ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

Εισαγωγικά

Αναμφίλεκτα η ύπαρξη του νερού είτε με τη μορφή ποταμού ή πηγής ή λίμνης ή θαλάσσης αποτελεί στοιχείο, το οποίο συνδέεται άρρηκτα με την παρουσία κάθε έμβιου όντος, ζωικού ή φυτικού1.

Από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του ανθρώπινου όντος πάνω στον πλανήτη γη, το νερό υπήρξε το στοιχείο εκείνο, το οποίο καθόρισε ουσιαστικά τον τρόπο της ζωής τόσο των αλόγων ζώων, όσο και του ανθρώπου, αλλά και προσδιόρισε τον τόπο διαμονής του, την τροφή του, την κατασκευή κατοικίας, των σκευών, των εργαλείων, των όπλων και της αποτύπωσης μορφών προς έκφραση του πηγαίου θρησκευτικού συναισθήματος2.

Άλλωστε είναι αυτονόητο το πόση σημασία έχει για τον ανθρώπινο οργανισμό η ύπαρξη του νερού, αφού η παρουσία του στον ανθρώπινο οργανισμό κατέχει κυρίαρχη θέση έναντι των άλλων στοιχείων. Εξάλλου είναι γνωστό ότι ο ανθρώπινος οργανισμός λόγω αυτής του της σύστασης αντέχει περισσότερο τη στέρηση της τροφής και λιγότερο της δίψας. Είναι γνωστό ότι οι κατά τρόπο αυστηρό νηστεύοντες απέχουν συχνά της λήψης τροφής και συντηρούνται μόνο με νερό, κάτι το οποίο παρατηρούμε και στους καταφεύγοντες στην απεργία πείνας. Η αναγκαιότητα του νερού καταδεικνύεται και από τη συμπεριφορά των πολιορκητών μιας πόλης3, κατά την αρχαιότητα, οι οποίοι, για να εξαναγκάσουν του πολιορκημένους σε παράδοση, φρόντιζαν, πέρα από τη διακοπή του εφοδιασμού τους με τρόφιμα, να τους στερούν παντελώς τη δυνατότητα ύδρευσης, πράγμα το οποίο αποδεικνυόταν όπλο αποτελεσματικότατο.

Εύλογο λοιπόν είναι ένα στοιχείο με τεράστια σημασία για τη ζωή των εμβίων όντων, και ιδιαίτερα του ανθρώπου, να προσελκύσει όλο το ενδιαφέρον, την προσοχή, τη φροντίδα του, αλλά και να δεθεί στενότατα μαζί του. Αυτή λοιπόν η άρρηκτη σχέση εύλογα και μοιραία οδήγησε στη σμίλευση παραδόσεων4, μύθων5, μαγειών και δεισιδαιμονιών6, αφορισμών, παροιμιών, ευχών7, στερεοτύπων εκφράσεων και άλλων μνημείων του λόγου.

Ο φόβος του ανθρώπου για απώλεια του νερού και η στέρησή του δικαιολογημένα τον οδήγησε στη θωράκιση και την προστασία του. Έτσι το ανώριμο λογικά και επιστημονικά αρχικά μυαλό του, όμως διαπνεόμενο από πρακτικότητα, τον κατηύθυνε στη σκέψη ότι έπρεπε να επινοήσει δύναμη – θεότητα, υπέρτερη των δικών του δυνάμεων, η οποία και θα προστάτευε το πολυτιμότατο αυτό αγαθό από κάθε επίβουλη εχθρότητα. Έπλασε λοιπόν την ειδική θεότητα, τη Νηρηίδα ή Ναϊάδα, τη σημερινή Νεράιδα, δένοντάς την και ονομαστικά με την ταυτότητα του αγαθού. Και όπου και όσες φορές η Νεράιδα στάθηκε ανήμπορη να εκδικηθεί τον επιβουλεά,

παίρνοντάς του το νου ή και τη φωνή, έβαλε στη θέση της ισχυρότερη δύναμη, τον εμποιούντα φόβο πανίσχυρο δράκοντα8.

Κάποτε έφτασε και στο στάδιο της υπερβολής με την άνεση που διαθέτει ο λαός μας να πλάθει αληθοφανείς και με λανθάνουσες σηματοδοτήσεις παραδόσεις προσδίδοντάς του την εξωλογική ιδιότητα της αθανασίας9. Έτσι έπλασε την παράδοση για ύπαρξη αθάνατου νερού, που, από απροσεξία της αδελφής του, το στερήθηκε ο κοσμοκράτορας Αλέξανδρος ο Μακεδόνας.

(συνεχίζεται…)

 

1. Νεολιθική Ελλάδας, Έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, χ.χ., Αθήναι. Γ.Κ. Χατζόπουλος, Στα βήματα του προϊστορικού προγόνου των Δραμινών, Δράμα 1976. Δ. Ρ. Θεοχάρης, Νεολιθικός πολιτισμός, Αθήναι 1981.

2. Γ. Κ. Χατζόπουλος, «Η νεολιθική τέχνη στο νομό Δράμας», εφημ. Πρωινός Τύπος Δράμας. Ο ίδιος, Η εμβρυακή μορφή ου θεάτρου και η λατρεία του θεού Διονύσου στη χώρα των ηδονών, Δράμα 2006.

3. Δες πτώση Μεσολογγίου.

4. Ν. Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, τόμ. Α’, εν Αθήναις 1904, και Λαογραφία, τόμ 3ος, Αθήναι 1911.

5. Ο ίδιος, ό.π.

6. Ο ίδιος, ό.π., και Φ. Κουκουλές, «Μεσαιωνικοί και νεοελληνικοί κατάδεσμοι», Λαογραφία, τόμ. 9 (1926).

7. Γ. Κ. Χατζόπουλος, «Λαογραφικά χωρίου Αντρέαντων», Αρχείον Πόντου, τόμ 28ος, Αθήναι 1966.

8. Γ. Κ. Χατζόπουλος, Θαύματα και προφητείες του οσίου πατρός Γεωργίου Καρσλίδη, Θεσσαλονίκη 1984. Ν. Γ. Πολίτης, «Παραδόσεις», Λαογραφία, τόμ. 4ος. Δ. Πετρόπουλος, Βασιλική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1958. Κ. Ρωμαίος, Κοντά στις Ρίζες, Αθήνα 1959.

9. Ν. Γ. Πολίτης, ό.π.