ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΣΥΡΙΖΑ – ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ Ν. ΔΡΑΜΑΣ

 

«Υπονομεύει το συμφέρον του παιδιού, παρεμβαίνει στη δικαιοδοτική κρίση, δημιουργεί εντάσεις στη κοινωνία»

 

Την κατηγορηματική αντίθεση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις αλλαγές που προωθεί η Κυβέρνηση στο οικογενειακό δίκαιο και στις σχέσεις γονέων-τέκνων, εξέφρασε ο εισηγητής του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και Τομεάρχης Δικαιοσύνης του κόμματος Θεόφιλος Ξανθόπουλος, μιλώντας κατά την συζήτηση του επίμαχου νομοσχεδίου στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές.

«Ονόματα ηχηρά της κυβερνητικής παράταξης, επισημαίνουν ήδη τα προβλήματα που θα δημιουργήσει το νομοσχέδιο και όπως εκτιμούμε κι εμείς θα είναι πολύ περισσότερα από όσα υποτίθεται ότι επιχειρεί να επιλύσει», σημείωσε, αναφερόμενος στην ανοικτή δημόσια διαφοροποίηση της Βουλευτού της Ν.Δ. Όλγας Κεφαλογιάννη αλλά και άλλων Βουλευτών.

«Το νομοσχέδιο της Κυβέρνησης διαπνέεται από βαθιά συντηρητική προσέγγιση. Από παιδοκεντρικό το οικογενειακό δίκαιο, γίνεται γονεοκεντρικό. Το τέκνο καθίσταται παρακολούθημα των γονέων και των διαθέσεων τους. Εγκαθίσταται στο κέντρο της κρίσης μεταξύ των γονέων, τοποθετείται ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενες πλευρές και στις ευρύτερες οικογένειες τους», επεσήμανε.

«Πρόκειται», τόνισε ο κ. Ξανθόπουλος, «για ένα μείζον κοινωνικό θέμα που μας αφορά όλους. Γι’ αυτό θα έπρεπε να το προσεγγίσει η Κυβέρνηση με τις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις, κάτι που δεν έκανε». Και συμπλήρωσε: «Το Υπουργείο Δικαιοσύνης αγνόησε προκλητικά το πόρισμα της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που η ίδια σύστησε και στην οποία δεν μετείχε ούτε μία εκπρόσωπος γυναικείας οργάνωσης, προχωρώντας σε ένα άλλο δικό του σχέδιο».

«Η Κυβέρνηση έρχεται να τροποποιήσει ένα εμβληματικό νόμο, τομή για την εποχή του που συνένωσε τα λαμπρότερα μυαλά της επιστήμης και είχε ως αποτέλεσμα μια προοδευτική νομοθεσία πολύ μπροστά από την εποχή της που επιβίωσε εδώ και 40 χρόνια. Υπάρχει ανάγκη αλλαγής της υφιστάμενης νομοθεσίας; Πάντως η απάντηση δεν μπορεί να είναι η αποσπασματική, προβληματική νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης», πρόσθεσε. 

Μιλώντας στη συνέχεια για τις βασικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου επεσήμανε μεταξύ άλλων:

-Πού απαντά η νομοθετική τροποποίηση; Το 86% των περιπτώσεων διάσπασης της έγγαμης σχέσης καταλήγουν σε συναινετικό διαζύγιο. Απ’ το υπόλοιπο 14% μόνο το 7% ασκεί κύρια αγωγή, ενώ το υπόλοιπο 7% αρκείται στην προσωρινή διαταγή και τα ασφαλιστικά μέτρα. Και από το 7% που ασκεί αγωγή μόνο το 3% προσφεύγει στο εφετείο.

-Η Κυβέρνηση προτείνει οριζόντιες ρυθμίσεις σε όλα τα επίμαχα ζητήματα, ανεξάρτητα από το ζευγάρι των γονέων, ανεξάρτητα από τις πραγματικές ανάγκες του κάθε παιδιού.

– Με την εισαγωγή της αναγκαστικής συνεπιμέλειας θα δημιουργηθούν περισσότερες εντάσεις και αντιπαραθέσεις και αφορμές περαιτέρω τριβών σε ένα ζευγάρι που έως τώρα δεν κατάφερε να συμφωνήσει. 

