ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

«Μακεδονία, όνειρο του Σλάβου, λαχτάρα του Ρωμιού». Ο στίχος, ο πιο πάνω, σμιλεύτηκε από τον εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά, βαθύτατα Έλληνα και υπέρμαχο της μακεδονικής γης, του προφράγματος της Ελλάδος, κατά την έκφραση του μεγάλου ιστορικού Πολύβιου Μεγαλοπολίτη.

Η βουλιμία των βορείων γειτόνων, σφετεριστών της μακεδονικής γης, έχει βαθιές τις χρονικές της ρίζες. Ξεκινάει από τον 7ο μ.Χ. αιώνα, όταν τα σλαβικά φύλα εγκαθίστανται στον βαλκανικό χώρο. Ανελέητος ο πόλεμος, που διεξάγεται μεταξύ των βορείων γειτόνων και των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, δεκαεπτά από τους οποίους έλκουν την καταγωγή τους από τη Μακεδονία. Οι πρώτοι για να σφετεριστούν μια προαιώνια κοιτίδα του Ελληνισμού και δεύτεροι για να την κρατήσουν μακριά από τη βουλιμία των πρώτων. Ο ανηλεής αυτός πόλεμος, που αποτιμάται σε εκατόμβες θυσιών ανθρώπων, παίρνει άγρια μορφή στην τελευταία εικοσιπενταετία του 19ου αιώνα.

Οι συγκρούσεις είναι ανελέητες, μολονότι οι επιδρομείς υφίστανται εκατόμβες θυσιών με προεξάρχοντα εκείνη, την προερχόμενη από τον Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο. Παρά ταύτα, οι προσπάθειες για εισβολή στον βορειοελλαδικό χώρο συνεχίζονται για αιώνες. Ομάδες Σλάβων περνούν τα όρια της μακεδονικής γης και απασχολούνται ως υπηρέτες και εργάτες. Η κατάσταση επιδεινώνεται μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Οθωμανούς. Η Δράμα υποτάσσεται στους Τούρκους το 1373 ή 1384, κατά τους Τούρκους περιηγητές Εβλιγιά Τσελεμπή ή Χατζή Κάλφα. Κατακτητής της ο εξωμότης Γαζή Εβρενός Μπέης από τη Βέροια. Η κατάσταση επιδεινώνεται. Από τη μια πλευρά, η στυγνή καταπίεση των Οθωμανών προς τους χριστιανούς του καζά της Δράμας και από την άλλη οι επίμονες προσπάθειες των βορείων γειτόνων για εισβολή στην περιοχή του καζά της Δράμας με στόχο τη μόνιμη εγκατάσταση και τη μελλοντική προοπτική για σφετερισμό της δραμινής γης.

Από την πλευρά της η Οθωμανική Αυτοκρατορία θεωρεί μάννα εξ ουρανού την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870). Έτσι βρίσκει την ευκαιρία να θέσει σε εφαρμογή προς υλοποίηση των στόχων της το δόγμα του «διαίρει και βασίλευε», αφού στα Βαλκάνια η κατάσταση ήταν έκρυθμη, λόγω του ανέμου για ελευθερία, που έπνεε και τα επαναστατικά κινήματα, τα οποία σημειώνονται για αποτίναξη του ζυγού της διεφθαρμένης και καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της οποίας τον διαμελισμό σε δέκα κράτη είχαν αποφασίσει οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, όμως πολύ γρήγορα ανακάλεσαν αυτή τους την απόφαση, γιατί διαπίστωσαν ταχύτατα ότι βλάπτονται τα συμφέροντά τους από μια τέτοια διαίρεση.

Το όλο κλίμα επιδρά δυσμενέστερα στον καζά της Δράμας, συμπεριλαμβανομένης και της Προσοτσάνης και της περιοχής της, είναι δε τόσο ανησυχητική η κατάσταση, ώστε ο κίνδυνος του εκβουλγαρισμού να είναι πλέον ορατός. Η μητέρα όμως Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ανησυχεί και αγρυπνεί, αφού η ελληνική κυβέρνηση αδυνατεί ή και αδιαφορεί, να υψώσει φωνή διαμαρτυρίας για όσα τεκταίνονται στην περιοχή της Δράμας και της Προσοτσάνης.

Και ενώ παρατηρείται αδυναμία εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης για σύσταση εθνικής οργάνωσης προς προστασία των ορθοδόξων πατριαρχικών Ελλήνων, ο βαθυνούστατος, ηπίων τόνων, άριστος διπλωμάτης και βαθύτατα Έλληνας πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ αποστέλλει στο σαντζάκι της Δράμας τον ψυχωμένο, ευπαίδευτο και μαχητικό Χρυσόστομο Καλαφάτη ως μητροπολίτη, ο οποίος, ως καλός ποιμήν και αψηφώντας την τύχη του σαρκίου του, επιδίδεται σε σειρά μέτρων για την προάσπιση και στήριξη του ποιμνίου, όπως εμψύχωση, στήριξη του κλήρου, οργάνωση ομάδων αντίστασης, ορκωμοσία Μακεδονομάχων, ανέγερση σχολείων περικαλλών, όπως αυτό της Προσοτσάνης, οικοτροφείων, όπως το Θηλέων Προσοτσάνης, του οποίου ο σκοπός ήταν η προετοιμασία μητέρων, οι οποίες θα ανήκουν απαραιτήτως σε οικογένειες σλαβόφωνων από τα γύρω χωριά. Οι υπότροφες νέες, πέρα από την ελληνική γλώσσα, θα διδάσκονται την κοπτική και τη ραπτική, καθώς και τη διαχείριση της οικιακής οικονομίας. Τεράστια ασφαλώς σημασίας η ίδρυση ενός τέτοιου οικοτροφείου για τη στήριξη της Προσοτσάνης και της περιοχής της, δεδομένου του σημαντικού ρόλου, τον οποίο επιτελεί η γυναίκα στη γαλούχηση μιας οικογένειας.

(συνεχίζεται…)

*Το άρθρο αποτελεί εισήγηση στο συνέδριο «Η Προσοτσάνη και η ιστορία της (4-6 Μαΐου 2018)