ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Κι ένα άλλο σύντομο σχόλιο. Η ελεύθερη ροή του νερού, στοιχείου κορυφαίου για την ανθρώπινη ύπαρξη, αφού το 65% του ανθρώπινου σώματος σύγκειται από νερό και που χωρίς την παρουσία του είναι βέβαιη η λιμοκτονία, δέσμευσε και δεσμεύει τον άνθρωπο στο διάβα των αιώνων για την προστασία του, ιδιαίτερα στις ημέρες μας, που οι επίσημες προτροπές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την αλόγιστη χρήση του.
Διατρέχοντας τον χώρο των παραλογών, των ολιγόστιχων εκείνων λαϊκών τραγουδιών, όμως τόσο σημαντικών, θα αναφερθώ στο πασίγνωστο και με βαλκανική εμβέλεια δημοτικό τραγούδι του Πόντου «Τη τρίχας το γεφύριν».
Στο τραγούδι αυτό, που το χαρακτηρίζουν η νοερή και άριστη σκηνοθεσία, ο έντονος και γεμάτος θετικά και αρνητικά συναισθήματα διάλογος, τίθεται σε κίνδυνο το κύρος του πρωτομάστορα για το στέριωμα του γεφυριού, που ολημερίς το χτίζανε τη νύχτα εχαλάουτουν.
Έπρεπε λοιπόν ν’ αποφευχθεί η απομυθοποίηση του μεγάλου πρωτομάστορα, που είχε γεμίσει τον ελλαδικό χώρο, αλλά και τα βαλκάνια, με το χτίσιμο πέτρινων τοξωτών γεφυριών, προσφορά υψίστης σημασίας στο λαό, που στη γη του αφθονούν τα ποτάμια, άλλα ήρεμα και άλλα θορυβώδη.
Στην αγωνία, τη στενοχώρια, τον κίνδυνο για ταπείνωση του πρωτομάστορα, τον εξευτελισμό του, έρχεται να δώσει λύση ο από μηχανής θεός, εφεύρημα αποκλειστικό της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, που ξελάσπωνε τους αρχαίους τραγικούς ποιητές κάθε φορά που βρίσκονταν σε αδιέξοδο.
Στο τραγούδι αυτό κυριαρχεί σωρεία συναισθημάτων, θετικών και αρνητικών, μα και έθιμα, που σημάδεψαν την ανθρώπινη ζωή, και ιδιαίτερα των Ποντίων στο διάβα των αιώνων.
Κυρίαρχη πυρηνική έννοια το στέριωμα του γεφυριού, μιας ανυπολόγιστης κοινωνικής προσφοράς, που απαιτούσε όμως θυσία, και μάλιστα θυσία ανθρώπου, μοτίβο, σύνηθες όχι μόνο στην ελληνική μυθολογία, αλλά και στην παγκόσμια, αφού οι Χαναναίοι και οι Φοίνικες θυσίαζαν ολοζώντανα βρέφη, τοποθετώντας τα πάνω στα πυρακτωμένα χέρια του θεού τους Βάαλ ή Βήλου. Έθιμο, που το συναντάμε και στην αρχαία Κρήτη, όπως υποστήριξε ο κρητικός αρχαιολόγος Σακελλαράκης ανασκάπτοντας στην Κρήτη. Κατάλοιπο της θυσίας απαντούσαμε πριν από λίγα χρόνια με τη θυσία ζώου, ιδίως κόκορα, στα θεμέλια του κτίσματος για να το στεριώσει με την εγκαθίδρυση της ψυχής του θύματος σ’ αυτά. Σήμερα τη θέση της θυσίας πήρε ο χριστιανικός αγιασμός. Αγιασμό του θύματος συναντούσαμε και στις αρχαίες θυσίες είτε ανθρώπου είτε ζώου.
Στο ποντιακό τραγούδι δεν κατονομάζεται ο από μηχανής θεός, όπως συμβαίνει στις άλλες παραλλαγές του δημοτικού τραγουδιού, όπου ο από μηχανής θεός είναι ένα πουλί. Εδώ ο από μηχανής θεός είναι ανώνυμος και αόρατος, που δίνει την εντολή του φωνητικά για τη θυσία ανθρώπου. Δεσμεύεται ο πρωτομάστορας στην επιλογή του θύματος. Απορρίπτει τη θυσία συγγενικών προσώπων, γονέων, αδελφών και παιδιών, για να καταλήξει στο άτομο, που δεν είναι όμαιμό του, που είναι ξένη ψυχή. Είναι η συμβία του. Καλεί με δόλο τη συμβία του να προσέλθει στο χώρο θεμελίωσης του γεφυριού. Με δόλο δεν καλείται στην Αυλίδα και η Ιφιγένεια, η κόρη του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα για να παντρευτεί δήθεν τον Αχιλλέα, στην ουσία όμως για να πνεύσει ούρειος άνεμος με τη θυσία της, ώστε να αποπλεύσουν τα αδημονούντα πληρώματα για το απόμακρο Ίλιο, την Τροία; Αυτά μας παραθέτει ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης στην τραγωδία του «Ιφιγένεια εν Αυλίδι».
Κι όταν αποκαλύπτεται ο δόλος του πρωτομάστορα, η απατημένη σύζυγος καταφεύγει στην εκστόμιση φοβερής κατάρας, που είναι όπλο των αδυνάμων, όταν αδικούνται κατάφωρα:
Άμον το τρομάζ’ν τα γόνατα μ’, να τρομάζ’ το γεφύρι σ’, κι άμον το σείουν τα μαλλία μ’, να σείουν οι δαβάτοι, κι άμον το τρέχ’νε τα δάκρα μ’, να τρέχει το ποτάμι.
Φοβερή κατάρα! Απογοήτευση για τον πρωτομάστορα, ξεθώριασμα της φήμης του. Και τότε επιστρατεύει νέο τέχνασμα. Τέχνασμα, που αγγίζει ό,τι πιο ευαίσθητο εμφωλεύει στην ψυχή της συζύγου, η αδελφική αγάπη.
Ευχέθ’, κάλη μ’, ευχέθ’, ευχέθ’ μη καταράσαι, αδέλφα έ εις σην ξενιτάν, έρχουνταν και δαβαίν’ νε.
Και τότε το αδελφικό φίλτρο, ως μαγική ράβδος, αναστρέφει τη θλιβερή εικόνα. Η γυναίκα του πρωτομάστορα μπρος στην αγάπη για τα αδέλφια της δέχεται τη θυσία:
Κι άμον το στέκ’νε τα γόνατα μ’, να στέκει το γεφύρι, κι άμον το στέκ’ νε τα μαλλία μ’, να στέκ’ νε οι δαβάτοι, κι άμον το στέκ’ νε τα δάκρα μ’, να στέκει το ποτάμι.
(συνεχίζεται…)