-Η «εξίσου» άσκηση της γονικής μέριμνας, που προβλέπεται στο νομοσχέδιο της Κυβέρνησης δυναμιτίζει την ανάγκη να βρεθεί λύση στο επίμαχο θέμα. Ουσιαστικά καθιστά δέσμιο τον δικαστή, να αποφασίσει έτσι όπως αυτό προσδιορίζεται από το ασφυκτικό πλαίσιο της νομοθετικής εξουσίας και αμφισβητεί, ανατρέπει, διαφοροποιεί αυτό που είχε καθολικά επικρατήσει, ως συμφέρον του παιδιού.

-Το συμφέρον του παιδιού αποτελεί αόριστη έννοια, η οποία κρίνεται από τον δικαστή, ανάλογα με το κάθε παιδί και τις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε περίπτωσης. 

-Καθοδηγείται ο δικαστής σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Δεν μπορεί να έχει αποφασιστεί από το νόμο ποιο είναι το συμφέρον του παιδιού για όλες τις περιπτώσεις και αυτό να είναι πάντα η ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων αφού υπάρχουν περιπτώσεις γονέων που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο ρόλο αυτό, οι κακοποιητικοί γονείς κλπ.

-Επίσης εισάγονται κριτήρια αχρείαστα με το πραγματικό συμφέρον του τέκνου. Συγκεκριμένα η συμμόρφωση του γονέα με προηγούμενη συμφωνία, ως βασικό κριτήριο για την ανάθεση της γονικής μέριμνας, τίθεται εκβιαστικά προς τον γονέα που βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση που ενδεχομένως αναγκάσθηκε να δεχθεί μια επιζήμια για αυτόν λύση.

-Είναι παντελώς αόριστη και τιμωρητική η διάταξη που προβλέπει ότι αφαιρείται η γονική μέριμνα σε περίπτωση «διατάραξης της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς».

-Μείζον είναι το ζήτημα της κακοποιητικής συμπεριφοράς που βαρύνει κατά κανόνα την ανδρική πλευρά. Πρέπει να βρεθούν οι βέλτιστες λύσεις με βάση και όσα προβλέπονται στο άρθρο 735 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 

-Είναι αντιφατικό όμως να αναμένουμε οριστική δικαστική απόφαση καταδίκης για την αφαίρεσή της γονικής μέριμνας δηλαδή σε 3-4 χρόνια,, στα οποία εν τω μεταξύ ο κακοποιητής γονέας διατηρεί την γονική μέριμνα, ενώ την ίδια στιγμή, αυτή αφαιρείται στην αόριστη και ασαφή περίπτωση διατάραξης της συναισθηματικής σχέσης με τον άλλο γονέα!

-Δεν αντιμετωπίζεται η έλλειψη εξειδικευμένων υποστηρικτικών δομών, όπως τα οικογενειακά δικαστήρια και οι κοινωνικές υπηρεσίες.

-Ως ΣΥΡΙΖΑ έχουμε ταχτεί υπέρ της από κοινού επιμέλειας αλλά όχι με την μορφή υποχρεωτικότητας που την εισάγει η κυβέρνηση. Και κατέληξε:

«Η Κυβέρνηση μάς καλεί ουσιαστικά να νομοθετήσουμε για θέματα για τα οποία θα έπρεπε να υπάρχει συναίνεση και συμφωνία και για τα οποία το ισχύον νομικό πλαίσιο, δίνει τη δυνατότητα στον δικαστή να απαντήσει. Με το παρόν νομοσχέδιο παρεμβαίνει άτσαλα στην δικαιοδοτική κρίση και δημιουργεί εντάσεις στη κοινωνία. Θυμίζω ότι υπάρχει τρομακτική πίεση σε βάρος δικαστών που υφίστανται τη χλεύη και τον εκβιασμό ανθρώπων που δεν συμφωνούν με τις αποφάσεις που εκδίδουν, δημοσιοποιούν τα στοιχεία τους και εκτοξεύουν απειλές. και υπαινιγμούς. Όλα αυτά αποτελούν ανησυχητικά φαινόμενα για την κοινωνική συνοχή».