ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Αλήθεια μπορούν και σήμερα να αγιασθούν τα δροσερά νεράκια των ποταμών και των πηγών, των λιμνών και των ρυακιών κι αυτής ακόμη της θάλασσας, που τόσο απλόχερα μας χάρισε στη Μεγαλοψυχία του ο θείος Δημιουργός και να εξακολουθούν να είναι πηγή ζωής και ευτυχίας; Με δυσκολία θα μπορούσε κανείς να αποφανθεί θετικά. Γιατί, δυστυχώς, αλαζονικός και κατατρυχόμενος ο σύγχρονος άνθρωπος από το σύμπλεγμα της εγωπάθειας και του εξωλογικού ανταγωνισμού προς τη μητέρα Φύση, της οποίας τους σοφούς νόμους επιχειρεί καθημερινά με κομπασμό να ανατρέψει αυτοχριόμενος σε μικρό Θεό, μετατρέπει κάθε τόσο τις πηγές ζωής σε πηγές συμφοράς και θανάτου διοχετεύοντας απερίσκεπτα τα απόβλητα των βιομηχανιών και των εργοστασίων στις κοίτες τους. Κι όλα αυτά για χάρη της πρόσκτησης όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κέρδους από τη διάθεση των παραγόμενων αγαθών. Κι ύστερα, ανειλικρινής ως συνήθως, εκπέμπει S.Ο.S. για τη σωτηρία της γης και του αέρα του. Αλήθεια, γιατί τόσο περίσσιος φαρισαϊσμός; Γιατί περίσσεψε ο παραλογισμός; Γιατί η σύνεση κατάντησε πανάκεια; Γιατί τα ολοφάνερα και χειροπιαστά παραδείγματα δεν μας γίνονται μαθήματα;

Οριοθετήσαμε σε αδρές γραμμές την τεράστια σημασία της ύπαρξης του νερού στη ζωή του ανθρώπου και γενικά κάθε εμβίου όντος. Θα κλείσουμε με την, κατά την κρίση μας, ερμηνεία της καθιέρωσης στη συνείδηση του λαού μας του χαρακτηρισμού του νερού μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, Πρωτοχρονιάς ή Χριστουγέννων, ως «αμίλητου». Ποια λοιπόν ήταν η σκέψη που οδήγησε τον άνθρωπο του λαού σ’’ έναν τέτοιο χαρακτηρισμό;

Ανατρέχοντας κανείς και περιδιαβάζοντας στο χώρο των ψυχικών εκδηλώσεων του ανθρώπου, και ιδιαίτερα εκείνου, που συγκροτεί τα αγαθά και ανεξίκακα λαϊκά στρώματα, διαπιστώνει με ευκρίνεια πως προσπαθεί να κρατήσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας κάθε τι ευχάριστο, που του συμβαίνει, από το φόβο μήπως και κάποιος ή κάποιοι κακόβουλα του «κλέψουν τη χαρά». Από έναν τέτοιο φόβο δεν κυριαρχείται και η Ιφιγένεια του μύθου στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, όταν επιχειρεί να ανακοινώσει το όνειρό της μήπως και δεν επαληθευθεί41;

Κάθε τι πολύτιμο, κατά την αντίληψη του λαού μας, είναι ευπρόσβλητο από χαιρέκακα βλέμματα και κακόβουλες σκέψεις. Γι’ αυτό και κρίνεται αναγκαία η προστασία του μέχρι την πλήρη διασφάλισή του. Έτσι ο Πόντιος έπαιρνε όχι μόνο αμίλητος το νερό από τη βρύση λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος, αλλά και αμίλητος το μετέφερε μέχρι το σπίτι έως ότου αυτό χρησιμοποιηθεί από τα μέλη της οικογένειάς του, αλλά και μ’ αυτό να ραντίσει τα ζωντανά του καθώς και την κατοικία του42.

Τι λοιπόν πιο πολύτιμο για τον άνθρωπο στοιχείο από το νερό; Το νερό βέβαια το καθάριο και το υγιεινό και ασφαλώς, όχι αυτό το εμπλουτισμένο πέρα από τα όρια τα

επιτρεπτά με τόνους λυμάτων και κιλά φυτοφαρμάκων και εντομοκτόνων. Είναι αλήθεια ότι εκδηλώνουμε κάθε τόσο την επιθυμία μας για χρήση «αμίλητου νερού» (=καθάριου). Πόσο συνειδητά όμως το κάνουμε; Γι’ αυτό και πληρώνουμε βαρύτατο το τίμημα της αφροσύνης. Και κατά πώς πάμε μήπως ούτε κι αυτό θα είμαστε σε θέση να πληρώσουμε. Κάτι τέτοιο όμως το απευχόμαστε. Ίσως βάλουμε κάποτε μυαλό.

 

41 Ευριπίδης, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, στίχ. 53-71.

42 Γ. Κ. Χατζόπουλος, Πρωτοχρονιάτικα έθιμα, ό.π. Γεώργ. Ν. Αικατερινίδης, ό.π., σ. 44 και Ι. Σαλαπασίδης, «Έθιμα και προλήψεις εν Πόντω», Ποντιακά Φύλλα, έτος Β’, τεύχ. 15, Αθήνα 1937-38.