Ο Σακχαρώδης Διαβήτης είναι ένα πολύ σοβαρό μεταβολικό νόσημα.
Η εμφάνιση της πάθησης συμβαίνει όταν ο οργανισμός δεν μπορεί να αξιοποιήσει σωστά τα επίπεδα γλυκόζης, παράγοντας ενέργεια, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν ελεύθερα στο αίμα. Χωρίς θεραπεία τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα είναι ικανά να προκαλέσουν σοβαρές επιπλοκές στην υγεία.
Τύποι Σακχαρώδη Διαβήτη
Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου Ι
Ένα 10% των ανθρώπων που πάσχουν από διαβήτη, έχουν Τύπου Ι.
Πρόκειται για μια αυτοάνοση πάθηση, όπου το ίδιο το σώμα καταστρέφει τα κύτταρα που παράγουν ινσουλίνη, προκαλώντας γρήγορη αύξηση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα.
Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου ΙΙ
Ένα 90% των ανθρώπων που πάσχουν από διαβήτη, έχουν Τύπου ΙΙ.
Σε αυτή την κατηγορία, ο οργανισμός είτε παράγει ινσουλίνη που όμως δεν λειτουργεί σωστά, είτε δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη, με αποτέλεσμα η γλυκόζη να συσσωρεύεται στο αίμα.
Επιπλοκές του Σακχαρώδη Διαβήτη
Ο διαβήτης συνδέεται με μια σειρά επιπλοκών. Αυτές οι επιπλοκές είναι ευρείες και οφείλονται στη χρόνια αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, γεγονός που οδηγεί σε βλάβη των αγγείων.
Οι επιπλοκές που προκύπτουν, ομαδοποιούνται σε δυο κατηγορίες.
Την κατηγορία των «μίκρο-αγγειακών νοσημάτων».
Η κατηγορία αυτή αφορά τις βλάβες που προκαλούνται στα μικρά αιμοφόρα αγγεία.
Οι μικροαγγειακές επιπλοκές περιλαμβάνουν:
- την ασθένεια των ματιών, που ονομάζεται αμφιβληστροειδοπάθεια,
- τη νεφρική νόσο, που ονομάζεται νεφροπάθεια
- τη νευρική βλάβη, που ονομάζεται νευροπάθεια
Την κατηγορία των «μάκρο-αγγειακών νοσημάτων»
Η κατηγορία αυτή αφορά τις βλάβες που προκαλούνται στις αρτηρίες
Οι κύριες μακροαγγειακές επιπλοκές περιλαμβάνουν:
- επιταχυνόμενη καρδιαγγειακή νόσο, με αποτέλεσμα το έμφραγμα του μυοκαρδίου
- εγκεφαλοαγγειακές παθήσεις, που εμφανίζονται ως εγκεφαλικά επεισόδια
Παρόλο που η υποκείμενη αιτιολογία παραμένει αμφιλεγόμενη, με το διαβήτη συνδέεται επίσης η δυσλειτουργία του μυοκαρδίου, η οποία εμφανίζεται ανεξάρτητα από αθηροσκλήρωση. Άλλες χρόνιες επιπλοκές του διαβήτη είναι η κατάθλιψη, η άνοια και η σεξουαλική δυσλειτουργία.
Με τη συμβατική κλινική αντιμετώπιση, ο κίνδυνος των μεγάλων χρόνιων επιπλοκών στον διαβήτη τύπου Ι, με βάση τη μελέτη DCCT (Diabetes Control and Complications Cohort) και την μελέτη παρακολούθησης της επιδημιολογίας των διαβητικών παρεμβάσεων και επιπλοκών (EDIC) ανέρχεται σε:
47% για αμφιβληστροειδοπάθεια,
17% για νεφροπάθεια και
14% για καρδιαγγειακές παθήσεις.
Για τον διαβήτη τύπου ΙΙ, υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα, με σημαντικές διαφορές στις σχετικές αναλογίες των διαφόρων επιπλοκών μεταξύ των ασθενών.
Διαβητική Νεφροπάθεια
Η διαβητική νεφροπάθεια αποτελεί τη βασική αιτία νεφρικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου. Κλινικά χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη πρωτεϊνουρίας, με μια περαιτέρω μείωση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης, η οποία διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, συχνά πάνω από 10-20 χρόνια.
Η νεφροπάθεια είναι επίσης ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη μακροαγγειακών επιπλοκών, όπως είναι η καρδιακή προσβολή και τα εγκεφαλικά επεισόδια. Η υπέρταση και ο περιορισμένος γλυκαιμικός έλεγχος, συχνά προηγούνται της εμφάνισης της διαβητικής νεφροπάθειας. Όταν διαπιστωθεί νεφροπάθεια, συχνά παρατηρείται αύξηση της αρτηριακής πίεσης.
Η ανάπτυξη και πρόοδος της νεφροπάθειας είναι εξαιρετικά πολύπλοκη, δεδομένης της ποικιλομορφίας των κυτταρικών πληθυσμών που υπάρχουν στο νεφρό και των διαφόρων φυσιολογικών ρόλων αυτού του οργάνου.
