ΑΙΧΜΕΣ
Γράφει ο Σίμος Ματεντζόγλου, Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Απόφοιτος Τμήματος Διεθνών Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Μ.Α. «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές» Παντείου Πανεπιστημίου
Οι ενέργειες του Προέδρου Τραμπ, με τις ειρηνευτικές συνομιλίες για την Ουκρανία, η μέχρι τώρα αντιμετώπιση της κατάστασης στην Μέση Ανατολή, η επιθετική εμπορική και δασμολογική πολιτική του και η εχθρική και συγκρουσιακή του στάση απέναντι στην Κίνα, προκαλούν ραγδαίες ανακατατάξεις στη διεθνή σκηνή.
Από ότι διαφαίνεται, ο Τραμπ έχει διαφορετική οπτική γωνία και προχωρεί σε νέες εκτιμήσεις για τις σχέσεις των Η.Π.Α. με τον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς να αλλάζει η ιμπεριαλιστική φύση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Η διαμεσολάβησή του για κατάπαυση πυρός στην Ουκρανία δεν σημαίνει ότι πρόκειται για έναν «ειρηνοποιό» Πρόεδρο. Απλώς, ακολουθεί διαφορετικές στρατηγικές προσεγγίσεις, οι οποίες στηρίζονται σε ωμούς υπολογισμούς ισχύος και συμφερόντων και σε πραγματιστικές ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων και απειλών, με γνώμονα την προάσπιση των ζωτικών συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών. Απώτερος στόχος της νέας υψηλής στρατηγικής του Τραμπ είναι η διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας στο παγκόσμιο σύστημα δυνάμεων.
Οι νέες στρατηγικές προσεγγίσεις Τραμπ αντικατοπτρίζουν προσανατολισμούς και εξισορροπητικές πολιτικές εντός ενός νέου ασταθούς πολυπολικού κόσμου πολλών μεγάλων και μεσαίων δυνάμεων, κατόχων πυρηνικών όπλων. Κύριο χαρακτηριστικό του νέου διεθνούς συστήματος είναι η ραγδαία άνοδος της Κίνας, η οποία αποτελεί την μέγιστη απειλή για την αμερικάνικη ηγεμονία.
Στο σημείο αυτό, χρήζει να διερευνηθούν το θεωρητικό και γεωστρατηγικό υπόβαθρο και οι βαθύτερες αιτίες των επιλογών Τραμπ, βάσει και των τάσεων στο παγκόσμιο σύστημα ισχύος.
Αναλυτικότερα, οι ΗΠΑ πυροδότησαν και ενεπλάκησαν σε πολλαπλούς ταυτόχρονους πολέμους, σε διαφορετικά μέτωπα, όπως με τους εικοσαετείς και πλέον «αντιτρομοκρατικούς» πολέμους στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, την σύρραξη στην Ουκρανία, η οποία έφερε την ανθρωπότητα μπροστά στον κίνδυνο πυρηνικού πολέμου, ενώ είχαν προηγηθεί οι «ανθρωπιστικοί» πόλεμοι διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ προώθησαν την λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», που με όχημα το ελεύθερο διεθνές εμπόριο, επιδίωξαν μία ανθρωπολογική εξομοίωση και οικονομική και πολιτική εξίσωση όλου του κόσμου. Όμως, η παγκοσμιοποίηση αποδείχτηκε μία μεγάλη χίμαιρα, αλλά και γύρισε μπούμερανγκ για την ίδια την αμερικανική υπερδύναμη.
Η ιστορία δείχνει ότι μία υπερδύναμη, όση ισχύ και αν έχει, δεν μπορεί να μετατραπεί σε Αυτοκρατορία, λόγω της αρχής της διεθνούς αναρχίας και της κρατικής κυριαρχίας, καθώς και των ηγεμονικών αξιώσεων άλλων δυνάμεων.
Με τους ως άνω δρόμους που ακολούθησε η μοναδική εναπομένουσα υπερδύναμη στην μεταψυχροπολεμική εποχή, υπερεπεκτάθηκε πέρα από ένα ορισμένο όριο, ενώ η αμερικανική οικονομία παρουσιάζει ύφεση και το δημόσιο χρέος διογκώνεται, με την εξυπηρέτησή του να γίνεται όλο και πιο δυσχερής.
