφοδιασμένος με το πολύπτυχο των προσκλήσεων το οποίο μού παρείχαν οι πιο πάνω εφημερίδες.

Λόγω της φύσεως των σπουδών μου (κλασικός φιλόλογος) είχα ιδιαίτερη αδυναμία στη μελέτη του θείου τραγικού λόγου και απαλλαγμένος από οικογενειακές υποχρεώσεις παρακολουθούσα όλες τις παραστάσεις (άγαμος ακόμη γαρ τότε).

Κατά το διάστημα αυτό είχα την ευτυχία να γνωρίσω τους υπέροχους εκφραστές και παρουσιαστές του θείου τραγικού λόγου με αρκετούς από τους οποίους είχα συνδεθεί φιλικά (Θάνος Κωτσόπουλος, Ντόρα Τσάτσου – Συμεωνίδου, Άννα Συνοδινού, Κωστής Μιχαηλίδης, Διονύσης Καλός, Γιώργος Πάτσας, Βασίλης Κγόπης, Άννα Ραυτοπούλου, Σμαρώ Γαϊτανίδου, Νίκος Βρεττός κ.α.).

Παρακολουθώντας λοιπόν τις παραστάσεις και συνομιλώντας στα παρασκήνια με τους άριστα ενσαρκωτές των ρόλων συνειδητοποίησα ακόμη περισσότερο την τεράστια σημασία, την οποία έχει το αρχαίο δράμα για την παιδεία του ανθρώπου και την θαυμάσια καλλιέργεια της ψυχής του, όπως πολύ σοφά επισήμανε ο πανεπιστήμων Αριστοτέλης στον ορισμό της τραγωδίας (…δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν).

Και αναλογιζόμουν πόσο σοφά είχαν αποφασίσει οι Αθηναίοι του χρυσού αιώνα να καθιερώσουν τα θεωρικά, δηλαδή το αντίτιμο εισιτηρίου στο θέατρο αρχικά για τους φτωχούς πολίτες, ενώ στη συνέχεια επεκτείνανε τη χορήγηση σ’ όλους τους πολίτες, αφού είχε καταστεί κοινή διαπίστωση ότι η παρακολούθηση των θεατρικών δραμάτων συνέβαλε αποφασιστικά όχι μόνο στην απόλαυση ποιότητας, αλλά και στην ηθική ωφέλεια καθώς και στην προσφορά παιδείας υψηλής, αφού το θέατρο ως λόγος ήταν ένα σχολείο υψηλών προδιαγραφών, όπως και όλη η Αθήνα του Περικλή. Και αυτά τα χρήματα, θωρακισμένα με νόμο, που επέσυρε την ποινή του θανάτου για οποιαδήποτε άλλη χρήση, ο σωβινιστής και φιλοπόλεμος Δημοσθένης πρότεινε με μισόλογα να χρησιμοποιηθούν για την εκστρατεία εναντίον του Βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β’.

Κατά την αδιάλειπτη παρακολούθηση των θεατρικών παραστάσεων και τη συνομιλία μου με τους πρωταγωνιστές διαπίστωσα ότι διακατέχονταν από παράπονο και πικρία για τη χολή, που διατύπωναν εναντίον του Φεστιβάλ Φιλίππων κονδυλοφόροι των Αθηνών, αρκετοί από τους οποίους καταφεύγανε σε υποτιμητικά δημοσιεύματα με σκοπό να καλλιεργήσουν την απογοήτευση και στη συνέχεια τον αφανισμό του θεσμού. Λες και η Βόρειος Ελλάς ήταν το αποπαίδι έναντι της υδροκέφαλης Αθήνας και συνεπώς δεν τις ταίριαζε ένας ανεξάρτητος και αυτοτελής θεσμός, όπως ήταν το Κ.Θ.Β.Ε..

Δεν το κρύβω πως μια τέτοια κακόψυχη και μικρόψυχη συμπεριφορά με ενοχλούσε αφάνταστα, για αυτό και αγωνιζόμουν με όπλο την ταπεινή μου γραφίδα όχι για να λιβανίσω τους πρωταγωνιστές ούτε και από σωβινισμό, αλλά για να θωρακίσω μιαν αναμφίλεκτη αλήθεια ότι το Κ.Θ.Β.Ε. πορευόταν σ’ έναν σωστό δρόμο, που προοιώνιζε ότι θα επιζήσει. Και όντως επέζησε ξεπερνώντας τον μισό αιώνα και προσφέροντας υπηρεσία αξιόλογη στους Βορειοελλαδίτες Έλληνες.

