ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
τ. Λυκειάρχη
Ώρες ώρες ο νους βαθαίνει και ιππεύοντας τον γοργοπόδαρο Πήγασο αναπολεί τα περασμένα.
Σημάδι των χρόνων, που παρήλθαν. Και η αναπόληση μοιραία. Είναι το παρελθόν που σε ακολουθεί. Ευχάριστο μα και δυσάρεστο. Και οι πίκρες χρήσιμες. Γιατί, αν δεν τις νιώσεις, δεν θα σου είναι ευχάριστες οι χαρές. Η μονοτονία κουράζει τη ψυχή. Μπορεί «αι μεταβολαί, κατά Θουκυδίδη, εισί λυπηραί», όμως έχουν και το καλό τους. Ανανεώνουν. Προσφέρουν καινούργιες δυνάμεις, τόσο απαραίτητες. Πώς να αποφύγεις την αναπόληση, αφού αυτή γριβώθηκε βαθιά στο νου σου; Δεν είναι εύκολη η τάμπουλα ράζα.
Σ’ ακολουθεί όπου κι αν πας. Στον ύπνο και στον ξύπνιο. Στα όνειρα και στην εγρήγορση αναπόφευκτες οι αναπολήσεις.
Όσον κι αν ο παντοκαταλύτης χρόνος χρησιμοποιεί χωρίς φειδώ το σφουγγάρι του, κάτι μένει ακόμη. Κι αυτό το κάτι πότε σε πληγώνει και πότε αγγίζει ως μικροχαρά τη ψυχή στου. Δεν μπορείς να απεγκλωβισθείς. Σ’ έχει πισθάγκωνα δεμένο. Σ’ ακολουθεί σαν αξεθώριαστη σκιά. Δεν είναι και κακό κάτι τέτοιο. Αντίθετα είναι ένας καλός οδηγός να μην αμαρτήσεις. Αλλά κι αν αμαρτήσεις θα ‘ναι λιγότερα και ηπιότερα τα αμαρτήματα. Κι αυτό να το θεωρείς κέρδος. Έχει ανάγκη η ψυχή από ένα τέτοιο κέρδος. Στη μακρόχρονη κόπωσή της δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια όαση, που ξεκουράζει το καραβάνι της.
Πόλεμοι του παράφρονα και άπληστου νου. Πόλεμοι, καρποί μιας ξεθωριασμένης έως ανύπαρκτης αγάπης. Και το αποτέλεσμα: δάκρυα, θρήνοι γοεροί, ορφάνια, λιμοί και λοιμοί, πάθη διογκωμένα, στέγνωμα ψυχών, απογοήτευση. Αμενηννά κάρηνα διάσπαρτα.
Και έπειτα ως συμπλήρωμα της πανανθρώπινης παραφροσύνης ο αδελφοκτόνος σπαραγμός. Νέες προσφορές στον βωμό του χαιρέκακου Μολώχ. Νέος πόνος, νέα οδύνης, νέα κι αυτά δάκρυα, νέα ανεπούλωτα τραύματα ψυχής. Και το διάβα της δόξης χωρίς παιάνες, μα με μακάβρια εμβατήρια, που ηχούν για χρόνια.
Κι όλα αυτά για μια καρέκλα σαθρή, άθυρμα ευτελές του χρόνου, όμως με βαθιά τραυματικά αποτυπώματα. Το άκρον άωτον της παραφροσύνης. Σαλεμένοι νόες ανταγωνίζονται λυσσωδώς ποιος θα ποτίσει με περισσότερους κρουνούς αίματος την παντοτρόφα μάνα γη. Κι οι σταυροί καταποδιαστοί, μάρτυρες ξέφρενων λογισμών. Καμιά ελπίδα να καταστούν μελλοντικά αποτρεπτικοί παράγοντες νέας παραφροσύνης.
Κι η Κίρκη με καλά στεριωμένο τον θώκο της προσκαλεί σε συμπαράσταση τις σειρήνες της συμφοράς. Κι ο συνετισμός; Μα ποιος συνετισμός; Βραχύβιος από τη φύση του, άθυρμα ευτελές των παθών, σαλπίζει τροπαιοφόρος πάνω στο μισητό επίτευγμά του. Και γεμίζει η Δέλτος με μνημεία σαλεμένου νου, που γίνεται συχνά πυκνά όργανο πειθήνιο της απληστίας.
Κάπου εδώ σηματοδοτείται το τέλος της αναπόλησης. Οδυνηρό μεν, αναπόφευκτο δε. προς δόξαν του νοήμονος δημιουργήματος, του «πάντα εν σοφία ποιήσαντος», όμως σπάνια εισακουσθέντος.
Αυτεξούσιο, υποστηρίζουν τινές, το νοήμον δημιούργημα. Μήπως όμως κάπου κάπου χρειάζεται και το μαστίγιο και όχι μόνο το καρότο; Ανεξιχνίαστοι αι βουλαί του Κυρίου. Ας τις ασπασθούμε. Μπορούμε να αντιστρατευτούμε;