Ο Paul Kennedy στο πόνημά του «Η Άνοδος και η Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων : Οικονομική Μεταβολή και Στρατιωτική Σύγκρουση από το 1500 ως το 2000» (Unwin Hyman Press, 1988) ανέλυσε το φαινόμενο της «στρατηγικής υπερεξάπλωσης», ως την αιτία πτώσης αυτοκρατοριών και ηγεμονικών δυνάμεων στην παγκόσμια ιστορία. Νόμος που πρωτοδιατυπώθηκε από τον Θουκυδίδη στην Ιστορία των Πελοποννησιακών Πολέμων για να περιγράψει την ύπατη ακμή και παρακμή της αθηναϊκής ηγεμονίας. Η στρατηγική υπερεπέκταση και η πτώση της ηγεμονίας, που προκαλούνται από βαθύτερους μετασχηματισμούς στην παγκόσμια κατανομή δυνάμεων, έγκειται στο φαινόμενο όπου «μία δύναμη ιστορικά επεκτείνεται περισσότερο από το επιτρεπτό όριο που βρίσκεται σε αναλογία με τις παραγωγικές δυνατότητές της, με αποτέλεσμα να διαβρώνεται η σχετική ισχύς της, που αποτελεί πηγή της υπερέχουσας θέσης της».
Ακριβώς, η νέα στρατηγική Τραμπ αποτελεί μία αναδίπλωση και έναν ελιγμό, προκειμένου οι ΗΠΑ να αποφύγουν τη διάβρωση και πτώση της παγκόσμιας ηγεμονίας τους, εξαιτίας της υπερεξάπλωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Τραμπ θα επιδιώξει να απεμπλακεί από άσκοπους, επιζήμιους πολέμους ανά τον κόσμο και να αναδιατάξει τις συμμαχίες, ώστε να εξοικονομήσει πόρους και δυνάμεις για να επικεντρωθεί συντριπτικά στην αντιμετώπιση της κυριότερης απειλής για την αμερικανική κυριαρχία, την Κίνα. Γνωρίζοντας κανείς ποιος είναι ο εχθρός του, προστατεύει καλύτερα τον εαυτό του.
Με μία ορθολογική ιεράρχηση κινδύνων, η Κίνα αποτελεί την κορυφαία απειλή για τα συμφέροντα των Η.Π.Α. σε παγκόσμιο επίπεδο, τον ισχυρότερο στρατηγικό ανταγωνιστή τους και τον πιο ολοκληρωτικό στρατιωτικό κίνδυνο για την εθνική τους ασφάλεια.
Πράγματι, η Κίνα, εκτός από την ιλιγγιώδη οικονομική ανάπτυξη, την εμπορική μεγέθυνση, τα τεράστια τεχνολογικά άλματα, με αιχμή την Τεχνητή Νοημοσύνη, όπου προηγείται, καθώς έχει περάσει σε εφαρμογές, την επενδυτική διείσδυσή της σε όλη την υφήλιο, εξελίσσεται και σε έναν στρατιωτικό γίγαντα.
Αύξησε τον αμυντικό της προϋπολογισμό στο ύψος του αμερικανικού, έχει αναπτύξει ένα λιγότερο παθητικό στρατηγικό δόγμα, αυτό της «ενεργούς άμυνας», αποκτά όλο και πιο προηγμένα και επιθετικά στρατιωτικά μέσα, όπως υπερηχητικοί πύραυλοί, αόρατα αεροσκάφη, υπερσύγχρονα αεροπλανοφόρα και υποβρύχια, υλικό κυβερνοπολέμου, ενώ πρόσφατα πραγματοποίησε μία σπάνια δοκιμή καινοτόμου διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου.
Το κυριότερο, η σινική υπερδύναμη επεκτείνει το πυρηνικό της οπλοστάσιο, θέτοντας ως στόχο το 2030 να φτάσει τις 1.000 πυρηνικές κεφαλές από 200 το 2019, προσεγγίζοντας ως ένα βαθμό την πυρηνική δύναμη των Η.Π.Α. Παρόλο που η Κίνα δεν διατυπώνει πυρηνικό δόγμα «πρώτης χρήσης, αναμένεται να χρησιμοποιήσει την αυξημένη πυρηνική ισχύ της ως διαπραγματευτικό χαρτί και για μεγαλύτερη γεωπολιτική μόχλευση και παγκόσμια επιρροή.