Ήταν και είναι συγκινητικό να βλέπεις σε κάθε παράσταση κατάμεστο ένα παιδευτικό θεατρικό χώρο, που κτίστηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β’, εμφορούμενο από υψηλή παιδεία και τον χαρακτήριζε βάρβαρο ο μυωπικός ρήτορας Δημοσθένης, ο διακατεχόμενος από το σύμπλεγμα της αρρωστημένης ανωτερότητας.

Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω στη συνέχεια σύντομα αποσπάσματα από τα δημοσιεύματά μου. Έτσι, παρακολουθώντας την τραγωδία «Φοίνισσες» του σκηνικού φιλοσόφου Ευριπίδη, έγραφα: «Το Κ.Θ.Β.Ε. προσφέρει για δέκατη χρονιά την επίζηλη πνευματική του τροφή στο λαό της Βορείου Ελλάδος. Ο θεσμός του Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου έχει γίνει πλέον ανάγκη επιτακτική πνευματικής προσφοράς. Ποιοτικά ανεβασμένο κάθε χρόνο κατακτά διαρκώς και περισσότερους θαυμαστές, οι οποίοι σπεύδουν από τόπους, που απέχουν εκατοντάδες χιλιόμετρα να παραστούν στην ιεροτελεστία, που γίνεται κάθε καλοκαίρι στα αρχαία θέατρα Φιλίππων και Θάσου…».

Και αναφερόμενη στους συντελεστές της παράστασης έγραφα: «Ο τύπος του εξορίστου Αθηναίου, που υποφέρει σκληρά, δόθηκε με πολλή επιτυχία από τον ταλαντούχο νεαρό Καρέλλη (Πολυνείκης), ενώ το ρόλο του Ετεοκλή παρουσίασε ανάγλυφα ο Ανδρέας Ζησιμάτος. Η προικισμένη με θεατρικό τάλαντο Σμαρώ Γαϊτανίδου έδωσε απτά δείγματα του πόσο έντονα ζει το θεατρικό ρόλο».

Παρακολουθώντας τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη έγραφα: «Εξαιρετική επιτυχία σημείωσε η παρουσίαση των “Βατράχων”. Συντελεστής ο Κωστής Μιχαηλίδης (σκηνοθέτης), ενώ ο Διονύσιος Καλός απέδειξε ότι είναι προσοντούχος κωμικός υποσχόμενος πολλά. Ο κορυφαίος Πέτσος δεν παύει να αποτελεί μονάδα υπολογίσιμη για το Κ.Θ.Β.Ε.».

Θα κλείσω, χωρίς τη διάθεση για καύση λιβανωτού, με τα ακόλουθα για την προσφορά του Κ.Θ.Β.Ε.. «…Η θέληση, η εργατικότητα, η ευσυνειδησία και η συναίσθηση της ιερότητας ης αποστολής χαλύβδωσαν την ψυχή των ανθρώπων του Κ.Θ.Β.Ε.. Και δεν ήταν δυνατόν να μην παγιωθεί ο θεσμός αυτός, αφού, όπως πολύ εύστοχα δήλωσε ο τιτάνας του τραγικού λόγου Θάνος Κωστόπουλος, το Κ.Θ.Β.Ε. οργώνει όλη τη Β. Ελλάδα και προσφέρει στο κοινό ό,τι πολυτιμότερο…».

Δεν θα ήθελα να επεκτείνω άλλο την αναφορά μου στο Κ.Θ.Β.Ε.. Θα τονίσω όμως με πλήρη επίγνωση των όσων παραθέτω ότι οφείλει η Β. Ελλάς πολλά στο θέατρό της, που ξεπερνώντας τα πρώτα δειλά βήματα, κατόρθωσε να σταθεί στητό κι ολόρθο στους κακόψυχους βοριάδες. Έτσι θέλουμε να πορεύεται στο διάβα του χρόνου.