ΠΟΙΗΣΗ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

 

 

Εννιάχρονος στην Αμισό έχασε τους γονείς του,

Γιώργη λέγαν τον κύρη του, Μαγδαληνή τη μάνα.

Μόνος και απροστάτευτος βολόδερνε τους δρόμους

ώσπου τονε συμμάζεψε μια τρυφερή αγκάλη.

Στο Ζάππειο τον στείλανε τα’ Απρίλη μιαν ημέρα,

ανάμεσα σε αγνώστους, μα με τον ίδιο πόνο

Όλη τη νύχτα μούσκευε με το καυτό το δάκρυ

το άξενο προσκέφαλο, την Αμισό ζητώντας,

ώσπου το πήρε απόφαση και δέχτηκε τη μοίρα.

Τα χρόνια κύλησαν γοργά και μεσ’ την εφηβεία

γαμπρό τονε στολίσανε, δεν είχε άλλη λύση.

Ώριμος πριν την ώρα του, έγινε νοικοκύρης.

Ολημερίς μαχότανε με την τσιγκούνα γη.

Ο χρόνος ανελέητος, άφησε τα σημάδια,

ροζιάρικα τα χέρια του, το πρόσωπο ρικνό.

Ο μόχθος δεν τον λύγισε, η φτώχεια συνοδός του,

αγώνα έδωσε σκληρό, ψεγάδι μην εισπράξει.

Παροιμιώδης έγινε, το πάθος για δουλειά,

το πνεύμα του παρέδωσε γι’ αυτό που αγαπούσε.

Στρατής ήτανε στ’ όνομα, πρότυπο νοικοκύρη.

Χρόνια πολλά αναπαύεται, εκεί στ’ Ανηλιοχώρι,

με το πικρό παράπονο, τον Πόντο νοσταλγώντας.