Ακόμα σοβαρότερη υπαρξιακή απειλή για τις Η.Π.Α. αποτελεί η ρωσοκινεζική στρατηγική εταιρική σχέση, παραπάνω από συμμαχία, ενώ με αυτήν ευθυγραμμίζονται τα κράτη των BRICS και άλλες χώρες του Παγκόσμιου Νότου, σχηματίζοντας έναν ευρύ ευρωασιατικό και πλανητικό συνασπισμό, που αμφισβητεί την αμερικανική παντοκρατορία. Ο συνασπισμός αυτός ενδυναμώθηκε περισσότερο με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Για τους λόγους αυτούς, ένα εναλλακτικό σχέδιο του Τραμπ, με αφορμή την πρωτοβουλία του για το Ουκρανικό, είναι μία ευρεία προσέγγιση των Η.Π.Α. με τη Ρωσία, με εξομάλυνση των σχέσεων τους, ώστε να την απομακρύνει από την αγκαλιά της Κίνας. Στόχος του είναι να αποδυναμώσει τον σινορωσικό άξονα και να επιφέρει ρήγματα σε αυτόν. Ιστορικό αντίστροφο ανάλογο υπήρξε τη δεκαετία του ’70, όταν μετά το ιδεολογικό σινοσοβιετικό ρήγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες του Νίξον σχημάτισαν έναν αντι-σοβιετικό άξονα με την Κίνα του Μάο, υποδαυλίζοντας μέχρι και συγκρούσεις Σοβιετικής Ένωσης-Κίνας για εδαφικές διαφορές τους (Κεντρική Ασία, Μογγολία). Σήμερα, η κατάσταση είναι διαφορετική και μπορεί βραχυχρόνια να μετριαστεί η στενή σχέση Ρωσίας-Κίνας, αλλά μακροπρόθεσμα, αυτή θα διατηρήσει την συνοχή της.
Επιδίωξη, επίσης, του Τραμπ είναι ο στρατηγικός προσεταιρισμός της Ινδίας, ως ανάχωμα στην Κίνα, αξιοποιώντας τις ινδο-κινεζικές συνοριακές διαμάχες. Ωστόσο, η Ινδία φαίνεται να βάζει κάτω από το χαλί τις διαφορές της με την Κίνα και το Πακιστάν και να παραμένει στοχοπροσηλωμένη στους BRICS και στον αντιαμερικανικό ευρωασιατικό άξονα.
Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο μίας στρατηγικής ανάσχεσης της Κίνας, εκτός από τον εμπορικό πόλεμο, η αμερικανική προσπάθεια και το πεδίο της ηγεμονικής διαπάλης αναμένεται να μετατοπιστούν στον Ινδο-Ειρηνικό και την Άπω Ανατολή, με εστίες έντασης την Ταϊβάν, τη Νότια Σινική Θάλασσα, την Κορεατική Χερσόνησο και την Ιαπωνία, καθώς και στην Αρκτική, με το λιώσιμο των πάγων.
Ως προς αυτό, ο Τραμπ αναμένεται να αναπτύξει μία στρατιωτική περικύκλωση της Κίνας, με την περαιτέρω γεωοικονομική και στρατιωτική αναβάθμιση της Ταϊβάν, για την οποία υπάρχουν κινεζικά σχέδια κατάληψης, τον εκτεταμένο εξοπλισμό της Αυστραλίας, τον περαιτέρω εξοπλισμό της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας, της τελευταίας ακόμα και με αυτόνομο πυρηνικό δυναμικό, ενώ θα ενισχύσει στρατιωτικά και άλλες σύμμαχες χώρες, όπως τις Φιλιππίνες. Ενδέχεται, επιπλέον, να ενεργοποιήσει πιο δραστικά το λεγόμενο «Ασιατικό ΝΑΤΟ», δηλαδή την στρατιωτική συμμαχία «AUKUS» (Η.Π.Α., Βρετανία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία).
Βέβαια, το στρατηγικό αυτό εγχείρημα της αμερικανικής υπερδύναμης αναμένεται να είναι ήπιας έως μέτριας έντασης, ώστε η όξυνση του ανταγωνισμού να μην προκαλέσει μετωπική σύγκρουση πυρηνικών δυνάμεων, κινδυνεύοντας να οδηγήσει σε πυρηνική κλιμάκωση και πυρηνικό όλεθρο.
Μακροπρόθεσμα και προς αποφυγή πυρηνικής εκτροπής, ακόμη και από ατύχημα, λάθος ή παρανόηση, που θα επιφέρει την καταστροφή όλων, αναμένεται μία μεγάλη διαπραγμάτευση και παγκόσμια συμφωνία των υπερδυνάμεων, με στόχο τη διεθνή σταθερότητα («Ψυχρή Ειρήνη»). Αυτή θα περιλαμβάνει ρύθμιση των σχέσεων, ιδίως του τριγώνου Η.Π.Α.-Ρωσίας-Κίνας, με ξαναμοίρασμα του κόσμου και των σφαιρών επιρροής και με ταυτόχρονες αμοιβαίες δεσμεύσεις ελέγχου-μείωσης των πυρηνικών όπλων και δοκιμών.
Ωστόσο, μία παγκόσμια συμφωνία ενέχει τον κίνδυνο της εξαπάτησης, της υπεκφυγής και της παραβίασής της και της ανάπτυξης φυγόκεντρων τάσεων.