ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΕΥΤΟΥ Ν. ΔΡΑΜΑΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ Χ. ΚΕΦΑΛΙΔΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΝΟΜΟ

 

 

Στην ομιλία της στην Ολομέλεια της Βουλής, κατά τη και ψήφιση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών «Εκλογή Βουλευτών», την Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020, η Βουλευτής του Κινήματος Αλλαγής Ν. Δράμας κ. Χαρά Κεφαλίδου ανέφερε τα εξής:

Κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι,

Είναι γεγονός ότι προχθές το Κοινοβούλιο έζησε μια πολύ ωραία ατμόσφαιρα εθνικής ομοψυχίας και συναίνεσης! Τόσο άντεξε όμως. Μια μέρα! Φαίνεται για άλλη μια φορά πως η Κυβέρνηση αρκείται στους μιντιακούς εντυπωσιασμούς. Της αρκεί να δώσει την εντύπωση μιας ανύπαρκτης συμπόρευσης με τον χώρο της κεντροαριστεράς και της προοδευτικής παράταξης στα μεγάλα εθνικά ζητήματα. Της προσφέρει τη λάμψη και τη γοητεία προοδευτικότητας που ποτέ δεν είχε και δεν μπόρεσε να αποκτήσει.Όταν έρχεται η ώρα της πράξης, τότε θυμάται αταβιστικά και μας παραπέμπει στο προεκλογικό της φυλλάδιο με μια νερωμένη παλινόρθωση του συστήματος που ίσχυε προτού ο ΣΥΡΙΖΑ αποφασίσει να φυτέψει τη νάρκη της απλής αναλογικής. Και για να κρύψει τη ρετσινιά του δεξιού συντηρητισμού που είναι στο DNA της, διατυμπανίζει ότι προτείνει εκλογικό σύστημα παραπλήσιο με αυτό που έχει από το 2018 προτείνει το Κίνημα Αλλαγής. Είναι έτσι; Όχι φυσικά. Αλλά ποιος διαβάζει τα ψιλά γράμματα κάτω από τους πηχυαίους τίτλους;

Το παρόν σχέδιο νόμου μιμείται την αρχιτεκτονική της πρότασης που από το 2018 έχει παρουσιάσει το Κίνημα Αλλαγής, φορώντας την μάλιστα ως μοδάτο πανωφόρι με όλη την αυταρέσκεια μιας με ερωτηματικό αυτοδύναμης δεξιάς κυβέρνησης. Στην ουσία όμως επαναλαμβάνει το ληστρικό, bonus των 50 εδρών που προέβλεπε ο νόμος Παυλόπουλου. Πώς μια κυβέρνηση (που στο κάτω-κάτω συμπεριλαμβάνει σε καίριες θέσεις και σε Υπουργεία, στελέχη με βαθιές ρίζες στον χώρο της Κεντροαριστεράς), φέρνει έναν εκλογικό νόμο τόσο συντηρητικό; Η στρατηγική σας (παρά τα ωραία λόγια έκφρασης δημοκρατικών ευαισθησιών, εθνικής συνεννόησης και άλλων τέτοιων εύηχων), φαίνεται ξεκάθαρη. Δημιουργία μιας ισχυρής γαλάζιας κυβέρνησης στα χνάρια περασμένων δεκαετιών. Τα περί προσέγγισης σε περισσότερο δημοκρατικούς τρόπους διακυβέρνησης είναι μόνο η πούδρα λάμψης και φρεσκάδας με διάρκεια ίσα για μια στιγμιαία “φωτό” για ιλουστρασιόν εξώφυλλο. Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας οδηγεί σε μια αυτοδύναμη κυβέρνηση με περίπου 37%.

