ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
Ο παπα Αρίστος από το Αντρεάντων της Αμισού του Πόντου, παρά το περασμένο της ηλικίας του, ξεριζωμένος με τη συνέργεια των Δυνατών από τα αγιασμένα και μυρωμένα χώματα της Αγιοτόκου Ανατολής, αφού κατάφερε δυο φορές να γλυτώσει από το μαχαίρι των αλλοπίστων, γιατί επέμενε να ομολογεί πίστη στο Θεό της Αγάπης και να ομιλεί τη γλώσσα την ελληνική, βγήκε στην Ωραία Πύλη για το «Δεύτε λάβετε φως…».
Και οι πιστοί, που από νωρίς είχαν κατακλύσει την εκκλησία, έσπευσαν σεμνά και με συγκίνηση και κρατώντας με ευλάβεια τη λευκή τους λαμπάδα, λευκή σαν την χιλιοπληγωμένη ψυχή τους, Ανατολίτες όλοι, να λάβουν το Άγιο Φως. Ύστερα ασπάζονταν ο ένας τον άλλο, ενώ οι γεροντότεροι δέχονταν τα χειροφιλήματα των νεωτέρων.
Πολύτεκνος ο παπα Αρίστος άφησε βορά των αγριμιών τα τέσσερα από τα έξι παιδιά του, αφού τα μνημόνευσε για τελευταία φορά με σπαραγμό ψυχής. Έφερε μαζί του μόνο δύο. Μα το μυαλό του ήταν εκεί. Τα μνημόνευε συχνά και τα καυτά δάκρυα του χάνονταν στα πυκνά πολιά του γένεια.
Ήταν της μοίρας του, αφού γύρισε διάφορους τόπους της μάνας πατρίδας, να εγκατασταθεί στο Ανηλιοχώρι, απ’ όπου μόλις είχαν φύγει μ’ όλη τους την άνεση οι αλλόπιστοι παίρνοντας μαζί τους ακόμη και τα γατιά τους.
Αν και χιλιοπληγωμένη η ψυχή του δεν το έβαλε κάτω. Στο ερειπωμένο τζαμί – τζαμί είχαν κάνει τη βυζαντινή μονόχωρη εκκλησιά του Ανηλιοχωρίου οι μεμέτηδες- μάζευε τις Κυριακές το ποίμνιό του και, αφού λειτούργησε, ευλογούσε τον καθένα χωριστά, συνοδεύοντας την ευλογία του πάντα με τον καλό του λόγο: «Μην το βάζετε κάτω, ο Θεός είναι μεγάλος. Θα τα καταφέρουμε. Μόνο αγάπη να έχετε μεταξύ σας και να βοηθάτε ο ένας τον άλλο. Υπομονή και πίστη».
Ασφυκτιούσε στο σχεδόν ερειπωμένο «τζαμί» ο παπα Αρίστος. Και παρά τη φτώχεια των πιστών έβαλε στο μυαλό του να χτίσει καινούργιο ναό. Τους μάζεψε όλους μια Κυριακή, μετά τη θεία λειτουργία και τους έκανε γνωστή τη σκέψη του. Δεν το θέλει ο Θεός να προσευχόμαστε σε μαγαρισμένο τόπο. Πρέπει να του χτίσουμε καινούργιο σπίτι, τους είπε. Τον άκουσαν με συγκίνηση. Μας πώς θα τα καταφέρουμε, του είπε ο γεροντότερος, ο Όξελης ο Ιορδάνης, αντάρτης φοβερός στον Πόντο, που οι Τούρκοι στο άκουσμα και μόνο του ονόματός του, το έβαζαν στα πόδια; Γι’ αυτό και του κόλλησαν το παρωνύμι «Ντελή Γιορδάνης». –Θα μπω μπροστά κι εσείς σ’ ό,τι μπορείτε, βοηθήστε! Συμφώνησαν. Άλλος θα έσκαβε τα θεμέλια, άλλος θα έφερνε τις πέτρες, άλλος θα έκανε τον χτίστη. Κι ο παπα Αρίστος πήρε τον τρίχινο σάκκο του και κατηφόρισε προς την πολιτεία. Επισκέφθηκε όσους γνώριζε από την πατρίδα καλοστεκούμενους. Κι εκείνοι δεν του αρνήθηκαν τη συνδρομή. Γύρισε με το βαλάντιο αρκετά γεμάτο. Τους το ανακοίνωσε με χαρά. Κι εκείνοι πήραν τα’ απάνω τους και το ‘ριξαν στην δουλειά. Οι γυναίκες έστησαν τα καζάνια για τα μαστόρια. Μαγείρευαν κάθε μέρα και φούρνιζαν.
Κάποιες φέρανε τα χρυσά τους σκουλαρίκια. Κι ο καθένας ό,τι μπόρεσε έφερε.
Κι άλλο ταξίδι στη γειτονική τώρα πολιτεία. Εξασφάλισε τα ξύλα, τον ασβέστη και τα κεραμίδια. Το έργο προχωρούσε με περισσότερο ζήλο. Έπρεπε να δώσουν χαρά στο Θεό της Αγάπης και το πέτυχαν. Του έκαναν σπίτι ζηλευτό. Φώναξαν και τον Δεσπότη να κάνει τα εγκαίνια. Κι έκαναν μετά πανηγύρι. Κι ο παπα Αρίστος με την καρδιά ζεστή, πέρασε από κάθε σπίτι και το άγιασε ατενίζοντας το δάκρυ, που κυλούσε αθόρυβα στο ρυτιδωμένο πρόσωπο των αγιασμένων.
Η αγάπη θέριεψε, οι όποιες μικροδιαφορές εξαφανίστηκαν. Και το νέο σπίτι του Θεού γέμιζε τις γιορτές και τις Κυριακές. Και το Πάσχα με το κόκκινο αβγό και την άσπρη λαμπάδα προσέρχονταν ευλαβικά για να δεχτούν το σώμα και το αίμα του Κυρίου, ύστερα από αυστηρή νηστεία σαράντα ημερών.
Κάποιοι επιδίδονταν στην αβγομαχία. Σωστό πανηγύρι, που κρατούσε μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Έτσι έκαναν και στην αγιασμένη πατρίδα! Έτσι έπρεπε να κάνουν και στο Ανηλιοχώρι. Η μνήμη καλά κρατούσε. Μα ο πόνος πόνος. Δεν είναι εύκολο να ξεπατριδεύσεις ύστερα από τρεις χιλιάδες χρόνια. Η αμαρτία στο λαιμό των Δυνατών, των δήθεν φίλων και θαυμαστών της χώρας του φωτός. Των Δυνατών που πάνω απ’ όλα βάζουν το υλικό συμφέρον. Η φιλία μόνο στα χαρτιά. Στην πράξη το ξεζούμισμα των αδυνάτων.
Δυστυχώς αυτή είναι η μοίρα των Μικρών να ζουν ανάδελφοι, όταν έχουν το μυαλό έξω από το κρανίο.