Πράγματι, εκτός από τη διήθηση των τοξινών από το αίμα για την απέκκριση, είναι δύσκολο να εντοπιστούν ποιες άλλες λειτουργικές πλευρές του νεφρού επηρεάζονται περισσότερο στους διαβητικούς. Αυτές οι λειτουργίες περιλαμβάνουν την απελευθέρωση ορμονών, όπως η ερυθροποιητίνη, την ενεργοποίηση της βιταμίνης D και τον οξύ έλεγχο της υπογλυκαιμίας, εκτός από τη διατήρηση της ισορροπίας υγρών και της αρτηριακής πίεσης μέσω επαναρρόφησης.
Οι υψηλές συγκεντρώσεις γλυκόζης προκαλούν ειδικά κυτταρικά αποτελέσματα, τα οποία επηρεάζουν διάφορα νεφρικά κύτταρα, συμπεριλαμβανομένων των ενδοθηλιακών κυττάρων, των λείων μυϊκών κυττάρων, των μεσαγγειακών κυττάρων, των υποκυττάρων, των κυττάρων του σωληνοειδούς συστήματος και του συστήματος αγωγών συλλογής και των φλεγμονωδών κυττάρων και των μυοϊνοβλαστών.
Διαβητική Αμφιβληστροειδοπάθεια
Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια χαρακτηρίζεται από ένα φάσμα κηλίδων στον αμφιβληστροειδή και αποτελεί την κύρια αιτία τύφλωσης στους ενήλικες ηλικίας 20-74 ετών.
Η εμφάνιση αυτών των κηλίδων περιλαμβάνει:
- αλλαγές στην αγγειακή διαπερατότητα,
- τριχοειδή μικροανευρίσματα
- τριχοειδή εκφυλισμό
- υπερβολικό σχηματισμό νέων αιμοφόρων αγγείων (νεοαγγειοποίηση)
Ο αμφιβληστροειδής γίνεται δυσλειτουργικός εξαιτίας της νέκρωσης ορισμένων κυττάρων, γεγονός που μεταβάλλει την ηλεκτροφυσιολογία του και οδηγεί σε ανικανότητα διάκρισης μεταξύ των χρωμάτων.
Κλινικά, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια διαχωρίζεται σε στάδια μη πολλαπλασιαστικής και πολλαπλασιαστικής νόσου.
Σε πρώιμα στάδια η υπεργλυκαιμία μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο και πυκνότητα των περικυττάρων, γεγονός που συμβάλλει στην αλλαγή της ακεραιότητας των αιμοφόρων αγγείων μέσα στον αμφιβληστροειδή, αλλάζοντας το φραγμό του αμφιβληστροειδούς και την αγγειακή διαπερατότητα.
- Σε αυτό το αρχικό στάδιο της μη πολλαπλασιαστικής διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν παρατηρούν καμία διαφορά στην όραση.
Ο εκφυλισμός ή η απόφραξη των τριχοειδών του αμφιβληστροειδούς συνδέεται έντονα με την επιδείνωση της πρόγνωσης, η οποία πιθανότατα είναι αποτέλεσμα ισχαιμίας ακολουθούμενη από επακόλουθη απελευθέρωση αγγειογόνων παραγόντων.
Αυτό προωθεί την ασθένεια στην πολλαπλασιαστική φάση, όπου η νεοαγγειοποίηση καθώς και η συσσώρευση υγρού μέσα στον αμφιβληστροειδή, γνωστή ως οίδημα της ωχράς κηλίδας, συμβάλλουν στην οπτική διαμόρφωση.
Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να υπάρξει αιμορραγία με σχετική παραμόρφωση της αρχιτεκτονικής του αμφιβληστροειδούς, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης μίας ινωδοαγγειακής μεμβράνης, η οποία μπορεί στη συνέχεια να οδηγήσει σε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς.
- Στο Διαβήτη Τύπου Ι η κύρια διαταραχή που απειλεί την όραση εμφανίζεται να είναι η πολλαπλασιαστική αμφιβληστροειδοπάθεια.
- Στο Διαβήτη Τύπου ΙΙ υπάρχει μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης του οιδήματος της ωχράς κηλίδας.
Διαβητική Νευροπάθεια
Περισσότερο από το 50% των ατόμων με διαβήτη εμφανίζουν τελικά νευροπάθεια.
Η διαβητική νευροπάθεια είναι ένα σύνδρομο που περιλαμβάνει τόσο το σωματικό, όσο και τον αυτόνομο διαχωρισμό του περιφερικού νευρικού συστήματος.
Ωστόσο, υπάρχει μια αυξανόμενη εκτίμηση ότι μπορεί να συμβεί ακόμη και βλάβη του νωτιαίου μυελού και του ανώτερου κεντρικού νευρικού συστήματος.
Επιπρόσθετα, η νευροπάθεια αποτελεί μείζονα παράγοντα όσον αφορά τη μείωση στην ικανότητα επούλωσης ενός τραύματος, την εμφάνιση της στυτικής δυσλειτουργίας και της καρδιαγγειακής δυσλειτουργίας, που παρατηρείται στο διαβήτη.
Η προχωρημένη νευροπάθεια, εξαιτίας της επιδείνωσης των νευρικών ινών από το διαβήτη, χαρακτηρίζεται από ευαισθησία σε κραδασμούς και θερμικά όρια, τα οποία προχωρούν σε απώλεια της αισθητήριας αντίληψης.
Η υπεραλγησία, οι αγχώδεις διαταραχές και η αλλοδυνία εμφανίζονται επίσης σε ένα 40 – 50% των ασθενών που παρουσιάζουν εμφανή πόνο από τη διαβητική νευροπάθεια. Ο πόνος παρατηρείται ακόμη και σε ενα 10 – 20% των διαβητικών ατόμων, που μπορεί να μην εμφανίζουν κλινικές ενδείξεις νευροπάθειας, όμως είναι ικανός να παρεμποδίσει σοβαρά την ποιότητα ζωής.
Το μέγεθος των νευρώνων είναι επίσης σημαντικό. Φαίνεται ότι στον διαβήτη, οι μακρύτερες νευρικές ίνες δείχνουν μια πιο γρήγορη απώλεια της ταχύτητας αγωγιμότητας του νεύρου με απώλεια των νευρικών τερματικών τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το μυρμήγκιασμα και η απώλεια της αίσθησης και των αντανακλαστικών παρατηρούνται συχνά πρώτα στα πόδια και έπειτα ανεβαίνουν για να επηρεάσουν άλλες περιοχές, ιδιαίτερα τα χέρια.
AGEs: Προηγμένα Τελικά Προϊόντα Γλυκοποίησης και ποια η συμμετοχή τους στις επιπτώσεις του Σακχαρώδη Διαβήτη
Οι επιπλοκές από το Σακχαρώδη Διαβήτη αντιπροσωπεύουν, κλινικά καθορισμένα τελικά σημεία, που φαίνεται να εμφανίζονται ως αποτέλεσμα μιας σειράς σύνθετων ενδοκυτταρικών οδών. Αυτές οι οδοί μπορούν να δράσουν μεμονωμένα ή με συνέργεια για να προκαλέσουν ανεπιθύμητες ενέργειες σε πολλαπλά όργανα.
Παρά τη διαθεσιμότητα νεότερων και αποτελεσματικότερων παραγόντων για τη θεραπεία του διαβήτη, οι διάφορες επιπλοκές του διαβήτη εξακολουθούν να αποτελούν τη βασική αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας σε αυτούς τους ασθενείς.
Με την αυξανόμενη διάρκεια του διαβήτη, ο γλυκαιμικός έλεγχος επιδεινώνεται, οδηγώντας σε καθυστερημένες επιπλοκές.
Η συσσώρευση των AGEs, που σχηματίζονται κατά τη διάρκεια περιόδων υπεργλυκαιμίας και παραμένει χωρίς αντιμετώπιση για πολλά χρόνια, μπορεί να είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν τη μεταβολική μνήμη.
Τα AGEs είναι μια ετερογενής ομάδα χημικών οντοτήτων, που εμφανίζονται ως αποτέλεσμα μιας μη-ενζυματικής αντίδρασης της γλυκόζης με πρωτεΐνες, λιπίδια και νουκλεϊνικά οξέα.
Ενεργούν άμεσα για να προκαλέσουν σταυρωτή σύνδεση μακράς διαρκείας πρωτεϊνών, όπως το κολλαγόνο, για να προάγουν την αγγειακή δυσκαμψία και έτσι να μεταβάλλουν την αγγειακή δομή και την λειτουργία.
Μπορούν επίσης να αλληλοεπιδράσουν με ορισμένους υποδοχείς, για να προκαλέσουν ενδοκυτταρική σηματοδότηση που οδηγεί σε αυξημένο οξειδωτικό στρες και επεξεργασία βασικών προ φλεγμονωδών και προ σκληρωτικών κυτοκινών.
Η τροποποίηση των μιτοχονδριακών πρωτεϊνών από τα AGEs μπορεί να είναι μη αναστρέψιμη και μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της λειτουργίας των μιτοχονδρίων και στην αύξηση του σχηματισμού των δραστικών ριζών οξυγόνου.
Η άμεση αναστολή της μιτοχονδριακής βλάβης, κατά τη διάρκεια του επαρκούς γλυκαιμικού ελέγχου, βοηθά στη βελτίωση της δυσλειτουργίας της βιογένεσης των μιτοχονδρίων.
Καταλήγουμε λοιπόν στο γεγονός ότι ο επαρκής γλυκαιμικός έλεγχος, σε συνδυασμό με θεραπείες που στοχεύουν στη διαμόρφωση της ομοιόστασης των μιτοχονδρίων, μπορεί να βοηθήσει τους διαβητικούς ασθενείς να αναστείλουν την περαιτέρω εξέλιξη των επιπλοκών από το Σακχαρώδη Διαβήτη.