Επίπλαστες με το ζόρι Αυτοδυναμίες ή Ισχυρές Κυβερνήσεις Συνεργασίας; Αυτό ήταν το δίλημμα της κυβέρνησης. Επέλεξε την πεπατημένη. Μια παλιά δοκιμασμένη συνταγή κυβερνήσεων μιας άλλης εποχής. Αυτή είναι με δυο λόγια η επιλογή της κυβέρνησης, με ό,τι φτιασίδι κι αν της βάλει. Πώς μπορεί να είναι δικαιότερο και αναλογικότερο και ευρύτερης αποδοχής το εκλογικό σύστημα όπου το bonus των 50 εδρών οδηγεί σε επίπλαστες κυβερνητικές πλειοψηφίες και σε διχαστικές λογικές; Δικαιότερο και λειτουργικότερο από ποιο; Από αυτό της απλής αναλογικής που ψήφισε η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που αναλογικό μπορεί να φαίνεται όμως είναι απόλυτα δυσλειτουργικό καθώς οδηγεί σε ακυβερνησία; Ή τελικά, συγκρινόμενο με τον ληστρικό προηγούμενο της Νέας Δημοκρατίας;

Κυρίες και κύριοι,

Η Κυβέρνηση δεν συζήτησε καθόλου. Ζητά ψήφο για τον εκλογικό νόμο χωρίς πολλά λόγια. Με κάθε υπόρρητο τρόπο δηλώνει ότι δεν θέλει συνομιλητές στον εκλογικό σχεδιασμό της. Μικροπολιτικά αυτό μπορεί να ακούγεται και να είναι λογικό (αν κρίνει κανείς από το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουλίου, δεν έχει ανάγκη συνομιλητών). Δεν έχει όμως στ’ αλήθεια ανάγκη; Σε περιβάλλον διεθνούς αστάθειας και εθνικών τεράστιων προκλήσεων για το μέλλον της χώρας, η Κυβέρνηση μπορεί να αρκεστεί στην ομφαλοσκόπηση; Δημοκρατία αλλά και σταθερότητα, προϋπόθεση η μία της άλλης. Αυτές είναι οι βασικές συντεταγμένες για έναν εκλογικό νόμο. Τα συστήματα αμιγούς απλής αναλογικής ιστορικά έχουν αποδείξει πόσο εύκολα ακύρωσαν τη Δημοκρατία. Είναι προφανές ότι το πριμ κάποιων δεκάδων εδρών που δίνονται στο κόμμα που ο λαός εξέλεξε πρώτο στις εκλογές, είναι απόλυτα συμβατό με τη δημοκρατική αρχή. Η κατάχρηση όμως από την άλλη αυτής της δυνατότητας, αμαυρώνει την ίδια τη δημοκρατική βάση του πολιτεύματος. Με βάση το προ ΣΥΡΙΖΑ εκλογικό σύστημα, το πρώτο κόμμα, ανεξαρτήτως ποσοστού, πριμοδοτείται με 50 έδρες. Με τη σημερινή πρόταση της Κυβέρνησης, οι 50 έδρες θα δίνονται στο πρώτο κόμμα κλιμακωτά εάν αυτό φθάσει στο 37,5% των ψήφων του εκλογικού σώματος. Η διαφορά του προ-ισχύοντος συστήματος με το προτεινόμενο σήμερα είναι πολύ μικρή.

Κυρίες και κύριοι της Κυβέρνησης,

Στενόμυαλα και συντηρητικά προσπαθήσατε να εκλογικεύσετε τον νόμο που ίσχυε στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, ώστε να επιτύχετε ευρύτερη αποδοχή. Και με την αμφίβολης συνταγματικότητας ρύθμιση που έφερε η Κυβέρνηση, αποκλείοντας τους συνασπισμούς κομμάτων από την πριμοδότηση του μπόνους εδρών, μόνη της αποκαλύπτει το φοβικό της πρόσωπο. Ούτε πιο λογικός είναι ο νόμος, ούτε ευρύτερης αποδοχής μπορεί να γίνει!

Και τελικά ούτε πρόκειται να σας βοηθήσει, να επιτύχετε μια ζορισμένη, κάλπικη αυτοδυναμία στις εκλογές, όταν αυτός θα ισχύσει! Επιχειρείτε σήμερα να επιβάλλετε ένα σύστημα, που θα εκβιάσει στο μέλλον την ψήφο των πολιτών και βάζετε τα θεμέλια για μελλοντικές, αδύναμες κυβερνήσεις λαϊκής μειοψηφίας. Και ξέρετε καλά, πως οι κυβερνήσεις αυτές, είναι ανίκανες να προχωρήσουν στις αλλαγές που χρειάζεται η χώρα, επιφυλάσσοντας για το μέλλον τα αδιέξοδα του πρόσφατου παρελθόντος. Αυτή τη λογική και αυτή την πρόταση το Κίνημα Αλλαγής και την αρνείται και την καταψηφίζει.

