ΑΡΘΡΟ

του Παναγιώτη Χατζηγεωργίου

Δικηγόρου Δράμας

 

… μιλάνε για του έθνους ξανά την τιμή… μιλάνε για νίκες που το μέλλον θα φέρει… ο στρατός ξεκινά… Άννα μην κλαις, σαν γυρίσω ξανά, θ’ ακολουθώ άλλες σημαίες… Μ. Μπρεχτ

 

Μέρες τώρα σε υπόγειο καταφύγιο. Δίχως ηλεκτρικό. Με όσο νερό απέμεινε στις σωλήνες των καλοριφέρ. Με κάτι λίγες κονσέρβες που περίσσεψαν. Με φειδώ. Για τα παιδιά, τους υπέργηρους, τους άρρωστους.

Κουλουριασμένοι μέσα σε βρώμικα ρούχα. Μας περονιάζει το κρύο. Σφιχταγκαλιασμένοι το βράδυ να μη παγώσουμε από το χιονιά. Οι άνθρωποι στις συμφορές έρχονται πιο κοντά.

Ξεχάσαμε από πότε έχουμε να ρίξουμε λίγο καθαρό νερό στα πρόσωπά μας. Να δροσιστούμε. Να ξεδιψάσουμε. Πως είναι ένα ζεστό μπάνιο. Ένα ζεστό γεύμα. Ένα τσάι, ένας καφές, λίγο αλκοόλ να μας ζεστάνει τα σωθικά.

Καθημερινά ουρλιάζουν οι σειρήνες. Σφυρίζουν οι σφαίρες. Στριγκλίζουν οι ερπύστριες. Βροχή οι οβίδες. Οι πύραυλοι σωρό. Κείτονται νεκροί – διαμελισμένοι στους δρόμους. Μυρίζει θανατάς. Πλήθος οι τραυματίες. Γογγύζουν στωικά αναζητώντας μάταια ανακούφιση.

Που γιατροί, που Νοσοκομεία. Μας τρελαίνουν το άγχος, οι ημικρανίες. Μας σουβλίζουν τα αρθριτικά. Για παυσίπονα, για θεραπεία ούτε λόγος. Πάνε μέρες τώρα που μας τέλειωσαν τα φάρμακα, οι πρώτες βοήθειες. Τσιγάρα, καπνός, αλκοόλ που να βρεθούν πια. Να ξεχαστούμε κάπως. Να ζεστάνουμε τα σωθικά μας.

Σκίζουν τη βαριά ατμόσφαιρα, βουερά παιδικά κλάματα. Σπαρακτικές κραυγές μανάδων. Παρακλήσεις και κατάρες γερόντων. Σφιγμένα σαν ατσάλι, γιομάτα πόνο, αγανάκτηση, αλλά και μίσος τα πρόσωπα μεσήλικων ανδρών.

Σερνόμαστε ζωντανοί νεκροί στα ερείπια. Γκρεμισμένα κτήρια, ισοπεδωμένα σπίτια, χωριά, πόλεις ολόκληρες.

Βόηθα Θεέ μου, μη φαγωθούμε μεταξύ μας για λίγες σταγόνες νερού, για ένα ξεροκόμματο, για την τελευταία κονσέρβα.

Μας λείπουν οι δικοί μας. Δεν ξέρουμε αν ζούνε ακόμη. Αν έχουν αφήσει τα κόκαλά τους στα πεδία των μαχών. Αν έχουν φθάσει ασφαλείς στην ξενιτιά.

Τι κακό ήταν αυτό που μας βρήκε. Κάθε φορά νομίζαμε ότι ζούμε τα χειρότερα. Και να, που λίγο αργότερα έρχονταν ακόμη πιο χειρότερα.

…επιβιώσαμε από τη χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών…

…διανύαμε ακόμη την χειρότερη επιδημιολογική κρίση των τελευταίων αιώνων…

…λέγαμε πως μόνο ένα πραγματικό πόλεμο δεν έχουμε ζήσει ακόμη…

Και ξαφνικά βρεθήκαμε μέσα στη δίνη σφοδρών αιματηρών συγκρούσεων.

Κι όμως τα σημάδια υπήρχαν. Προμήνυαν το κακό. Ορισμένοι προφήτευαν με ακρίβεια τον ολέθριο πόλεμο, τις καταστροφές.

Γιατί δεν είχαμε αυτιά να ακούσουμε; Γιατί δεν είχαμε μάτια να δούμε; Γιατί δεν είχαμε νου να κατανοήσουμε; Να προκάνουμε. Να αποτρέψουμε το κακό. Να παλέψουμε για την Ειρήνη. Να σωθούμε.

22η ημέρα φονικών μαχών. Η πόλη μου, η γειτονιά μου, η πολυκατοικία μας βομβαρδισμένα.

Ξεμυτίσαμε στον ήλιο να ζεστάνουμε κομμάτι τα κόκαλά μας. Σερνόμαστε στα χαλάσματα. Να το καμπαναριό της μέχρι προχθές εκκλησιάς του Άι Παντελεήμονα. Δίπλα στο γήπεδο της Δόξας. Σκαλίζουμε μήπως και βρούμε κάνα ξεχασμένο ρούχο, να σκεπαστούμε τη νύχτα. Να ξεδιαλέξουμε λίγα ξύλα. Να ανάψουμε το βράδυ φωτιά. Να ζεσταθούμε κάπως.

Γυρίζω στο υπόγειο της γκρεμισμένης μας οικοδομής. Τι απέγιναν άραγε οι δικοί μου; Με πνίγουν σπαρακτικοί λυγμοί. Τα δάκρυα ποτάμι. Σφίγγω τα δόντια.

Ξεπροβάλλω το κεφάλι να αντικρίσω τον τρομερό θόρυβο. Το τανκ σταματημένο απέναντι. Γυρίζει το κανόνι του. Μυρίστηκε Ζωή, κίνδυνο. Σημαδεύει τα χαλάσματά μας. Όπου νa ‘ναι θα ρίξει τη χαριστική βολή.

Εφιάλτης.

Πετάγομαι έντρομος, κάθιδρος. 5 η ώρα, χαράματα. Με πήρε ο ύπνος στον καναπέ.

Στην τηλεόραση μαίνεται ακόμη ο πόλεμος στη δύσμοιρη Ουκρανία…

Μιλάνε κάποιοι για του έθνους ξανά την τιμή. Μιλάνε για νίκες που το μέλλον θα φέρει. Εσύ όμως μην κλαις. Αν ποτέ γυρίσω, θ’ ακολουθώ άλλες σημαίες…

Πολεμοκάπηλοι όλων των χωρών.

Πολεμοκάπηλοι και της δικής μου χώρας.

ΞΕΚΟΥΜΠΙΣΤΕΙΤΕ!!!