ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Και δεν ήταν αρκετό για τους κατακτητές το ότι βάψανε τα χέρια τους με το αίμα αθώων Ελλήνων της Δράμας. Δεν κορέσαν τη δίψα τους για αιματοχυσία. Το σχέδιο της εξόντωσης του Ελληνισμού θα έμενε ελλιπές, αν δεν ολοκληρωνόταν.

Από την πρώτη στιγμή, που πατήσανε το πόδι τους στην ιερή γη της Μακεδονίας, απαγορεύσανε την κυκλοφορία από τις οκτώ το βράδυ. Όποιος συλλαμβανόταν να κυκλοφορεί πέραν της καθορισμένης ώρας, σπανιότατα επέστρεφε στο σπίτι του. Ή τον οδηγούσαν στη φυλακή ή τον εξορίζανε στη Βουλγαρία ή τέλος εξαφανιζόταν κατά τρόπο μυστηριώδη.

Οι έρευνες στα σπίτια ήταν καθημερινό φαινόμενο. Αναζητούσαν δήθεν στρατιωτικό υλικό και πρόσωπα, που απουσιάζανε. Με απάνθρωπο τρόπο, άγριοι και σκληροί οι Βούλγαροι στρατιωτικοί, συνοδευόμενοι από κομιτατζήδες, έμπαιναν όποια ώρα ήθελαν στα σπίτια των Δραμινών. Και η είσοδός τους συνοδευόταν από ταπεινώσεις, ξυλοδαρμούς και κάποτε και βιασμούς γυναικών. Αναζητούσαν δήθεν πολεμικό υλικό. Στην ουσία όμως αποβλέπανε περισσότερο στη διαρπαγή ειδών οικιακής χρήσης, ρουχισμού, ραπτομηχανών, κοσμημάτων και άλλων πολύτιμων ειδών, τα οποία με κάρα στέλνανε στα σπίτια τους στη Βουλγαρία.

Οι Έλληνες της Δράμας ήταν για τους Βουλγάρους ή χρεωφειλέτες ή κακούργοι ή παραβάτες των Βουλγαρικών νόμων. Οι κατηγορίες ήταν εύκολες και οι παραβάτες χωρίς κανένα δισταγμό και χωρίς υπερασπιστική δυνατότητα στέλνονταν στο δικαστήριο, όπου η καταδίκη τους ήταν σίγουρη.

Και δεν αρκέστηκαν μόνο σ’ αυτές τις ενέργειες. Ερεύνησαν όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές αποθήκες και καταγράψανε όλα τα εμπορεύματα, τα οποία στη συνέχεια δημεύσανε ως λεία του πολέμου. Η πείνα άρχισε να γίνεται πρόβλημα οξύ. Ώρες ολόκληρες περίμεναν οι Δραμινοί για λίγο ψωμί ή λίγο σπορέλαιο έξω από τα αρτοποιεία και τα παντοπωλεία. Και οι Βούλγαροι ηδονισμένοι από αυτήν την κατάσταση πιέζανε τους Δραμινούς να γραφτούν Βούλγαροι για να μην πεινούν. Το θέαμα με σκελετωμένους από την πείνα νεκρούς ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στους δρόμους της Δράμας.

Όμως εκεί που έστρεψαν περισσότερο την προσοχή τους οι Βούλγαροι για τον αφελληνισμό των Δραμινών ήταν ο τομέας της παιδείας. Ήξεραν καλά πως το έργο τους δεν θα είχε ολοκληρωθεί, όσο η παιδεία έμενε ανέγγιχτη, γιατί αυτή είναι εκείνη που χαλυβδώνει την εθνική συνείδηση, διατηρεί τη συνοχή ενός λαού και τον κρατεί στητό κι ολόρθο σε δυσχείμερους καιρούς. Γι’ αυτό και έπρεπε με κάθε μέσο να αφανιστεί ό,τι σχετίζεται με την παιδεία. Και σαν πρώτο μέτρο λήφθηκε η απέλαση των ιερέων, αλλά και η δολοφονία τους. Ένδεκα ιερείς από τον Νομό της Δράμας δολοφονήθηκαν, γιατί θεωρήθηκαν σοβαρό εμπόδιο για την υλοποίηση των βουλγαρικών σχεδίων.

Τα Ελληνικά σχολεία έκλεισαν και οι δάσκαλοι εκδιώχθηκαν ή δολοφονήθηκαν. Το μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας λεηλατήθηκε μαζί με τις εκκλησίες της Δράμας. Στη θέση των Ελληνικών σχολείων στήθηκαν Βουλγαρικά και για να προσελκύσουν μαθητές πρόσφεραν ως δέλεαρ τρόφιμα. Η χρήση της βουλγαρικής γλώσσας έγινε υποχρεωτική. Τα ελληνικά βιβλία και τα αρχεία των εφημερίδων κατασχέθηκαν και καταστράφηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην επιτρέπεται η κατασκευή και χαρτοσακουλών ακόμη από δραμινές εφημερίδες. Μέσα στο γενικό μέτρο της καταστροφής περιλαμβανόταν και η μετάφραση σε βουλγαρική γλώσσα των επιγραφών των καταστημάτων και ο εκβουλγαρισμός των αγίων με την αναγραφή των ονομάτων τους στις εικόνες με τη βουλγαρική γραφή.

(συνεχίζεται…)