Και μην μπερδεύεστε κύριοι της Κυβέρνησης! Μη μας τσουβαλιάζετε όλους! Μην εξισώνετε τον ΣΥΡΙΖΑ με το Κίνημα Αλλαγής! Στην αντίστοιχη δική μας πρόταση ενισχύσαμε τη διαφάνεια και την αμεσότητα στη σχέση του πολίτη με αυτούς που τον εκπροσωπούν με δύο τρόπους:

-την κατάτμηση των μεγάλων εκλογικών περιφερειών και με

-την διατήρηση του ορίου εισόδου ενός κόμματος στη Βουλή με το 3%, αποτρέποντας τον κατακερματισμό του πολιτικού μας συστήματος και την ακυβερνησία.

Η ταχύτατη, για άλλη μια φορά, υποχώρηση της κουλτούρας του δημοκρατικού διαλόγου, που τόσο διαφήμιζε η Κυβέρνηση, εκείνο που σίγουρα δείχνει, είναι την εσωτερική ανωριμότητα του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, μας φέρνει όλους αντιμέτωπους με το ίδιο, αμείλικτο, γενικότερο πολιτικό ζήτημα που αφορά όλες τις σύγχρονες Δημοκρατίες. Ο κατακερματισμός της σύγχρονης κοινωνίας σε ομάδες με βάση την κομματική στράτευση, όπου τη θέση του διαλόγου παίρνει η μάχη με κάθε μέσο και η λογική «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν». Τις καταστροφικές συνέπειες του τοξικού πολιτικού κλίματος και του λαϊκισμού στη λειτουργία της Δημοκρατίας, τις είδαμε, τις ζήσαμε. Ειδικά εδώ στην Ελλάδα ουδείς μπορεί να παριστάνει τον ανυποψίαστο!

Στον σύγχρονο πολιτικό στίβο, δεν είναι οι γνώμες και η ελεύθερη έκφρασή τους που απουσιάζουν, δεν είναι η έλλειψη προτάσεων. Είναι τα αυτιά να τις ακούσουν! Είναι ότι δυσκολευόμαστε να μάθουμε να σεβόμαστε ο ένας τον άλλο, μέσα σε συνθήκες έντονης τριβής και αντιπαράθεσης. Είναι που παραμένουμε ανίκανοι να μετατρέψουμε τις διαμάχες σε εποικοδομητικό διάλογο που θα οδηγήσει σε συγκλίσεις μέσα από τις αντιπαραθέσεις.

Είναι λυπηρό τελικά που μετά από 10 χρόνια κρίσης στη χώρα μας (που δοκιμάστηκε κάθε πολιτική πρόταση ελπίζοντας να αποφύγουμε την ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα και σε συνθήκες αλήθειας), να μην έχουμε μάθει ακόμη να συζητάμε χωρίς αγκυλώσεις, με συναίσθηση του ρίσκου ότι μπορεί να έχει δίκιο και ο συνομιλητής μας και όχι εμείς. Αυτή η πεισματική άρνηση αναγνώρισης των λογικών επιχειρημάτων του άλλου, κρατά αγκυλωμένο το πολιτικό σύστημα σε καθεστώς τύφλωσης και εχθρότητας, απορρίπτοντας αβλεπεί ακόμη και τα λογικά επιχειρήματα των άλλων, μόνο και μόνο για την υπεράσπιση ενός φαντασιακού γοήτρου.

Και κλείνω παραφράζοντας τον Στάινμαγιερ: «όλοι κρατάμε ένα κομμάτι της Ελλάδας στα χέρια μας». Όταν αυτό το συνειδητοποιήσουμε, θα δεχτούμε ότι, τελικά αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν.